Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Γιάννης Στεργ. Καραταράκης, Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

 

            ΣΤΕΡΓΙΟΓΙΑΝΝΗ

     (Γιάννης Στεργ. Καραταράκης)

Ο  ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ

         ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ηράκλειο 1957, (τυπογραφείο Φραγκούλη), σελ. 8 διαστάσεις 12,5Χ 15 cm. (καρφίτσα), δραχμές 15.

 

Σκέψη μου συ και λογισμέ, έβγα στα σκαλοπάθια

και κάμε σωλατσάρισμα, στσή ΚΡΗΤΗΣ τα παλάθια.

Πέψε τα μάθια τση ψυχής, ψηλά στον Ψειλορείτη

και πες τως να ξανοίξουνε, γιάϊντα στενάζη η ΚΡΗΤΗ;

Γιάϊντα μουγκρίζ’ η θάλασσα,γιάϊντα σφυρίζ’ αέρας;

ηντά νε το παράπονο ετούτητες στη μέρας;

Και ξημερώνει ετσά μουντή. βαριά συννεφιασμένη

κι’ αργεί ο ήλιος να φανή τάχα τί ν’ ανημένη;

Γιάϊντα θρηνούνε τα βουνά, τα νέφη χ-μηλώνουν

στράφτει βροντά, ο ουρανός, και τα στοιχειά μαλλώνουν;

Κατσιφαργιάζ’ η Σέλενα, η Δίχτη καταχνιάζει

μπρουσκώνει ο Γιούχτας δυνατά, ο Κόφινας γρινιάζει.

Αχλοβοούνε τα Χανιά, το Ρέθεμνος δακρύζει

η Στεία, κι’ Γεράπετρα θλιμμένη μουρμουρίζει.

Γροικώ στο Κάστρο σύθρηνο, γλάκα να δης ψυχή μου

και λέγε μου ότι θωρείς να γράφω στο χαρτί μου

Γροίκα στα μοιρολόγια ντου, ήντα θ’ αναθηβάνη

να τζαγκρουνοξεσκίζετε ίντα ν’ άπου το κάνη.

              Μ.  ΚΑΣΤΡΟ

Όφου! Αντάρα και κακό, πούρθε στη κεφαλή μου

να καρτερώ να δω νεκρό το πλια καλό παιδί μου.

Κείνο που με τραγούδηξε στα πέρατα του κόσμου

και ξάπλωσε και ήδειξε τη δόξα και το φώς μου.

Όφου! Και πως θα σε δεχτώ, παιδί μου ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

απού το κάθα μου στενό, τόκανες τραγουδάκι.

Πώς να σε βάλω δα νεκρό μέσα στην αγκαλιά μου

απού εσύ ζωντάνεψε: όλα τα όνειρά μου.

Την κάθα μου αναπνοή, το κάθα σκίρτημά μου

ένιωθες και μετάφραζες, την κάθα πεθιμνιά μου.

Πρωτοπαλλήκαρο εσύ! Και πρώτος με, στσοί πρώτους

καθηγητής και διάβαζες όλης τσή γης τσ’ ανθρώπους.

Μεγάλος! Ήρωας εσύ! έπερνες τσ’ Ήρωές σου

μικρούς και τσοί μεγάλωνες με τσ’ έγνοιες τσοί δικές σου.

Επήρες το Μεϊντάνι μου, και τόκανες Παρίσι

και Παρθενώνα έκανες κάθα παλιά μου βρύση.

Πάντα πολέμους στη ζωή, έκανες και νικούσες

σοφός! μα πάντα μάθησι να πέρνης πεθυμούσες.

Οφού! γλυκέ τραγουδιστή τσή ομορφιάς του ΚΑΣΤΡΟΥ

ήσβυσ’ η λάμψ’ η δυνατή του εδικού σου άστρου

Ήντα να κάμω πλιά καλό, κι’ ήντα να καταστέσω

εδώ στο ξαναγιάργεμα, κουρμπάνι να σου στέσω.

Εδά στο ξαναγιαγερμό απού ‘ρχεσαι κοντά μου

κόπιασε να ξεκουραστής στα ΚΑΣΤΡΑ τα δικά μου.

Πάνω στα Βενετσιάνικα, τα Κάστρα θα σε βάλω

νάσε ψηλά για να θωρώ το γιό μου το μεγάλο.

Νάσε ψηλά να με θωρείς, νάσε βιγλάτοράς μου

να σέχω παραστάτη μου, πίκρας μου και χαράς μου.

Θα βάλω στο κιβούρι σου άγαλμα να σου στέσουν

τα πλιά μικρά τ’ αδέρφια σου να σε γλυκοπαινέσουν.

Αν και! θες πανέματα, τέθοια πολλά ‘χης πάρη

πρώτος σα ήσουν στο σπαθί ως και στο καλαμάρι.

Τον ΚΑΠΕΤΑΝ Μιχάλη σου, θα πέψω να καλέσω

να μου συντράμη και αυτός να σε ποκαταστέσω.

Να πέψη το βεντούζον του να πάη το μαντάτο

στσοί Κάπετάνιους τσοί παλιούς στα πάνω και στα κάτω.

Και με τσοί νταηφάδες τως όλοι να μαζωχτούνε

παλοί και νέοι Κρητικοί! Για να σε ποδεχτούνε.

Και τον Παπά το Φώτη σου, με τσ’ αξυπόλητούς του

με τσοί κατάτρεγμένους του και όλους τσοί φτωχούς του.

Και κείνο τονέ κάλεσα, να πάρη το σταυρό ντου

και να κλουθά κι’ ο Μιχελής ως και το Μανωλόν του.

Να κατεβούνε επαέ, εις το Νησί τση ΚΡΗΤΗΣ

χρειάζεταί τσοι να φανούν, ο γέρο Ψηλορείτης.

Και ο φτωχούλης του Θεού, κι’ ο Καπετάν Ζορμπάς σου

κι’ οι γι’ άλλοι που ζωντάνεψες στα διηγήματά σου’

Όλους επά τσοί κάλεσα κιανένας δε θα λείψη

θα νέρθουνε να σου δίξουνε την εδικήν τως θλίψη.

Θα ν’ έρθουν όλοι τούτοινα στην αεροκαθίστρα

μα και οι νέοι Κρητικοί, κι’ αυτοί θα ν’ είναι δίπλα

Τ’ αεροπλάνο σα φανή, την ΚΡΗΤΗΝ κι’ αντικρύση

όσοι τον δήτε βλέπεστε κιανείς να μη δακρύση.

Δε θέλω δάκρυα να δη και να σας δη κλαϋμένους

τα δάκρυα, δεν ταιριάζουνε, ποτέ στσοί δοξασμένους.

Ανοίξετ’ όλοι τσοί καρδιές, και κλείστε την εικόνα

τούτη πού θ’ αντικρύσετε στον εικοστό αιώνα.

Και να θυμάστε πάντα σας ετούτη την ημέρα

Στις τέσσερις ενδέκατου πώς ήτανε Δευτέρα.

Του χρόνου πενηνταεφτά, πούρχετ’ αφτός μαζί μας

νεκρός, μα ολοζώντανος θα μείνη στην ψυχή μας,

Άμε Νομάρχη μου εσύ, πήγαινε Δήμαρχέ μου

τσ’ αστυνομίας, του Στρατού, εσείς Διοικητές μου’

Γραμματισμένοι, και σοφοί, προύχοντες και δασκάλοι

αμέτε σεις οι  Καστρινοί, όλοι μικροί μεγάλοι.

Κι’ εγώ θα σας σε καρτερώ, με ανοιχτές αγκάλες

πασίχαρο, ως πάντα μου σαν είν’ στιγμές μεγάλες.

Στο σπίτι τ’ ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ, αμέτε να σταθήτε.

στη μέση να τον βάλετε και να παραταχθήτε.

Γιατί τανε πρωτάγιος μέσα εις την καρδιάν του

περίσσα τον εσέβουνταν ως γράφει στα χαρτιά ντου

Κι’ αφήστε να ξεκουραστή ίσαμε ταχυτέρου

και γώ θα πέψω τσοί παλιούς παπάδες να του φέρου.

Δά πέψω νάρθη ο Γαβριήλ νάρθη κι’ ο Ξωπατέρας

να δώσουν πισημότητα ετούτησές τσή μέρας.

Να τον ξεπροβοδίσουνε στο χλοερό λειβάδι

εκεί που πάνε οι καλοί, σα φτάσουνε στον Άδη.

Κι’ άς συνοδεύ’ η σκέψη σας, πάντα το σκήνωμά ντου

παρακαλώντας να σωθούν όλα τα κρίματά ντου.

Και, μη θρηνεί δα μπλιό κιανείς, πώς μας τον πήρ’ ο Χάρος

θάχωμε τα βιβλία ντου παρηγοριά και θάρρος.

Τούτος καλά το δούλεψε το μεροκάματό ντου

και πάη να δώσ’ αναφορά εδά εις το Θεόν του

            Κάστρο τσοί 4/11/1957

                   ΣΤΕΡΓΙΟΓΙΑΝΝΗΣ.

Διευκρινιστικά

      Το λιλιπούτειο αυτό «βιβλιαράκι» το είχα αγοράσει τις προηγούμενες δεκαετίες 15 παλαιές δραχμές. Σε λιγότερο από μία ώρα,-το Κρητικό αυτό δημοτικό μοιρολόι, ένας μουσικός ρυθμικός δεκαπεντασύλλαβος της Κρητικής ντοπιολαλιάς- το είχα διαβάσει δύο φορές. Έπειτα το λησμόνησα, το έβαλα στο ράφι της Καζαντζακικής μου Βιβλιοθήκης. Ανάμεσα στα έργα του μεγαλόπνοου Κρητικού έλληνα συγγραφέα και ταξιδευτή, μεταφραστή και παρ’ ολίγον «χρισμένου» προφήτη και ιδρυτή μιάς νέας θρησκείας, όπως ονειρεύονταν να ιδρύσουν μαζί με τον πνευματικό, εξίσου μεγαλόπνοο έλληνα ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Τα χρόνια αυτά, διαβάζαμε απνευστί τα μυθιστορήματα και τα άλλα έργα του Νίκου Καζαντζάκη, τα οποία κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις της δεύτερης συντρόφου του, της Ελένης Καζαντζάκη, (πριν αρχίσουν να προσφέρονται από την πολιτική εφημερίδα το «Έθνος») αλλά και άλλων, προγενέστερων εκδοτικών οίκων, όπως ήταν οι εκδόσεις «Δίφρος» του σταθερού και ακοίμητου υπερασπιστή των ιδεών και των θέσεών του, εκδότη των έργων του, συγγραφέα Γιάννη Γουδέλη. Το υποτυπώδες αυτό «βιβλιαράκι», «χάθηκε», ανάμεσα στην σειρά των αφιερωματικών λογοτεχνικών περιοδικών, των μελετημάτων, των πολυσέλιδων δοκιμίων και των ογκώδη βιογραφιών για τον Κρητικό συγγραφέα που κυκλοφορούσαν εκείνην την περίοδο, και προμηθευόμασταν, ξεψαχνίζαμε τα μυστικά του, (με το πολύτομο Λεξικό του Δημητράκου δίπλα μας, προσφορά της εγκυκλοπαίδειας «Δομής») διαβάζαμε τον ποιητικό του λόγο, παρακολουθούσαμε τα θεατρικά ανεβάσματα των τραγωδιών του, απολαμβάναμε τις κινηματογραφικές και τηλεοπτικές εκδοχές βιβλίων του, βλέπε Μιχάλης Κακογιάννης, ακούγαμε ευχάριστα τις μουσικές εκτελέσεις βασισμένες σε έργα του όπως του μουσικοσυνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη, του Μάνου Χατζιδάκι κλπ. Και, είμασταν και «εμείς» επηρεασμένοι και μαγεμένοι από τον ηδονιστικό διονυσιασμό, αυτήν την απελευθερωτική ακραία χαρά και απόλαυση των ακραίων καταστάσεων της ζωής, από τον «τουριστικών» ίσως προδιαγραφών ηρωισμό του «Αλέξη Ζορμπά». Να υπενθυμίσουμε το εξής: αν ανατρέξει ο σημερινός φιλαναγνώστης των βιβλίων του μεγάλου Κρητικού στον τόμο της Μάρθας Καρπόζηλου, «Τεύχη- αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997)» εκδόσεις «Τυπωθήτω»- Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1999, θα διαπιστώσει ότι στο γράμμα «Κ» καταγράφονται 25 τίτλοι ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων περιοδικών αφιερωμένων στο Νίκο Καζαντζάκη, σελ.87-88, αναφέρονται 30 για τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη, μόλις 6 για τον ναυτικό και ποιητή Νίκο Καββαδία, 17 για τον Ανδρέα Κάλβο και 10 για τον αυτόχειρα ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Κάτι που υποδηλώνει μεταξύ άλλων, το πόσο έντονο και σταθερό ήταν το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού της εποχής μου για την φωνή και τον λόγο του Νίκου Καζαντζάκη. Το γεγονός μάλιστα της αρνητικής στάσης απέναντί του της επίσημης ελλαδικής ορθόδοξης εκκλησίας-και του τότε αρχιεπισκόπου-την απρεπή στάση των ιεραρχών κατά τις ημέρες της κηδείας του, της μεταφοράς της σορούς του από την Γερμανία στην Αθήνα και από εκεί στην Κρητική πατρώα γη, εξιτάριζε την νεαρή επαναστατική φαντασία μας που, συντασσόμασταν φυσικά, με την μεριά του τιμώμενου νεκρού. Εξάλλου, η γνωριμία μου με τον Κίμωνα Φράιερ και άλλους Καζαντζακολόγους, χρειάζονταν εκ μέρους μου-αλλά και άλλων σύγχρονων νεότερης ηλικίας αναγνωστών της ελληνικής γραμματείας της γενιάς μου, να διαθέτει γερά και στέρεα ερμηνευτικά εφόδια ώστε να μπορεί να συμμετάσχει ή παρευρίσκεται σε συνομιλίες, συνέδρια, συζητήσεις μεγαλύτερων ηλικιακά για την ποιότητα του έργου του την πανανθρώπινη αξία του, τους φιλοσοφικούς του ατραπούς, στο τι κόμισε ο Καζαντζακικός λόγος στην ελληνική γραμματεία και στην παγκόσμια, τον προηγούμενο αιώνα αλλά ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να διαβάζεται, να εκδίδονται βιβλία και διατριβές για το έργο του, να παρασταίνονται θεατρικά του έργα. Ευτυχώς ο εργασιομανής, αυτοπειθαρχούμενος, ακούραστος ασκητής Κρητικός γραφιάς και άπληστος αναζητητής των ανθρώπινων περιπετειών, της αγωνιώδους προσπάθειας να κάνει την ύλη πνεύμα και τον άνθρωπο σωτήρα του Θεού, δεν εγκλωβίστηκε μέσα σε ακαδημαϊκά σπουδαστήρια, σχολικές εργαστηριακές αίθουσες διδασκαλίας, τεκτονικές στοές και εκκλησιαστικά αρνητικά και απαξίωσης κατηχητικά μαθήματα διαπαιδαγώγησης των χριστιανοπαίδων. Δεν έμεινε φυλακισμένη η συγγραφική παρουσία του εντός των πανεπιστημιακών τειχών έρευνας. Ο λόγος του, η φωνή του, τα γραπτά του προκάλεσαν «σκάνδαλο», οι ιδέες και η σκέψη του, οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές του θέσεις και αντιλήψεις έσπασαν τις προχειρολόγες επικρίσεις και θεωρίες του πνευματικού και θρησκευτικού κατεστημένου της εποχής του, τον πολέμησαν, αντιτάχθηκαν στον ίδιο και την πορεία της ζωής του, απαγόρευσαν βιβλία του, αρνήθηκαν την συνοδεία ιερέων κατά την ταφή του, δεν του έδωσαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά όμως, την εχθρική στάση απέναντί του αρκετών ομοτέχνων του, τα μηνύματά του, η φωνή και ο λόγος του, εξακτινώθηκε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σε κάθε γωνιά της γης, κύκλωσαν την υδρόγειο σφαίρα όπου υπάρχουν αγωνιστές, όχι μόνο όπου υπάρχουν έλληνες αλλά βασανιζόμενοι, σκεπτόμενοι, πνευματικοί αναζητητές, αγωνιζόμενα άτομα βρήκαν στα βιβλία του παρηγοριά. Πολλοί και απαντήσεις στα υπαρξιακά αιώνια ερωτήματα που τους βασάνιζαν και ταλάνιζαν. Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι όπως φαίνεται ο πιο πολυμεταφρασμένος έλληνας συγγραφέας διεθνώς μετά τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Ενδέχεται να τον συναγωνίζεται αμιλλώμενος όχι εχθρικά αλλά φιλικά, συντροφικά στην διάδοση της ελληνικής σκέψης και προβληματισμών που εκφράζονται μέσω της ελληνικής γλώσσας τον προηγούμενο αιώνα. Το ενδιαφέρον για το έργο του βαίνει συνεχώς αυξανόμενο, (αρκετές φορές καλπάζοντας) αν λάβουμε υπόψη μας το εξής: Η πρώτη «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ τ. Α (1906-1948)», Αθήνα Δεκέμβρης 1958, που συνέταξε ο χαλκέντερος έλληνας βιβλιογράφος Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης, έχει 60 σελίδες και περιλαμβάνει 1054 λήμματα. Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι στις 40 Βιβλιογραφικές εργασίες του Γιώργου Κ. Κατσίμπαλη που δημοσιεύονται στις τελευταίες σελίδες για έλληνες και ξένους ποιητές, δεν υπάρχει μέχρι το 1958 τουλάχιστον, δεύτερος τόμος Βιβλιογραφικών καταγραφών για το Νίκο Καζαντζάκη. Τα μεταγενέστερα χρόνια, ακολούθησαν οι Καζαντζακικές Βιβλιογραφικές καταγραφές και αποδελτιώσεις από τους μελετητές του Perer Bien, Χρήστο Β. Χειμωνά, Roderick Beaton, Κυριακή Πετράκου, Θανάση Αγάθου και άλλων. Η «Συμβολή στη βιβλιογραφία Καζαντζάκη» των Κυριακή Πετράκου και Θανάση Αγάθου, φτάνει τα 481 λήμματα. Τέλος, ο ογκώδης τόμος, σελίδες 678 «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ για τον ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (1906-2012)» της συνεργασίας του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη και Παναγιώτας Μ. Χατζηγεωργίου, εκδόσεις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» -της σειράς Θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας-, Ηράκλειο- Κρήτη 2018, περιλαμβάνει 6. 350 λήμματα (με τις αναδημοσιεύσεις κάθε άρθρου). Οι τίτλοι παρατίθενται κατά χρονιά συγγραφής ή κυκλοφορίας έκδοσης, κάτι που διευκολύνει τον αναγνώστη να γνωρίζει κάθε χρονιά από το 1906 έως το 2012 τι έχει δημοσιευθεί για τον σύγχρονο «Οδυσσέα» Νίκο Καζαντζάκη και την «Οδύσσεια» πρόσληψης των έργων του. Τούτου δοθέντος, οι συντάκτες του τόμου σε ξεχωριστό πίνακα στην εισαγωγή σελ. ΧΙ, μας πληροφορούν ότι: «Ο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά έχει 411 λήμματα. Το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος πειρασμός» 697 λήμματα. «Η Οδύσσεια» 364 λήμματα. «Ο Καπετάν Μιχάλης» 211 λήμματα. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» 203 λήμματα. «Η Ασκητική» 104 λήμματα. Η «Αναφορά στο Γκρέκο» 69 λήμματα, «Ο Φτωχούλης του Θεού» 50 λήμματα, και το έργο του «Αδερφοφάδες» μόλις 33 λήμματα. Μια εξαιρετική και χρονοβόρα αποδελτιωτική τεκμηριωμένη επιστημονικών προδιαγραφών εργασία που δείχνει το ερευνητικό πάθος και λατρεία, αφοσίωση στο Καζαντζακικό έργο από τους συντάκτες του τόμου, που, σίγουρα θα τους κατατάσσαμε στους κύκλους των «Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη».

     Ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τόσο οι αναγνώστες της γενιάς μου όσο και οι παλαιότερες γενιές αναγνωστών των βιβλίων του Καζαντζάκη,-όπως δείχνουν οι κατά καιρούς μελέτες και απόψεις των μελετητών του-είναι το ζήτημα της Καζαντζακικής γλώσσας από έναν ή μία μάλιστα αναγνώστη ή αναγνώστρια που δεν κατάγεται από την Μεγαλόνησο, δεν έχει Κρητικά μητρικά ακούσματα, παραστάσεις, γλωσσικούς χαρακτηρισμούς και συμβολισμούς. Όλα εκείνα με δύο λόγια τα γλωσσικά καταγωγής, του γενέθλιου τόπου στοιχεία και προφορικές συμπεριφορές της ομιλούμενης γλώσσας, που καθιστούν ευανάγνωστη την ιδιαίτερη ταυτότητα προέλευσης του ατόμου και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του, στα πρώτα βήματά του αναγνωρίσεως και ψηλαφήσεως του κόσμου γύρω του. Μιάς εγγενούς αβίαστης προφορικότητας που, ανάλογα με τους βαθμούς αφομοίωσης της διοχετεύεται σε γραπτό λόγο και έκφραση όχι πλέον ήχων αλλά λεκτικών σημάτων πάνω στην λευκή σελίδα. Η γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη, διαθέτει μάλλον την κλειστή δική της ιδιοτυπία, αν και προέρχεται από τις δημοτικές παραδοσιακές πηγές του Ελληνισμού και φέρει έντονα τα στοιχεία και χαρακτηρισμούς, μιάς ιδιωματικής Κρητικής διαλέκτου. Είναι πολύπτυχη, πολυσύνθετη και προπαντός πολυσυλλαβική και  πολυσυλλεκτική. Όπως ο ίδιος παραπονιέται στον μεταφραστή του στην αγγλική Κίμωνα Φράιερ, και μνημονεύει ο Φράιερ στην εισαγωγή του, βλέπε το βιβλίο Κίμων Φράιερ, «Η Πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη», εκδόσεις Κέδρος, Ιούλιος 1983, ο Καζαντζάκης διαβάζοντας την «Οδύσσειά» του στην αγγλική γλώσσα, του λέει ότι πόσο θα ήθελε να μην δεσμεύονταν οι σκέψεις και οι ιδέες του από το ελληνικό αλφαβητάρι των λέξεων που είναι πολυσύλλαβες σε αντίθεση με το αγγλικό λεξιλόγιο που οι λέξεις είναι κυρίως μονοσύλλαβες. Τεράστια η διαφορά στην έκφραση, το ρυθμό, την μουσικότητα, την στιχουργική μελωδία στην απόδοση. Ευτυχώς, στα έμπειρα χέρια του ποιητή- μεταφραστή Κίμωνα Φράιερ η Καζαντζακική «Οδύσσεια» συνομίλησε ισότιμα με το αγγλικό κοινό. Ο Φράιερ πέτυχε να ξανά-πλάσει ένα νέο στην αγγλική γλώσσα ποιητικό Έπος, δίχως να καταστρέψει τους κανόνες, τις αρχές και την δομή και τα μηνύματα του ελληνικού, γραμμένο από τον Νίκο Καζαντζάκη. Δύο παράλληλοι ποιητικοί δρόμοι παγκόσμιας συμβολής και εμβέλειας. Δύο συνταυτίσεις και συναντιλήψεις ποιητών για τον ρόλο και την εκφορά του ποιητικού λόγου, την σημασία και αξία του, που, υπερβαίνουν, τα τοπικά και γεωγραφικά, εθνικά στεγανά της παράδοσης των δύο γλωσσών. Εξίσου ογκώδες, πολύχρωμο και πολυστρωματικό το λεξιλόγιό του Φράιερ, όπως και το αντίστοιχο του Νίκου Καζαντζάκη τάραξε τα συγγραφικά νερά της εποχής του και δημιούργησε έντονη αναστάτωση στους διανοούμενους, λογίους και συγγραφείς των χρόνων της πνευματικής και άλλων δραστηριοτήτων του Κρητικού συγγραφέα. Από τις πρώτες αρνητικές κριτικές αντιδράσεις απέναντι στον φουρτουνιασμένο ποταμό λέξεων του Καζαντζάκη, μας δηλώνεται ότι οι έλληνες κριτικοί-όχι όλοι-δεν είχαν το κουράγιο και τις αντοχές να διαβάσουν τα βιβλία του, ιδιαίτερα την τεραστίων μεγεθών, ασύλληπτης σύλληψης, λεκτικό πλούτο και εικόνων «Οδύσσεια». Γλωσσικών σημάτων και φράσεων της ελληνικής, εννοιών και αποχρώσεων, συνδηλώσεων και συμβολισμών, ήχων και ιχνών παλαιότερων προφορικών ριζών ομιλούντων ακόμα, από μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού, κυρίως, των επαρχιακών αγροτικών διαμερισμάτων της χώρας. Γιατί η γλώσσα του Καζαντζάκη-όπως και ορισμένων άλλων ελλήνων συγγραφέων-δεν είναι μια γλώσσα που εκφράζει τον Ελλαδισμό αλλά τον Ελληνισμό και μεταφραζόμενη στα αγγλικά θα υποστηρίζαμε ίσως όχι λανθασμένα, τον παγκόσμιο Ελληνισμό. Γιατί η πολυσύνθετη ωκεάνια γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη, αυτό το δυσκολοπλησίαστο ποιητικό αλφαβητάρι διαθέτει όλα τα αυθεντικά εχέγγυα της προφορικότητας πρωτίστως και όχι της γραπτής της εκδοχής και αποτύπωσης. Έχει την αυθεντικότητα των μουσικών μας δημοτικών και λαϊκών ακουσμάτων, ηχητικών μελωδιών και ρυθμικής των λέξεων-στίχων- όπως αυτών που σαν μέλισσα τρύγησε με πάθος ζωής το νέκταρ τους, η σπουδαία μουσικολόγος, δασκάλα και τραγουδίστρια Δόμνα Σαμίου. Μια αφιερωμένη «ιέρεια» στην διάσωση της ελληνικής μουσικής δημοτικής μας παράδοσης. Με υποτυπώδη και πενιχρά για την εποχή της μέσα, γυρνώντας, επισκεπτόμενη χωριά και απάτητες περιοχές της ελληνικής υπαίθρου, πλησιάζοντας και συνομιλώντας με απλούς αγράμματους ανθρώπους, κατέγραφε με αγάπη, ευσυνειδησία, εντιμότητα και μεράκι τους λαϊκούς ρυθμούς και μελωδίες της προφορικής τους λαλιάς, τα μουσικά μέλη και τα τσακίσματα ήχων πρωτογενούς αυθεντικότητας, «πρωτόγονων» για αρκετούς εκφυλισμένους γλωσσικά κουλτουριάρηδες και προφεσόρους της καθαρότητας τόσο της Δημοτικής όσο και της καθομιλουμένης των μεγάλων αστικών φρακοφορεμένων ελληνικών μεγαλουπόλεων. Η δημοτική του Νίκου Καζαντζάκη δεν έχει την ψυχρότητα και παγερότητα της Ψυχαρικής δημοτικής ούτε φυσικά την σχολική και εκπαιδευτική καθαρότητα του Μανώλη Τριανταφυλλίδη που διδαχθήκαμε ως κοινή δημόσια χρήση στις μεταξύ μας σχέσεις και συναλλαγές με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μετά το επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς. Ας μην μας διαφεύγει ιστορικά ότι ο δικτάτορας-πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς ήταν υπέρ της καθιέρωσης της Δημοτικής στην εποχή του. (Η καθηγήτρια και ερευνήτρια κ. Χριστίνα Ντουνιά μας έχει μιλήσει περί του ζητήματος).

     Ο Νίκος Καζαντζάκης από την στιγμή που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα δημιούργησε πολλούς φανατικούς φίλους και αναγνώστες «ακολούθους» και εξίσου αρνητές αναγνώστες των έργων του. Σιμά του στάθηκαν αστοί ενώ τον «απαξίωσαν» αριστεροί διανοητές. Ο Γέρο Παπανδρέου ως πολιτικός επίσημος φορέας στάθηκε δίπλα του. Η πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη μαθήτρια των ψυχαναλυτικών μαθημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου. Επαμφοτερίζουσα υπήρξε η στάση της πρώτης του συζύγου, της πεζογράφου Γαλάτειας Καζαντζάκη και του κύκλου της. Τον ήθελαν συντηρητικό ιδεαλιστή ή από σοσιαλιστικές ιδέες ορμώμενο. Χριστιανό πιστό και όχι άθεο αναζητητή, λες και παράβλεπαν τον Κόσμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στον κυρ Αλέξανδρο συγχωρούσαν τις ιδεολογικές και συγγραφικές «ατασθαλίες» στον «Ασυμβίβαστο» λόγιο και Κρητικό όχι. Αλλά, όπως λέει η παροιμία, «ουδείς προφήτης στον τόπο του».

    Το μικρού μέγεθος και σχήμα, το ολιγοσέλιδο της ύλης του, μόλις 3 φυλλαράκια, 4 σελίδες γραπτής ύλης συν μία, επανάληψη του εξωτερικού τίτλου, του Στεργιογιάννη, «Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ» δεν βοηθά τον αναγνώστη και κάτοχό του ώστε να έρχεται συχνά στην μνήμη του, ανάμεσα στον υπέρογκο όγκο και μεγάλο αριθμό των βιβλίων και μελετών για τον Κρητικό συγγραφέα που έχουν εκδοθεί και κυκλοφορήσει στο εμπόριο, αλλά και των κατά καιρούς και της ίδιας χρονικής περιόδου ποιημάτων που έχουν γραφεί για την απώλειά του. Βλέπε περιοδικό «ΚΝΩΣΟΣ», ΠΕΡΙΟΔΙΚΉ ΈΚΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ Η «ΚΝΩΣΣΟΣ», Αφιέρωμα Νίκος Καζαντζάκης, έτος 52ο αριθμός 22, Μάιος 1958. Στις σελίδες 92 έως 99 κάτω από τον γενικό τίτλο «Η ΜΟΥΣΑ ΘΡΗΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», στεγάζεται πρώτο στην σειρά το Κρητικό μοιρολόι του Στεργιογιάννη, «Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ». Ακολουθεί η ποιητική σύνθεση «ΣΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ ΝΕΚΡΟ» του Μιχάλη Χελιώτη, το «ΣΤΕΡΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ- ΟΔΥΣΣΕΑ» του Γεώργιου Μανουσάκη, το ποίημα «ΧΡΟΝΙΚΟ» του Νίκου Αιγαίου, το ποίημα «ΚΑΠΕΤΑΝ-ΜΙΧΑΛΗΣ» με υπότιτλο «Στο μεγάλο δημιουργό του στον Κρητικό» που υπογράφει η πρώην διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Πλάκα. Είναι η γνωστή μας Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα που, ποιήματά της συναντάμε και σε ετήσιους τόμους της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς». (παρενθετικά να αναφέρω ότι σε συνομιλία μου μαζί της παραδέχτηκε ότι παρουσιάστηκε ως ποιήτρια σε διάφορα έντυπα. Και ότι τα Ποιήματα που είχα «ανακαλύψει» ήταν δικά της). Τέλος ακολουθεί το ποίημα «ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ» της ποιήτριας Έφης Αιλιανού, και το αφιέρωμα κλείνει με το ποίημα «ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ» του Μιχάλη Γρηγοράκη. Στο αφιέρωμα του περιοδικού δημοσιεύεται και το καλογραμμένο κείμενο του Βελισσάριου Μουστάκα που σταδιοδρόμησε στην πόλη του Πειραιά. Σύμφωνα με του Περαντωνάκη και Χατζηγεωργίου, «Ο Θρήνος του Μεγάλου Κάστρου για το Νίκο Καζαντζάκη» πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ταχυδρόμος –Αίγυπτος (Αλεξάνδρεια) 15 Δεκεμβρίου 1957. Ξανατυπώθηκε αυτόνομα από το τυπογραφείο Φραγκούλη, Ηράκλειο 1957, χρονιά θανάτου του Νίκου Καζαντζάκη, και ένα χρόνο αργότερα στο αφιέρωμα του περιοδικού «Κνωσός» που κατέγραψα, και εκ νέου, στο «Αναμνηστικό λεύκωμα Νίκου Καζαντζάκη. Από το πρώτο φιλολογικό μνημόσυνό του στο Ηράκλειο στις 10 Γενάρη 1960 επιμέλεια Μάνος Χάρης, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1961, σ.52-53». Βλέπε «Βιβλιογραφία για το Νίκο Καζαντζάκη (1906-2012), λήμμα 984, σελίδα 86. Συναντάμε δηλαδή 1 δημοσίευση και 3 αναδημοσιεύσεις.

Ο τίτλος του λιλιπούτειου βιβλίου που έχω μπροστά μου είναι «Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», δηλώνεται η πόλη που εκδόθηκε «Ηράκλειο» και η χρονιά «1957». Όσον αφορά τον συγγραφέα του, με κεφαλαιογράμματα αναγράφεται το όνομα «ΣΤΕΡΓΙΟΓΙΑΝΝΗ», ενώ στην μέσα πρώτη σελίδα του με στυλό, αναφέρεται το όνομα, το πατρώνυμο και το επίθετο του συγγραφέα, «Γιάννης Στεργ. Καραταράκης». Όπως διαπιστώνει κανείς ο παλαιότερος κάτοχός του ή ενδέχεται ο ίδιος ο συγγραφέας του, έγραψε το όνομά του κάτω από το «παρατσούκλι». Το «ΣΤΕΡΓΙΟΓΙΑΝΝΗΣ» είναι μια ένωση των δύο ονομάτων. Στέργιος και Γιάννης. Προφανώς το όνομα Στέργιος είναι το πατρώνυμο ή ίσως το δεύτερο όνομα του συγγραφέα. Άλλοι εμβριθείς και συστηματικότεροι Καζαντζακολόγοι σίγουρα θα γνωρίζουν περισσότερα. Δεν αναφέρεται το τυπογραφείο, είναι δεμένο με «καρφίτσα» και έχει ορισμένες λεκτικές αβλεψίες. Το μετέφερα ως έχει επειδή ακόμα και σήμερα με συγκινεί. Το όνομα του συγγραφέα του δεν το έχω συναντήσει ξανά ούτε αναφέρεται από τους Περαντωνάκη- Χατζηγεωργίου.

Ο αναγνώστης του καταλαβαίνει αμέσως ότι πρόκειται για ένα Κρητικό Μοιρολόι ή τουλάχιστον, έχει την γλωσσική, υφολογική δημοτική φόρμα ενός δημοτικού θρήνου, ο οποίος γράφτηκε την χρονιά που πέθανε ο Νίκος Καζαντζάκης. Εδώ η τοποθεσία «Μ. ΚΑΣΤΡΟ» θρηνεί το νεκρό που δέχεται στα χώματά του. Δίνεται η ημερομηνία και η χρονιά θανάτου του και ορισμένες εσωτερικές πληροφορίες φιλικών προσώπων του νεκρού συγγραφέα καθώς και τίτλοι έργων του. Υπάρχουν όχι πάρα πολλές Κρητικής διαλέκτου λέξεις που ίσως ξενίσουν τον σημερινό αναγνώστη. Για όσους πάντως ενδιαφέρονται, κυκλοφορεί σε 3η επαυξημένη έκδοση, ο τόμος «ΓΛΩΣΣΑΡΙ στο έργο ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», μια πολύτιμη εργασία γραμμένη από τον Βασίλειο Α. Γεωργά, και πάλι από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», Ηράκλειο 2024.

      Κλείνοντας, μιά περιπέτεια με την υγεία μου, με έστρεψε στην εφηβική μου αγάπη, στον Νίκο Καζαντζάκη. Μου κρατά παρηγοριά στην παγερότητα και αδιαφορία των καιρών και των ανθρώπων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Σάββατο 13 Απριλίου 2024.  

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Το αφιέρωμα του περιοδικού Η Λέξη στον Νίκο Καζαντζάκη

 

        ΒΑΣΙΛΗΣ  ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ

ΕΙΚΟΣΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

περιοδικό Η ΛΕΞΗ. ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ. Σαράντα χρόνια από το θάνατό του. Τεύχος 139/ μάιος-ιούνιος 1997, σελ. 285-288.

1., Η σημασία του Καζαντζάκη απέναντι στη δική μου συγγραφική γενιά, ήταν ότι υπήρχε κάποιος ορατός βράχος πάνω στον οποίο μπορούσαμε να συγκρουστούμε. Όλοι οι υπόλοιποι, η λεγόμενη γενιά του ’30, μας ήταν πιό αφομοιώσιμοι. Άλλος προτιμούσε τον Θεοτοκά, άλλος τον Μυριβήλη, άλλος τον Καραγάτση, άλλος τον Βενέζη ή τον Τερζάκη. Ο Καζαντζάκης δεν είχε καμιά σχέση με όλους αυτούς κι όχι γιατί ανήκε σε μιά γενιά προηγούμενή τους. Ήταν εξαρχής μοναδικός και ξεχωριστός. Έκανε κουμάσι και γενικά από μόνος του. Κι ανέβαζε πολύ ψηλά την μπάρα του άλτη, έτσι πού η πιό εύκολη πάντα λύση ήταν η αποφυγή της κόντρας παρά η δοκιμασία της. (Και μες στις μεθόδους της αποφυγής είναι η εκ των προτέρων απόρριψη).

2., Βέβαια υπήρχαν προβλήματα με τη γλώσσα. Όπως το ξαναείπαμε, η λογοτεχνία μέχρι το ’50 όντας συνυφασμένη με τη γλωσσική της έκφραση, οι συγγραφείς επιλέγονταν ανάλογα με την γλωσσική τους έκφανση. Προτιμούσαμε τους λιτότερους, τους πιό απέριττους. Ο Καζαντζάκης ήταν πλούσιος γλωσσικά, ιδιωματικός, κι αυτό μας ξένιζε. Με τα μυθιστορήματά του γεφύρωσε το γλωσσικό χάσμα και με την «Αναφορά στον Γκρέκο» νομίζω πώς το έλυσε.

3., Ό,τι μας ενοχλούσε κυρίως στον Καζαντζάκη ήταν η σχηματική διαίρεση αρσενικού- θηλυκού. Το αρσενικό ήταν όρθιο, στητό (άλλοτε κυπαρίσσι ή αγγούρι), το θηλυκό στρογγυλό, υποταγμένο (βαλανιδιά ή ντομάτα). Η βροχή που πέφτει ορμητικά είναι αρσενική, η γη που τη δέχεται ανοίγοντας τα σπλάχνα της θηλυκή. Καταλαβαίναμε υποσυνείδητα ότι ο διαχωρισμός αυτός ήταν θέμα ψυχανάλυσης κι εμείς τότε ήμασταν υπαρξιστές: οι πρόδρομοι τους unisex που ήρθε με τη γενιά των λουλουδιών και των χίππιδων.

4., Ωστόσο πάντα ο Καζαντζάκης παρέμενε η εξαίρεση του κανόνα. Ο κανόνας ήταν η ντόπια λογοτεχνίτιδα που σαν την κυτταρίτιδα ή την πιτυρίδα ζητούσε και σχετική αποφλοίωση τότε, πρίν υπάρξουν τα κατάλληλα μηχανήματα και η προηγμένη τεχνολογία που αντιμετωπίζει σήμερα αυτές τις δύο ασθένειες.

5., Ένας παρολίγον αφορισμός στάθηκε η αιτία να γίνει πιό γνωστός στο πανελλήνιο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ο αφορισμός τελικά φαίνεται πώς δεν εκτελέστηκε, δεν δημοσιεύτηκε η παρμένη απόφαση της εκκλησίας, αλλά στον κόσμο πέρασε σαν να είχε γίνει. Κι αυτό του έδωσε την αναγκαία ώθηση να διαβαστεί από ένα κοινό μεγαλύτερο.

6., Θυμάμαι χαρακτηριστικά μιά κοπέλα στη Θεσσαλονίκη που είχε(1954) συγκλονιστεί με τον «Χριστό ξανασταυρώνεται». Μου έλεγε πώς ζούσε μέσα στο βιβλίο μέρες μετά που το είχε διαβάσει μονοκοπανιάς. Απόρεσα τί την είχε τραβήξει σε αυτά τα ήθη και τα έθιμα τα μεταφυτευμένα, όπως πιστεύαμε τότε, από το γερμανικό χωριό όπου συμβαίνουν.

7., Ωστόσο πρίν την κοπέλα αυτή, το ’49, θυμάμαι, στην Καβάλα, από το μπαλκόνι του παππού μου, άκουσα τον ενοικιαστή του πρώτου ορόφου στο διώροφό μας, έναν ανώτερο τραπεζικό, τον κ. Χιόνη, να μου λέει, μαθαίνοντας ότι με ενδιέφερε το διάβασμα, πώς «μόνο ένας μεγάλος υπάρχει στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης». Ήταν μία επισήμανση που στα δεκαπέντε σου χρόνια παίζει σημαντικό ρόλο.

8., Το γιατί δεν έπαιρνε το Νόμπελ δεν ήταν τότε ακόμα ευρέως γνωστό. Το ότι είχε πεί στην Ελλάδα δεν θα γυρίσω παρά νεκρός, με είχε εντυπωσιάσει, αλλά πολύ αργότερα. Κι όταν ο θάνατός του συνέπεσε με τη θητεία μου στο Ηράκλειο της Κρήτης, πήδηξα βέβαια τη μάντρα του στρατοπέδου για να παραβρεθώ, παρά την απαγόρευση, με τον Άρη Φακίνο, αλλά αυτό δεν ήταν τόσο μιά πράξη υπέρ του Καζαντζάκη. Ήταν μιά πράξη εναντίον κυρίως του στρατού και της επίσημης εκκλησίας.

9., Το ’53 λαβαίνοντας μιά κάρτα του για τη «Διήγηση του Ιάσονα», χάρηκα πολύ. Για χρόνια την κουβαλούσα μαζί με την ταυτότητά μου, ώσπου έλιωσε. Μα μόνο το ’59, όταν γνωρίζω τον Κίμωνα Φράιερ, αρχίζω στην πραγματικότητα να ενδιαφέρομαι για το φαινόμενο Καζαντζάκης.

10., Βρισκόμουν τότε στην Αμερική και η «Οδύσσειά», του, μεταφρασμένη στα αγγλικά από τον Φράιερ, έσπαζε όλα τα ρεκόρ πωλήσεων. Ξεπερνούσε τα μπέστ- σέλερ της μόδας. Είχε δημιουργήσει κατάσταση. Τα ογκώδη έργα είναι αλήθεια ότι είχαν πάντα μιά ξεχωριστή ανταπόκριση στο μεγαθήριο της Αμερικής. Η «Οδύσσεια» είχε γίνει ένα είδος cult και ο Καζαντζάκης ο γκουρού μιάς γενιάς που δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Πέθανε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της. Την πήρα να τη διαβάσω στα αγγλικά και αληθινά με συνεπήρε.

11., Θυμόμουν την αποτυχημένη εκείνη απόπειρα που είχα κάνει να την διαβάσω στα ελληνικά. Το μοναδικό αντίτυπο της εικοσάκιλης έκδοσής της πουλιόταν στου Ζαχαρόπουλου στη Θεσσαλονίκη 3.000 δραχμές (με τα μεταφορικά, included). Ήταν το ’53. Άρχισα να τη διαβάζω και δεν καταλάβαινα λέξη. Είχα μετανιώσει που την αγόρασα και την ξαναπούλησα για 2. 000 δραχμές. (Σημερινά δύο εκατομμύρια). Όμως στα αγγλικά με συνεπήρε. Δεν είχα πιά το εμπόδιο της γλώσσας.

12., Η αντιπάθειά μου για την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη είχε όμως και μιάν άλλη αφορμή. Το ’55 έκανε τα μεταπτυχιακά του στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ο Σωτήρης Μεσσήνης από τη Βενετία. Μιά μέρα μιλώντας μπροστά μου στον Κακριδή για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς εισέπραξε μιάν αποστομωτική απάντηση. Ο Ιωάννης Κακριδής όχι μόνο δεν γνώριζε το έργο και τον συγγραφέα του, αλλά απαξιούσε και να τον μάθει. Όταν πληροφορήθηκα ότι ο διάσημος αυτός ομηρολόγος ήταν ο συμμεταφραστής με τον Καζαντζάκη της ομηρικής Οδύσσειας, τα σκάγια της αγανάχτησής μου πήραν και τον άσχετο με το περιστατικό αυτό Καζαντζάκη.

13., Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι αν ο Καζαντζάκης γνώριζε το εν λόγω έργο του Τζόϋς. Και αν το γνώριζε, θα τολμούσε ποτέ να είχε γράψει τη δική του «Οδύσσεια», τη χολιγουντιανή;

14., Η ωριμότητα, λέν, είναι να συμφιλιώνεσαι με τους γονείς σου. Πότε συμφιλιώθηκα κι εγώ με τον Καζαντζάκη; Πρέπει να πω ότι πήρε χρόνο για να ανακαλύψω σιγά-σιγά το εύρος του προβληματισμού του. Ότι δεν άφησε τίποτα σημαντικό της εποχής του πού να μην το ερευνήσει. Πώς ήταν διψασμένος σαν τον «Φτωχούλη του Θεού», για γνώση και περισσότερη γνώση και περισσότερη σοφία. Σιγά-σιγά τα έργα του έρχονταν προς τα μένα, ένα-ένα, σαν τα κομμάτια ενός γιγάντιου πάζλ που το ανασυνέθετα ταπεινά, μεταμελούμενος για την νεανική μου αρνητικότητα απέναντί του. Μπορεί να έμεινα ως το τέλος ασυμφιλίωτος με τα θεατρικά του, αλλά όλα τα άλλα, ταξίδια, μυθιστορήματα, μεταφράσεις, δοκίμια, ήρθαν να προστεθούν στην ελλειμματική μου γνώση του έργου του. Με αποκορύφωμα βέβαια το αριστούργημά του, την «Αναφορά στο Γκρέκο».

15., Ζώντας από το ’67 σχεδόν μόνιμα στο εξωτερικό άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι εκείνος που θύμισε στον υπόλοιπο κόσμο ότι οι νεοέλληνες γράφουν, υπήρξε αυτός. Άνοιξε πόρτες σε εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού (πού γλυκάθηκα με τις αθρόες πωλήσεις των βιβλίων του), πόρτες πού τις βρήκα, όταν με τη σειρά μου πήγα να πάρω τη σκυτάλη, κλειστές, γιατί είχε μεσολαβήσει στο μεταξύ ο Πρεβελάκης, πού η αποτυχία των βιβλίων του αποθάρρυνε τους ίδιους εκδότες που ο Καζαντζάκης του παρέδωσε. Και τις άνοιξα πάλι λίγο εγώ, για να τις ξανακλείσω μόνος μου.

16., Ο Φράιερ ζούσε ακόμα κι όσο ζούσε ο Κίμων ο Καζαντζάκης ήταν πάντα παρών στην κουβέντα μας (μαζί με τη Μαίριλυν Μονρόε). Γιατί μόνο με τον Κίμωνα θυμάμαι που συζητούσαμε τα βιβλία του Καζαντζάκη. Με κανένα ομότεχνό μου, είτε από τη γενιά του ’30, είτε της δικής μου γενιάς, πολύ λιγότερο με κανένα νεότερο, δεν είπαμε ποτέ ούτε μία κουβέντα. Απλώς η περίπτωση δεν τους ενδιέφερε.

17., Άσχημη εντύπωση βέβαια μου έκανε και η χήρα του, η Ελένη Σαμίου, όταν την πρωτογνώρισα στη Γενεύη το ’69. Ζούσε σε ένα σπίτι πού οι τοίχοι του ήταν σκεπασμένοι με τα έργα του Καζαντζάκη σε μετάφραση. Μου είπε κάτι για τη γλώσσα, πώς εμείς οι νεότεροι τάχα δεν την προσέχουμε. Δεν πάει σε μια χήρα να απομακρύνει τους επίδοξους μελετητές του άντρα της. Πρέπει να τους προσεταιρίζεται κι όχι να τους απομακρύνει. Θυμάμαι που ο Φράϊερ με κάποια κακία μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό: δεν είχε προλάβει καλά- καλά να πεθάνει ο Νίκος και η χήρα του έβγαλε από το ντουλάπι τρία δικά της μυθιστορήματα και του τα έδωσε για να τα μεταφράσει. Φυσικά ο Κίμων απαξίωσε και να τα διαβάσει καν. Τόσο δεν του άρεσε αυτή η κίνηση της χήρας, που σημαίνει ότι καταπιεζόταν από τον μακαρίτη που δεν είχε προλάβει να σαραντίσει. Γενικά οι χήρες μπορεί να παίξουν πολύ αρνητικό ρόλο στην μεταθανάτια φήμη ενός συγγραφέα. (Οι χήροι λιγότερο).

18., Τελευταίο point: ζήτησα από τον Θανάση Νιάρχο με αφορμή αυτό το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, να ζητήσει από κάποιον να γράψει για τις φρικαλεότητες που γράψαν ορισμένες κυρίως γυναίκες για τον άνθρωπο. Δεν ξέρω αν πρόλαβε να το κάνει. Μα είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί.

19., Τέλος για τις κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του, τις βρίσκω (ακόμα και τον «Ζορμπά») αποτυχημένες. Η μόνη που με συγκίνησε ήταν η δεύτερη εκδοχή του σήριαλ «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Βασίλη Γεωργιάδη, όπως την ξαναπαίξαμε, ξαναμονταρισμένη το 1982 από την ΕΡΤ-1.

20., Κι έπρεπε να γνωρίσω τη Βάσω Παπαντωνίου για να με μυήσει σε μίαν άλλη πτυχή του Καζαντζάκη, καθώς εκείνο που αποτελεί δικό της μότο ζωής δεν είναι το επιτάφιο επίγραμμά του που το πιπιλίζουν όλοι, αλλά η φράση του: «Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, Κύριε’ τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω. Μή με παρατεντώσεις, Κύριε’ θα σπάσω. Παρατέντωσέ με, Κύριε, κι ας σπάσω!».

          Βασίλης  Βασιλικός

Περιοδικό Η Λέξη τχ.139/5,6, 1997

Ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ:

     Για μία ακόμα φορά τα βιβλία του Κρητικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη βρίσκονται δίπλα μου, σαν ένα είδος άλλου λόγου ενός Αμλετικού ειδώλου των σύγχρονων καιρών, πάνω από τον ανοιχτό τάφο της Ζωής σου. Βρίσκονται στα χέρια μου να μου υπενθυμίζουν πράγματα και μηνύματα γνωστά, επαναλαμβανόμενα, χιλιοειπωμένα, μετουσιώσεις οραματικών δράσεων από τα χείλη του, τα γραπτά του, την σκέψη του, την γραφίδα του, το μολύβι του. Κείμενα Καζαντζακικού ανθρωπιστικού μάταιου μεγαλείου που σου μιλούν για τον διαρκή άγριο και σκληρό, αιματηρό και ανέλπιδο αγώνα του Ανθρώπου να επιβιώσει, να κατανοήσει, να ερμηνεύσει, να αντέξει το εδώ, τυχαίο και άγνωστο στιγμιαίο πέρασμά του, όσο οι αισθήσεις του εργάζονται να αποκωδικοποιήσουν την μουντάδα του «θαύματος» που λέγεται Ζωή, Ύπαρξη, πρόσκαιρη και σύντομη χρονική διάρκεια. Παρεξήγηση της κατανόησης του φαινομένου του θανάτου. Ένας αδιάκοπος αγώνας με το κάρο της γλώσσας γεμάτο λέξεις για να κερδίσει το ανθρώπινο σώμα- «γαϊδούρι» (σύμφωνα με τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη) την απόλυτη ελευθερία, να απελευθερωθεί η ψυχή του ανθρώπου. Το σύνολο σχεδόν της πρωτογενούς συγγραφικής παραγωγής του Νίκου Καζαντζάκη, δεν είναι παρά ένας πρόσκαιρος «φωτισμός» μπροστά στην άβυσσο της συνείδησης του ανθρώπου, στο ατομικό του καθενός μαρτυρολόγιο. Μία «διδασκαλία» μάταιων υποχρεώσεων και αγώνων για την Ζωή και τα πένθη της που, από την εμφάνισή της στον πλανήτη γη έως σήμερα, συνεχίζονται σε μία ροή ανεξέλεγκτη. Ένας αγωνιώδης «ύμνος» στο μέγα και αμετάκλητο τίποτα, της Ιστορίας και της Ζωής. Μία εξομολογητική αναφορά στον δικό του δάσκαλο, τον παππού του Δομίνικο Θεοτοκόπουλο, τον Γκρέκο, για αυτό που έρχεται, ακολουθεί ως σκιές ερέβους που απεικονίζονται στο βάθος του γκρεμού που χάσκει μπροστά στα μάτια μας, στις αισθήσεις μας.

  Η ζωή του Ζώου-Άνθρωπος, δεν είναι παρά μία κουραστική, κοπιαστική, βασανιστική σταυρική ανηφόρα στο εδώ τυχαίο, άγνωστο, μη προβλέψιμο πέρασμά του. Άντεξε, αγωνίσου, μην το βάζεις κάτω, πάλεψε, αντιστάσου, χρεώσου την σωτηρία θεών και ανθρώπων φωνάζει από τους λαβύρινθους των περασμένων χρόνων η Οδύσσεια φωνή του. Δεν υπάρχει έλεος μόνο αγωνιστικό καθήκον, το ατομικό Χρέος. Άσε την ύπαρξή σου να τεντωθεί μέχρι να σπάσει στα χέρια της σκοτεινής Μοίρας που κυβερνά τον Κόσμο δίχως ελπίδα. (Εκείνος χρησιμοποιεί την λέξη Θεός). Ενστερνίζεται την χριστιανική αντίληψη περί πρόνοιας ή μη πρόνοιας από έναν σαρκωμένο, σταυρωμένο Θεό και όχι την αρχαιοελληνική του τραγωδού Αισχύλου. Μην ελπίζεις σε τίποτα παρά μόνο στον καθημερινό ανηφορικό αγώνα που καθρεπτίζεται στα φουρτουνιασμένα νερά του χάους της συνείδησής σου. Ως όναρ παρέρχεται ακούγεται επαναληπτικά η ζωή του κάθε ανθρώπου από τον αρχαίο ποιητή που λάτρεψε την ρώμη των αντρικών σωμάτων, τον μέγα ποιητή Πίνδαρο. Λόγια ενός σύγχρονου ανώνυμου αναγνώστη του Καζαντζακικού έργου, που, ας μου επιτραπεί, περίμενε πάνω από 3 ώρες (και δεν εμφανίστηκε)- ένα ασθενοφόρο να τον μεταφέρει σε κάποιο νοσοκομείο. Ενώ γύρω του η ομίχλη του κακού, της αδιαφορίας κυκλώνει τις ζωές των σύγχρονων ανθρώπων και οι κομματικοί πολιτικοί σχηματισμοί προετοιμάζονται για εκλογές, την επανεκλογή επαγγελματιών «ψευτοθόδωρων», και οι νέοι και νέες ποιητές και ποιήτριες να εκδώσουν τις ποιητικές τους συλλογές. Και φυσικά να αληλλοβραβευθούν. Λόγια θα έλεγε ο σκοτεινός Ηράκλειτος εξαιτίας του συμβάντος με την υγεία σου. Λόγια του  κρεβατιού που μόλις αναρρώσεις θα λησμονήσεις και θα συνεχίσεις να μετέχεις στο άδοξο παιχνίδι που λέγεται γραφή. Δεν χρειάζεσαι όμως την φωνή και τα γραπτά του Νίκου Καζαντζάκη για να μην πιστεύεις πλέον σε κανέναν και πουθενά, η ίδια η σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα στο επιβάλει. Όπως επέβαλε να ενεργήσει όπως ενήργησε, ο μεγάλος βιβλιοθηκάριος ο Χόρχε, στο γνωστό έργο του ιταλού συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο.

      Και η φωνή του Νίκου Καζαντζάκη ακούγεται για μία ακόμη φορά να σου ψιθυρίζει, ή μάλλον, σωστότερα, να σε προβληματίζει. Κοίταξε Γιώργο με προσοχή, παρατήρησε την δική μου ανηφορική πορεία και αγώνα και παραδειγματίσου, σε ρωτάω, άραγε άξιζε τον κόπο; Η τόση προσπάθεια και ο αγώνας; Να γίνει η ύλη πνεύμα; Να σώσω τον σταυρωμένο Θεό των χριστιανών και να φέρω νέα ελπίδα στις καρδιές τους; Ασκήτεψα και παραδόθηκα στο Κρητικό πεπρωμένο μου. Νήστεψα από τις χαρές της ηδονής. Υποτάχθηκα στους σκληρούς και άγραφους εθιμικούς κανόνες της ράτσας μου, τις αξίες των δικών μου προγόνων των προπατόρων της ελληνικής φυλής, των διδαχών της συνέχειας του Ελληνισμού, και όλα αυτά γιατί, για την σημερινή αδιέξοδη και εχθρική κατάσταση που όλοι βιώνουμε, χουχουλιασμένοι ο καθένας στα ατομικά του αδιέξοδα και πολιτισμικό- συγγραφικό βαυκαλισμό; Έγινα σκεύος μιας πανανθρώπινης παράδοσης των μύθων και των συμβόλων της μεσογειακής κολυμπήθρας και πολιτισμού. Μιάς μεταφυσικής της Ιστορίας του Ανθρώπου που δεν μου ανήκε. Πειθάρχησα τον χρόνο του προσωπικού μου βίου για να κερδίσω τι; την συγγραφική αθανασία; Την αναγνώριση των ομοτέχνων μου; Να χαθώ μέσα στο καμίνι των Λέξεων; Γνωρίζεις ασφαλώς ότι το σύνολο των στίχων του έπους μου «Οδύσσεια» ήταν πάνω από 42.000 λέξεις, και μόνο στην έβδομη επεξεργασία των Ραψωδιών της έμειναν 33.333, πού ζύγιζαν 20 κιλά, ένα αυθόρμητο αγωνιστικό ξεχείλισμα χιλιάδων λέξεων της ελληνικής γλώσσας. Άθλος ή τα ερείπια μίας σύγχρονης (ατομικής μου) Βαβέλ; Στερήθηκα ανάσες δροσιάς, σπαράγματα χαράς μόνο και μόνο για να συνθέσω το έργο μου «Ασκητική». Να υφάνω στον αργαλειό των αισθήσεών μου και της σκέψης μου τον συμπληρωματικό της ογκόλιθο, την «Οδύσσεια». Αυτήν που δεν την κατανόησαν όσο της άξιζε, την αρνήθηκαν, δεν την διάβασαν. Ένα Έπος φουρτουνιασμένος- θυελλώδης ωκεανός. Ένα ελληνικό Έπος σαν εκείνο του Χέρμαν Μέλβιλ, τον «Μπόμπι Ντίκ». Ένα ατέλειωτο ταξίδι συμβολισμών και μύθων, υπαρξιακών του ανθρώπου αντιθέσεων, οντολογικών καταστάσεων, παραστάσεων ανηφορικών ορίων και δράσεων, θεωριών και ιδεολογιών της μεσοπολεμικής περιόδου. Ένα "φανταστικό" ταξίδι "παραθέσεων" λέξεων, εκφράσεων, γλωσσικών σημάτων. Ένα πλέγμα σχεδιασμών της νέας δημοτικής, πανελλαδικής κατάκτησης. Εικόνων εξωτικών και μυστικών, πέλματα ηρωικών ιδεών και ανδραγαθημάτων, ηρωικών πράξεων και εξερευνήσεων. Ισχυρά ίχνη οραμάτων δασκάλων μου, που υποτάχθηκα στα λόγια τους, τους έμεινα πιστός. Έμεινα στην μνήμη των ανθρώπων επειδή κατόρθωσα να συνάξω, να καταγράψω, να φτιάξω, να υφάνω στον αργαλειό του νου μου πάνω από 280.000 λέξεις (τόσες πάνω κάτω υπολογίζουν οι μελετητές μου είναι ο αριθμός τους) θέλοντας να δηλώσω την ανηφορική καθημερινή αγωνιστική πορεία του σύγχρονου Ανθρώπου και Εσύ, μου μιλάς για μια ξαφνική περιπέτεια της υγείας σου; Σήκω και κοίταξε την ανθισμένη αμυγδαλιά και ίσως κατανοήσεις πόσο αδιάφορο γεγονός είναι για την Ζωή, την Φύση, ο Άνθρωπος. Αυτό το αψίκορο, θυμωμένο, πολεμοχαρές, αχάριστο, υπερφίαλο, εγωπαθές, φοβισμένο, εφευρετικό, ταξιδιάρικο δημιουργικό ζωάκι, ο άνθρωπος που με έπαρση και κομπασμό φιλοδοξεί να κερδίσει την πνευματική αθανασία. Το στοίχημα της δικαίωσης της μεταφυσικής αθανασίας. Πόσο γρήγορα λησμόνησες τις ομιλούντες Σκιές του Ομηρικού Άδη, ξέχασες τα λόγια τους, το παράπονο του Αχιλλέα; Δεν σου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι οι Μούσες προστάτιδες των Τεχνών, και αυτές θα έρχονταν οι καιροί που θα ξεπαρθενεύονταν στις τράπεζες των σύγχρονων τιμών; Ότι οι απόγονοι του Ιπποκράτη θα υπηρετούσαν τον Θεό Ερμή; Ποιος σταυρώθηκε αλήθεια, εγώ ή ο άνθρωπος που θέλησα να εξυψώσω; Ορισμένοι παλαιοί κριτικοί του έργου μου μίλησαν για "μαριονέτες μιας αλληγορίας" της φαντασίας μου. Ποιός πίστεψε στην ιερότητα του σκοπού μου, να κάνω την ύλη πνεύμα. Η σύντροφός μου Ελένη Σαμίου και οι δύο πιστοί "μαθητές" μου, ο σύντεκνος ποιητής Παντελής Πρεβελάκης και ο άλλος ποιητής, ο Κίμωνας Φράϊερ, αυτός που διέδωσε το έργο μου, το Έπος μου με τις μεταφράσεις του στα πέρατα της οικουμένης. Σφυροκοπήθηκα και πολεμήθηκα για να μην βραβευτώ με το Νόμπελ μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό. Μόχθησα για μιά ελπίδα της "Νέας Ζωής", ποιανών, του Ανθρώπου ή των χιλιάδων Λέξεων και φράσεων που σύναξα στο εδώ, επίγειο πέρασμά μου. Χάραξα την ταυτότητα του Νέου Οδυσσέα και τον δαφνοστόλισα με πάνω από 200 σύνθετα επίθετα και χαρακτηρισμούς, τον κατέστησα συγγραφικό ιδεότυπο σιμά σε άλλα της  γραφής "τοτέμ" συγγραφέων από διάφορα μέρη της γης, της ιστορίας, της ανθρώπινης παράδοσης. Τον έδεσα στο σταυρωμένο κατάρτι του παππού Φρειδερίκου Νίτσε. Ριψοκινδύνεψα να αφοριστώ από εκκλησιαστικές ηγεσίες και θρησκευτικά της εξουσίας κατεστημένα. Ανθρώπων έργα χωρίς έλεος για τους δικούς μου "καταραμένους". Τον έβαλα να αναμετρηθεί και να παλέψει με θεϊκές και δαιμονικές δυνάμεις όπως ο άλλος παππούς μας ο Όμηρος, του δίδαξα την ομορφιά και την αρετή, την ηθική και στην προσήλωση του ιερού σκοπού του, και όλα αυτά και άλλα πολλά γιατί, για να με θυμούνται οι μεταγενέστεροι άνθρωποι; Εμένα ή την Κίρκη γλώσσα μου; Το Κρητικό μου πείσμα και θέληση ή την "αυταπάτη" της ασκητεύουσας ζωής μου; Άξιζε τον κόπο όλος αυτός ο πολύπτυχος αγώνας μου; Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί πομποί λέξεων που λησμονήθηκαν πριν καν διαβαστούν; Δεν μπορώ να σου απαντήσω με βεβαιότητα Πειραιώτη σύγχρονε αναγνώστη μου. Γνωρίζεις ασφαλώς ότι για ένα εξάμηνο, ως φοιτητής σπουδάζοντας τη νομική επιστήμη διέμενα στην Πόλη σου. Ο Πρεβελάκης το διασώζει στο Βιοχρονολόγιό του για μένα, όχι εγώ, ποτέ δεν ήμουν καλός στις ημερομηνίες. Χάθηκα μέσα σε ένα σκοτεινό σύννεφο από λέξεις, προτάσεις, κενά, στίχους, παραγράφους, φράσεις, αλληγορίες, λεκτικά σύνθετα σήματα πολυσύλλαβα, πολλαπλής βαρύτητας και εννοιολογικών χρωματισμών, φωτίζοντας τους ατομικούς μου οραματισμούς θεωρώντας ότι είναι και οραματισμοί του πανανθρώπου. Λέξεις που αληθεύουν την μαρτυρία των ανθρώπων ή της γλώσσας. Λεκτικές συνθέσεις και εκφράσεις, σύμβολα προαιώνιων αγώνων και ατομικά αγωνιστικά πρότυπα προσωπικής αυτοσυνειδησίας και πνευματικής λύτρωσης, δράσης. Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας, Γκρέκο, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Ζορμπάς, Καπετάν Μιχάλης, Μανολιός, Δον Κιχώτης, Ιουλιανός, Χριστόφορος Κολόμβος, άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, Προμηθέας, θρύμματα ιδεών, πράξεων, σκέψεων, δράσεων, σχεδιάσματα οραμάτων σε ένα Χρέος μέσα στην ροή της Ιστορίας που ίσως, και να μην τους αναλογούσε, για το καλό της νέας ανθρωπότητας, για να αποκαλύψω στα μάτια, στις ψυχές και τις συνειδήσεις του Νέου Ανθρώπου τι! την Άβυσσο; το πυρφόρο σκοτάδι; τα μονοπάτια προς τον γκρεμό; την ανυπαρξία των Φτωχούληδων του Θεού; Τις μεταμορφώσεις του συλλογικού μας θανάτου; το καθήκον ενός ιερού ηρωικού μηδενισμού; Μήπως θέλησα να μιμηθώ τον Δάντη που μετέφρασα, τον Όμηρο που συν-μετέφρασα; Μήπως υπήρξα ένας ακούραστος γραφιάς και μόνο, μέσα σε τόσους άλλους της γενιάς μου; Ένας Κρητικός συγγραφέας με φουσκωμένο συγγραφικό εγώ; Τι θαυμάζουν οι μελλοντικοί αναγνώστες μου, υποκλίνονται στον σκληρό και ανέλπιδο ανηφορικό αγώνα μου, την πορεία της ζωής μου ή την περιπετειώδη διαδρομή των Ηρώων που δημιούργησα, σχεδίασα μέσα στα βιβλία μου; Κληροδότησα τι στις επόμενες γενεές, την εγωτική συγγραφική μου φιλαυτία για αθανασία; Τα λεκτικά ψήγματα της δικής μου ατολμίας και φόβων ψυχής, των αδρανών δράσεων της αυτόνομης προσωπικότητάς μου, της πυρετώδης εμμονής μου στην αποδοχή, παραδοχή του τέλους των πάντων, του ακατανόητου Τίποτα; Στο Χάος που δεν φεγγίζει ούτε τον προσωπικό μας θάνατο; Αλλά τι σε βασανίζω και σένα τώρα με λόγια και νέα ερωτήματα, περνάς και εσύ τα δικά σου, της ψυχής και του σώματός σου βάσανα. Κακομοίρης αναγνώστης μου είσαι, γκρινιάρης και παραπονιάρης που προσπαθεί από κάπου να πιαστεί, να αναπνεύσει, και διάλεξες εμένα, πιστεύοντας ότι ο πόνος σου θα γίνει και δικός μου πόνος. Θαυμάζω την αφέλειά σου.

  Ύπουλη και σκοτεινή παγίδα η γλώσσα, ένα οστεοφυλάκιο από μνήμες και διαφορετικών κάθε φορά ιστορικών και βιωματικών εμπειριών, μα ακόμα πιο ύπουλη η φιλοδοξία του ανθρώπου για σωτηρία, για παρηγοριά, για ελπίδα, για ανάσταση, για δικαίωση, μία πυρετώδη κατεβασιά του από τον προσωπικό του σταυρό. Όμως της ματαιότητας το παιχνίδι, ούτε η γλώσσα κατόρθωσε να νικήσει με όλη την μαγεία και την μαγγανεία των λέξεών της, αυτών που υπήρξαν, αυτών που γεννήθηκαν στην ροή του χρόνου, αυτών που θα κυοφορηθούν στο μέλλον ως ψαλμωδία των νέων καιρών. Ακόμα και ο δικός μου γλωσσικός πλούτος και θησαυρός που συγκέντρωσα, δεν είναι παρά μία ηχητική, φωνητική και αισθητική τοπιογραφία αλλότριων βασάνων. Έγινα ένας ραψωδός των 24 γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου σε όλες του τις γεωγραφικές ελληνόφωνες εκδοχές. Ένας γλωσσοπλάστης της μη αθανασίας, του γλωσσικού τίποτα, των νεκρών λέξεων φτερουγισμάτων πάνω από το Χάος. Φαντάσματα ύπουλα, ερινύες του ψυχικού μας σύμπαντος οι λέξεις. Άοπλες ή οπλισμένες λέξεις, ανυπεράσπιστες, σε έναν αδιάκοπο πόλεμο (μεταξύ τους) για ποια αιτία, για να ζωγραφίσουν τις περιπέτειες μιάς Ζωής που δεν υπάρχει; Για να αποτυπώσουν τον ατομικό ηρωικό μου μηδενισμό; Την φλύαρη συνομιλία μου με έναν Θεό που δεν αναστήθηκε; Διακηρύξεις της Κρητικής σκέψης μου, της καταγωγής μου τολμήματα, άλματα και πεταρίσματα του Κρητικού Νου μου για ποιόν λόγο, για να χαρτογραφηθεί ο κόσμος των λέξεων πάνω στις λευκές σελίδες της Κρητικής γης; Έ και! Παγίδα φοβερή η γλώσσα, μας μπλέκει στα πλοκάμια μιάς ελπιδοφόρας φρενίτιδας της ζωής που ματαιοπονεί στο σήμερα. Στόχοι λέξεων και όχι ανθρώπων. Ηχεία μιάς σιωπής του σύμπαντος κόσμου.

    Τι κάθομαι και στα εξομολογούμαι τώρα όλα αυτά, ταλαίπωρε πειραιώτη, ενώ εσύ μέσα στον λήθαργο της περιπέτειας της υγείας σου συλλογίζεσαι αν η φαρμακευτική αγωγή θα σε κάνει γρηγορότερα να σταθείς στα πόδια σου, να μην ξανακυλήσεις, να παρατείνεις το μοιραίο που σε αναμένει. Σου κρατώ συντροφιά μέσα στο βουητό και τον καταρράχτη των λέξεων που ξεχειλίζουν από τα βιβλία μου, τα γραπτά μου, τα δημοσιεύματά μου, την αλληλογραφία μου, τις μεταφράσεις μου. Τι θυμούνται οι άνθρωποι από όλον αυτόν τον λεκτικό πανοραμικό της ζωής πίνακα, ελάχιστα τσιτάτα γραμμένα πάνω στον τάφο μου. Οι άνθρωποι με διαβάζουν για να με ξορκίσουν από την σκέψη τους. Το συγγραφικό Χρέος συντροφιάς στην αρρώστια σύντροφε, μελλοντικέ μου αναγνώστη, πάει περίπατο όταν το φάρμακο που βρίσκεται πάνω στο τραπέζι δεν υπάρχει ανθρώπινο χέρι να σου γεμίσει το ποτήρι με το νερό να το πιεις. Είσαι και εσύ ένας απότακτος της Ζωής που κυλά και χάνεται. Ανθρωπο-μπαίχτρα μάγισσα- μέδουσα η γλώσσα, «ταυροκοιτάζει» την λειψή ζωή μας μέσα στην αρένα των σελίδων των βιβλίων μου, έτοιμη να υψώσει τους καθρέφτες της. Άσοφο άθλημα η Ζωή να το θυμάσαι όταν συνέρθεις, μειονέκτημα της αναζήτησής μας για απόλυτη Ελευθερία. Για Δικαίωση, για Αθανασία, για γκρέμισμα των Ορίων.

Φεύγω τώρα, σε αφήνω να ηρεμήσεις, επιστρέφω στα χώματα της Κρητικής γης που λάτρεψα και υπηρέτησα, αφοσιώθηκα, στην σιωπή και την λαλιά των λέξεων που σύναξα, ύφανα και κατασκεύασα. Των λέξεων που εικονογραφούν τον τραγικό μηδενισμό του Ανθρωπίνου όντος. Την αλαλία του Λόγου, πριν σιγήσουν οι «άναρθρες» κραυγές των λέξεων των ανοιχτών σελίδων των βιβλίων μου, πού και εσύ, αρέσκεσαι να παπαγαλίζεις.

             Δικός σου,

Νίκος Καζαντζάκης ο Κρης.

      «Σηκώνω στο ακρογιάλι του καιρού και πλάθω και ξεπλάθω

με αμμούδα και νερό και μ’ αίματα τα ιστορικά του ανθρώπου’

πηδούν απ’ τα μελίγγια οι στοχασμοί, κι ως πέσουνε στο χώμα,

μεμιάς γυναίκες κι άντρες γίνουνται και γοργοζευγαρώνουν.

Σα μαγληνό ελεφαντοκόκαλο το πρόσωπο γυαλίζει

της γης μέσα στους  ήλιους, στις βροχές, κι αργά το κανακίζω,

σκυφτός, με τρυφεράδα αλάλητη, και κρουφοσυλλογούμαι:

Τι να σκαλίσουμε στο φίλντισι το αγαπημένο ετούτο;

Μαχαίρι της σφαγής, για μιά γαβάθα, για μιά χτένα

στα σκοτεινά μαλλιά της γυναικός στην άβυσσο να λάμπει;

Σάρκα γλυκιά πετιέται η δύναμη στα δέκα ακροδάχτύλια,

κι όπως αργοδιαλέγει ο βασιλιάς μες στα βαθιά περβόλια

σε ποιά γυναίκα απ’ τα χαρέμια του να ρίξει το μαντίλι,

τις πεθυμιές τηρώ κι ανακρατώ γλυκά τη δύναμή μου.

Πολλά βαριά ‘ναι απόψε η μοναξιά, πολλά ζεστό το αγέρι,

βαγκέστηκα να μένω μοναχός, λιγοθυμιά με παίρνει,

κι ο φοβερός αυτός γοργός χορός ξεζώνει τα μυαλό μου.

Λαχτάρησα να δω και να με δούν, ν’ αγγίξω, να με αγγίξουν,

σα νέου θεού χτυπούν τα σπλάχνα μου, λυπούμαι τους ανθρώπους.

Λυπούμαι τους, και στ’ άφτερα μυαλά φτερούγες θα καρφώσω,

θα ρίξω πιά τ’ ανόσια σύνορα που την ψυχή μαντρώνουν.

δεντρά, μεθύστε πιά και ρίχτε ανθούς, ρίχτε, κοράσια, στήθος,

κι εσείς, λεβέντες, ξεπουλιάσετε στο νου μεγάλες έγνοιες-

μιάν αστραπή η ζωή, κι απέραντος ο θάνατος, παιδιά μου!

Θωρώ τη γης, πολλά τη συμπονώ, δε θέλω να πεθάνει’

σκύβω, θωρώ του αντρούς, της γυναικός τα σπλάχνα και φωνάζω:

«Γιομώσετέ τα πίκρες και χαρές, ονείρατα και πράξεις,

ψηλά τον κόκκινο ήλιο ασκώσετε, το χαρταϊτό του νού μας,

κι ως πάνω ανάψετε της κεφαλής το μαγικό φανάρι!».

     Νίκος Καζαντζάκης, ΟΔΥΣΣΕΙΑ, εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1974. Ραψωδία Π, σελίδα 594.        

     Στο αφιέρωμα του περιοδικού «Η ΛΕΞΗ», εκτός από τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό συνεργάζονται:

-Νίκος Καζαντζάκης: Εννιά ανέκδοτες επιστολές στον Αιμίλιο Χουρμούζιο. Εισαγωγή Γιώργος Ανεμογιάννης.

-Άννα Άγγελου Σικελιανού, Αναμνήσεις από τον Καζαντζάκη στα χρόνια της κατοχής.

-Άγγελος Σικελιανός, «Η ψυχή μου συντροφεύει την ψυχή σου ακοίμητα». Τρείς επιστολές στον Νίκο Καζαντζάκη.

-Αλέξης Σολομός, Ο Θεατρικός Καζαντζάκης

-Μάριος Πλωρίτης, Αποχαιρετισμός. Τελευταία συνάντηση με τον Καζαντζάκη

-Μιχάλης Κακογιάννης, Η γνωριμία μου με τον Καζαντζάκη και ο «Αλέξης Ζορμπάς».

-Γιώργος Ανεμογιάννης, Μουσική στα έργα του Καζαντζάκη.

-Βασίλης Βασιλικός, Είκοσι παράγραφοι για τον Καζαντζάκη

-Χρήστος Α. Χωμενίδης, Η ζωή δεν μπορεί να αντιγράψει την τέχνη

-Γιάννης Μαρκόπουλος, Να κάμουμε την ύλη ζωή

-Θεόφιλος Δ. Φραγκόπουλος, Το ύψιστο στοίχημα. Σκέψεις πάνω στη γλώσσα του Ν. Καζαντζάκη

-Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, Εγγραφές Ημερολογίου

-Νίκος Α. Παπανδρέου, Ο Νίκος Καζαντζάκης αναφέρεται στον Γκρέκο.

-Ιωάννα Κωνσταντουλάκη- Χάντζου, Ο Καζαντζάκης και η Τέχνη

-Χριστόφορος Λιοντάκης, 5 Νοεμβρίου 1957

-Μανόλης Πρατικάκης, Μικρό σχόλιο στον Νίκο Καζαντζάκη

-Τάκης Θεοδωρόπουλος, Ν. Καζαντζάκης: Οι όροι της σκεπτόμενης αφήγησης

-Νίκος Κολοβός, Η γνώση των «Ορίων» ένα ανέκδοτο γράμμα του Ν. Καζαντζάκη

-Άρης Σφακιανάκης, Στη σκιά του τάφου

-Ιωάννα Ζερβού, Ν. Καζαντζάκης. Τόσο μακριά, τόσο κοντά μας.

-Γιώργος Ξενάριος, «Αναφορά στον Γκρέκο»: Η μεταφυσική ως φυσική

-Τάσος Καλούτσας, Ριζιμιό λιθάρι

-Γιώργης Μανουσάκης, Ο Καζαντζάκης των χαμηλών τόνων.

--

-Ρούλα Κακλαμανάκη, Ο Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΕΙ ΓΙΑ ΜΑΣ.

     Είναι αρκετά τα σημειώματα για έργα του Νίκου Καζαντζάκη που έχω γράψει και αναρτήσει στην ιστοσελίδα μου, από το θεατρικό του έργο «Ιουλιανός»- που πρωτοδημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα του περιοδικού «Οδός Πανός, έως το «Λεξιλόγιο της Οδύσσειας» 12/8/2017. Και από τις απόψεις του πειραιώτη αρνητή του έπους της Καζαντζακικής «Οδύσσειας», τον Βασίλειο Λαούρδα 8/8/2017, έως τα σκόρπια διάφορα δημοσιεύματα για την κινηματογραφική ταινία «Ο Τελευταίος Πειρασμός» 18/7/2018, 19/8/2018, 10/12/2017 και σε άλλες ημερομηνίες. Μην παραβλέποντας τα δημοσιευμένα κείμενα για την προσφορά και την αξία, την εργασιομανία και ελληνομανία, ενός δασκάλου της ποίησης, του ελληνοαμερικανού Κίμωνα Φράιερ που συνέδεσε την συγγραφική διαδρομή του από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Σίγουρα, δεν έχω ασχοληθεί με την επιμονή και συστηματικότητα πάνω στην «Οδύσσεια» όπως ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Κίμων Φράιερ, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, η ο αργεντινός καθηγητής Miguel Castillo Didier, και αρκετοί άλλοι σύγχρονοι έλληνες και ξένοι μελετητές του Καζαντζάκη. Η εργογραφία και η σύνταξη της χειμαρρώδους ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης Βιβλιογραφίας (συμβολής) που συνέταξαν η καθηγήτρια και θεατρολόγος Κυριακή Πετράκου και ο Θανάσης Αγάθος από την μία και ο τόμος που κυκλοφόρησαν ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης και η Παναγιώτα Μ. Χατζηγεωργίου. "Βιβλιογραφία για τον Ν. Καζαντζάκη (1906- 2012) εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2018, έρχονται να καλύψουν τα εύλογα κενά της πρώτης Καζαντζακικής Βιβλιογραφίας από τον χαλκέντερο Γιώργο Κατσίμπαλη. Η λεωφόρος πάνω στην ελληνική και διεθνή Καζαντζακική βιβλιογραφία ενδέχεται σε ένα μέρος της να είναι ακόμα απάτητη. Εξακολουθώ όμως, να ξεφυλλίζω την «Οδύσσεια», να χάνομαι μέσα στους δεκαεπτασύλλαβους στίχους της, να «πνίγομαι» μέσα στον καταρράχτη των λέξεών της, να πυργώνομαι από τις χιλιάδες προτάσεις της, να θαμπώνεται η όρασή μου από τις φωσφορίζουσες εικόνες της, να αφουγκράζομαι το ποδοβολητό της ρυθμολογίας της και των ξέφρενων μελωδιών της. Να στέκομαι στους παράξενους στοχασμούς ενός έλληνα συγγραφέα, παραγνωρισμένου ή «αποτυχημένου» προφήτη, αθλοφόρου του Ελληνισμού. Ενός συγγραφέα της ράτσας και της φυλής μου, που, μελετώντας τα εκκλησιαστικά κείμενα, και ιδιαίτερα την «Εν Χριστώ Ζωή μου» του Νικόλαου Καβάσιλα προσπάθησε να δώσει σύγχρονη φωνή και σημασιολογική αξία και παρουσία στον χριστιανικό μύθο. Να αναβιώσει την ιερή χριστιανική τελετουργική σκηνογραφία με νέους, της εποχής του ηθικούς και κοινωνιολογικούς θρησκευτικούς, μεταφυσικούς όρους. Πέρα από τον προβληματισμό μας όμως πάνω στο ανοιχτό ερώτημα αν ο Κρητικός πίστευε ή όχι και σε πιο βαθμό, ένα άλλο ερώτημα οφείλουμε να θέσουμε. Γιατί ο Νίκος Καζαντζάκης σαν συγγραφέας δεν ασχολήθηκε με τον αρχαίο Θεό Διόνυσο, ή τον Άδωνη της αρχαιοελληνικής εποχής και παράδοσης και επέλεξε να επαναβαπτίσει ή αναβαπτίσει τον ιερό θεϊκό ιδεότυπο της χριστιανικής παράδοσης και ζωής, τον Χριστό. Και, τι στοιχεία προβάλλει πάνω στον χαρακτήρα και την ταυτότητα του Νέου Οδυσσέα;

      Σώπα λαβωμένη καρδιά μου, μη πικραίνεσαι μέσα στην μοναξιά σου, εξημερωμένη «τίγρισσα καρδιά», «μα βάστα, μη φωνάζεις!» μέσα στην ερημιά σου. Η «ξεγελάστρα ζωή» θα ξαναμυρίσει και θα ανθίσει...

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 8/4/2024    

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΤΕΤΡΑΔΙΟΥ "ΕΥΘΥΝΗΣ" ΣΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΆΚΗ

      ΘΕΩΡΗΣΗ  ΤΟΥ  ΝΙΚΟΥ  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΕΙΚΟΣΙ  ΧΡΟΝΙΑ  ΑΠΟ  ΤΟ  ΘΑΝΑΤΟ  ΤΟΥ

ΤΕΤΡΑΔΙΑ  ΕΥΘΥΝΗΣ  ΝΟΥΜΕΡΟ 3/10, 1977, σελ. 200

                ΑΝΑΓΚΗ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ

     Στο πρώτο τέταρτο μας άρχισε να ορθώνεται μεστωμένη η μεγάλη προσωπικότητα του Νίκου Καζαντζάκη. Στο δεύτερο τέταρτο του αιώνα μας, η προσωπικότητα αυτή έδειξε ολάκερο τον απαρομοίαστο πνευματικό της δυναμισμό και με ασίγαστο δημιουργικό οίστρο, με αυστηρότητα και θαυμαστή πειθαρχία πνεύματος και σώματος, ύψωσε ένα πολύμορφο, επιβλητικό έργο πού προκάλεσε-όπως όλων των μεγάλων πνευματικών μορφών τα έργα-ένθερμο έπαινο και ψόγο.

     Τώρα, ένα σχεδόν τέταρτο αιώνα μετά τον θάνατό του, προβάλλει για τις γρηγορούσες συνειδήσεις που μ’ αγωνία εφορεύουν τον πνευματικό πολιτισμό του τόπου αυτού, η ανάγκη μιάς νέας θεώρησης του προσώπου και του έργου του Καζαντζάκη.

     Η απόσταση είκοσι χρόνων είναι μιά απόσταση πού δικαιολογεί όχι μονάχα νέους διαλογισμούς κι αναθεωρήσεις απόψεων, αλλά και μιά νέα μελέτη ενός μεγάλου έργου- προίκας ατίμητης του νεοελληνισμού,-κάτω από το φώς των δραματικών δεδομένων της κρίσιμης αυτής ώρας που περνά η οικουμένη.

     Αυτό το χρέος έρχεται να πληρώσει η «Ευθύνη» με τον τόμο αυτό, το τρίτο στη σειρά «Τετράδιό» της.

                                Η «ΕΥΘΥΝΗ»

-Φ. Κ. ΒΩΡΟΣ, 99-108, Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  ΣΤΗ  ΜΕΣΗ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

-ΜΗΝΑΣ  ΔΗΜΑΚΗΣ, 57-60, Η  ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ  ΤΟΥ  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

-ΓΙΩΡΓΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ, 109-114, «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ»  Ένα μυθιστόρημα βιωματικής ύλης.

-ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, 118-153, ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ «ΚΑΠΕΤΑΝ  ΜΙΧΑΛΗ»  ΜΙΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΙΚΗ  ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ  ΚΛΙΜΑΚΑ

-ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Ι. ΜΑΡΑΘΕΥΤΗΣ, 67-77, ΟΙ  ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ  ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

-ΜΙΧΑΛΗΣ  Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, 61-66,  ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ «ΖΟΡΜΠΑ»  (Η φιλοσοφική ηθογραφία του Καζαντζάκη)

-ΑΛΕΞΗΣ  ΜΙΝΩΤΗΣ, 53-55,  ΝΙΚΟΣ  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

-ΚΩΣΤΑΣ  ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, 87-98, ΑΝΑΒΑΣΗ, ΤΟ  ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ  ΣΤΗΝ «ΑΝΑΦΟΡΑ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

-Ι. Μ.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, 46-52,  ΤΟ  «ΑΝΩΜΑΛΟ  ΡΗΜΑ»

-Κ. Ν.  ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, 78-86, Ο  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΕΙΑ  (Σχεδίασμα)

-ΠΑΝΤΕΛΗΣ  ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, 9-45,  Ο  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Βίος και Έργα. Επιμνημόσυνος λόγος για τα εικοσάχρονα από το θάνατό του. Εκφωνήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1977 στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στο Ηράκλειο της Κρήτης

-ΤΑΚΗΣ  ΤΖΑΜΑΛΙΚΟΣ, 154-161, Ο  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΕΝΟΣ ΗΡΩΙΣΜΟΥ

-ΚΩΣΤΑΣ Ε.  ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 162-179,  ΝΕΑ  ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ  «ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ»

-ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΦΩΤΕΑΣ, 115-117, Η ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΘΕΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

-ΔΕΚΑ  ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ  ΤΟΥ  ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ  ΣΤΟΝ  ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟ, 180-192

-Κ. Ε. Τ., 193-195, ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ  ΓΙΑ  ΤΙΣ  ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

-Η ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, 196

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  Μικρές παραλήψεις. Το ονοματεπώνυμο του καθηγητή Μιχάλη Γ. Μερακλή, συνεργάτη των «Τετραδίων Ευθύνης», ο οποίος συμμετέχει με κείμενό του στο αφιέρωμα για τον Νίκο Καζαντζάκη, σελίδες 61-66, το συναντάμε κανονικά στα Περιεχόμενα της τελευταίας σελίδας 197. Δεν αναφέρεται το ονοματεπώνυμο στο εξώφυλλο του τόμου μαζί με των άλλων συνεργατών καθώς και στην μέσα σελίδα 5, που δημοσιεύται εκ νέου η «ταυτότητα» του «Τετραδίου». Επίσης, σε ορισμένα ονοματεπώνυμα συνεργατών, ορισμένες φορές αναφέρεται και το πατρώνυμο του συγγραφέα, ενώ, στο τέλος του άρθρου του απουσιάζει. Και, απουσιάζει το όνομα του Φ. Κ. Βώρου στο τέλος του άρθρου του, καθώς και το όνομα του Κωνσταντίνου Τσάτσου…….

ΥΓ. 1. Αγωνιζόμενος να συνέλθω από ένα καρδιακό ξαφνικό επεισόδιο, μία λοίμωξη των πνευμόνων, συλλογίζομαι αν έχουν σημασία όλα αυτά που γράφονται και δημοσιεύονται για την Ποίηση, την Πεζογραφία, το Δοκίμιο, οι Κριτικές κλπ. Αν η σημερινή συγγραφική παραγωγή έχει να δώσει και να δηλώσει τίποτα στους σύγχρονους αναγνώστες πέρα από την διεκπεραίωση των νέων εκδοτικών παραγωγών ή την  φιλική κριτική γραφή σε φιλικά μας πρόσωπα, ή σε συγγραφείς που ανήκουν στην ίδια λογοτεχνική ομάδα ή λογοτεχνικό σωματείο με εμάς, ή εκδίδουμε και είμαστε συνεργάτες στον ίδιο εκδοτικό οίκο ή περιοδικό. Το ξαφνικό της υγείας μου επεισόδιο, με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν μπορεί να έχεις εμπιστοσύνη πουθενά και σε κανέναν πλέον, για την όποια υποτυπώδη βοήθεια και πρόνοια, όταν μάλιστα, την κρατική σου ασφάλεια την έχεις χρυσοπληρώσει τα εργασιακά σου χρόνια. Αν έχεις χρήματα ζεις αν δεν έχεις πεθαίνεις. Τουλάχιστον, αυτή είναι η πραγματικότητα στους χώρους υγείας στην χώρα μας, στις μέρες μας. Και η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν είναι μόνο για τα άτομα που αρνούνται ή δεν μπορούν να σε βοηθήσουν σε δύσκολες στιγμές, περιλαμβάνει και αυτό που αποκαλούν οι εκλεγμένοι πολιτικοί μας αστική δημοκρατία και στους θεσμούς της. Μια ακατανόητη βουλευτική και κυβερνητική συμπεριφορά που βολεύει, και «εξυπηρετεί» μόνο το σύστημα όπως αυτοί το πρεσβεύουν, το εκπροσωπούν και το δικαιολογούν με το επιχείρημα ότι με ψήφισαν οι πολίτες. Αναφέρομαι σε όλα τα κόμματα διαπαραταξιακά. Δεν πιστεύεις στην δημοκρατία τους πλέον ούτε σε αυτήν που «προπαγανδίζουν» τα σόσιαλ μίντια, ακούγοντάς τους μέσα στην ιλουστρασιόν εικόνα προβολή τους. Όταν δεν έχεις ένα χέρι να σου δώσει τουλάχιστον το φάρμακο που χρειάζεσαι, τότε η δημοκρατία και η λογοτεχνία και οι εκπρόσωποί τους πάνε περίπατο. Ποια συγγραφική ή θρησκευτική, αθανασία να κερδίσεις όταν χάνεις την εδώ ζωή τόσο άδικα και τραγικά,  μοναχικά και αδιέξοδα. Η από λογοτεχνικού άμβωνα πολιτικές κοκορομαχίες και των τηλεοπτικών πάνελ, η περί δικαίου αίσθημα και ασφάλεια του πολίτη, ημεδαπού ή αλλοδαπού, για κράτος δικαίου και…. η σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα σου δείχνει πόσο κούφια λόγια είναι και προπάντων ανέξοδες φαιδρές υποσχέσεις. Που, ποτέ, δεν τηρούνται και πάντα επαναλαμβάνονται με έμφαση. Δεν στοιχίζουν τίποτα όλα αυτά τα λόγια, γιαυτό λέγονται με μεγάλη ευκολία και σε όλες τους τις εκδοχές στον δημόσιο λόγο.

ΥΓ.2.  Θέλοντας να ξεφύγω από την δική μου περιπέτεια υγείας, με την μάσκα οξυγόνου παρακολούθησα το κανάλι της Βουλής και την συζήτηση για τα Τέμπη. Ένιωσα μεγάλη πίκρα και αγανάκτηση, να βλέπω και να ακούω τους πολιτικούς δεκάρικους από τα έδρανα της Βουλής, και μόλις τέλειωναν τις ομιλίες τους οι Βουλευτές και Βουλευτίνες- από όλα τα κόμματα- χασκογελώντας περνούσαν από τα υπουργικά έδρανα ή των αρχηγών των κομμάτων τους και των συναδέλφων τους, και μην κρατώντας ούτε καν τα προσχήματα της δημόσιας εικόνας τους χασκογελούσαν και κορόιδευαν τους πολιτικούς αντιπάλους. Ότι εκείνοι και εκείνες αγόρευσαν καλύτερα. Σας ρούμπωσα θα λέγανε τα παιδάκια. Αν αυτό λέγεται ελληνική δημοκρατία, τότε κρατήστε την για τους πολιτικούς και κομματικούς κύκλους σας και τις κομματικές αυλές σας. Κάνετε ότι περνά από το χέρι σας για να μην σας πιστεύουμε, ακόμα και αν το θέλαμε. Το ίδιο ισχύει και για την πρώτη γυναίκα πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας. Κρίμα και πίκρα νιώθεις, αναλογιζόμενοι ότι οι έλληνες και ελληνίδες της γενιάς μου, γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν μέσα σε ένα στρατιωτικό δικτατορικό καθεστώς και θα φύγουμε σε μία πολιτική δημοκρατία άρρωστη, ανάλγητη και εχθρική απέναντι στους σημερινούς έλληνες και ελληνίδες.

ΥΓ. Βία, βία, βία εναντίων όλων ανεξέλεγκτη και ασταμάτητη. Ιδιαίτερα από μικρότερης ηλικίας άτομα. Θλίψη αισθάνεσαι για την κοπέλα που δολοφονήθηκε από τον πρώην σύντροφό της. Αν έτσι οι νεοέλληνες άντρες δηλώνουν το αντριλίκι τους τότε κάτι είναι σάπιο.

Τέλος, γνωρίζοντας ότι δεν ανήκω ούτε σε καμία λογοτεχνική αυλή, ούτε σε πρώτες, δεύτερες, τρίτες, τέταρτες….. γραμμές της ελληνικής λογοτεχνίας, θα ήθελα να διατυπώσω μία ιδέα στους μεγάλους και τρανούς της ελληνικής διανόησης και του πολιτισμού. Τους βραβευμένους και πολυδιαφημιζόμενους. Βρισκόμενος στο κρεβάτι, μόνος, σκέφτηκα την περίπτωση της ηθοποιού κυρίας Άννας Φόνσου η οποία δημιούργησε το Σπίτι του Ηθοποιού. Μήπως θα πρέπει να σκεφτούν σοβαρά οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής της τέχνης, της λογοτεχνίας, της ποίησης, της κριτικής, των διαφόρων λογοτεχνικών σωματείων και εταιρειών να δημιουργήσουν μία Στέγη, ένα Οίκημα, όχι για να μαζεύονται οι λογοτέχνες για να διαβάσουν ή μεταφράσουν τα κείμενά τους, αλλά για τους μοναχικούς και χωρίς οικογένεια συγγραφείς;  Άντρες και Γυναίκες που η μοίρα τους έφερε μπροστά στα σημερινά κοινωνικά αδιέξοδα;. Δίχως λογοτεχνικούς αποκλεισμούς και συγγραφικές αξιολογήσεις. Μια, που ίσως θα συμφωνήσουμε, δεν θα σηκωθεί ο Όμηρος ή ο Καβάφης, ο Ελύτης ή ο Σολωμός… να σου δώσει ένα ποτήρι νερό ή να σου αγοράσει ένα φάρμακο που έχεις ανάγκη. Καλή η Ημέρα της Ποίησης αλλά μήπως ένα σπίτι για τους μοναχικούς και φτωχούς συγγραφείς είναι πολύ πιό απαραίτητο; Έναν οίκο ευγηρίας για τους λογοτέχνες;

Άραγε, ακούει κανείς; Στο κρεβάτι της αρρώστιας ο Νίκος Καζαντζάκης μου κρατά συντροφιά έστω, και ως ψευδαίσθηση παρηγοριάς και μάταιης ανθρώπινης ελπιδοφορίας. Όσο για τους αγαπητούς φιλόζωους, έ! καλό είναι το ενδιαφέρον να μην εστιάζεται μόνο στα τετράποδα αγαπημένα ζωάκια αλλά,  και στα δίποδα .

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024   

 

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΝΩΣΟΥ

 

       Ο  Δ Ρ Ο Μ Ο Σ  Τ Η Σ   Κ Ν Ω Σ Ο Υ

ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΪΕΡ

Περιοδικό Νέα Εστία έτος ΚΘ΄, τ.57ος, τχ.662/ 1-2-1955, σελ. 182-185.

       Όταν για πρώτη φορά, πέρασα με το βαπόρι τα ελληνικά νησιά του Σαρωνικού και μπήκα στο λιμάνι του Πειραιά, με ξάφνιασε η διαφάνεια του αγέρα, η γαλάζια λαμπράδα της θάλασσας και τ’ ουρανού κ’ η έλλειψη βάθους και προοπτικής: τα μακρινά και τα κοντινά βρίσκουνταν στο ίδιο στρωτό επίπεδο διαύγειας και λαγαράδας. Σώριασα με βιάση τις αποσκευές μου στο αυτοκίνητο’ πέρασαν κάπου δέκα λεπτά αφότου κίνησα από τον Πειραιά για την Αθήνα, πρίν καταλάβω πως ο ναός που μετεωρίζουνταν επιπλέοντας απάνω από το άστυ του και που αφηρημένος τον κοίταζα τώρα και λίγη ώρα τίποτα άλλο δεν είταν παρά η Ακρόπολη κι ο φοβερός Παρθενώνας. Τα μάτια μου καρφώθηκαν απάνω της μιά στιγμή μα ευτύς τα γύρισα πέρα γρήγορα, ως εάν έβλεπα το απολιθωτικό κεφάλι της Μέδουσας’ γιατί αλήθεια μου είταν ακατανόητο πώς μπορούσα να κοιτάξω έτσι τυχαία την ανώτατη κορυφή της λατρευτικής πορείας, πού τόσο καιρό και με τόση προσοχή είχα προετοιμάσει. Κι αληθινά, σε όλη την υπερωκεάνεια διαδρομή μου από την Αμερική στη Μεσόγειο συχνά έλεγα στον εαυτό μου πως το ταξίδι μου στην Ελλάδα σκοπόν είχε, πρίν απ’ όλα, να εξερευνήσω μιά νέα και όχι αρχαία κληρονομιά, γιατί γεννήθηκα σ’ ένα ελληνικό νησί στη θάλασσα του Μαρμαρά, ανάμεσα στη Μαύρη θάλασσα και στο Αιγαίο πέλαγο.

      Οι πολεοδομικοί νόμοι της Αθήνας απαγορεύουν να υψώνεται ένα χτίριο τόσο που να εμποδίζει τη θέα της Ακρόπολης’ γι’ αυτό ο Παρθενώνας ασκόνεται απάνω από κάθε στέγη της Αθήνας και διανέβει ολούθε σαν ένα προειδοποιητικό φάντασμα. Περιδιαβάζοντας απάνω κάτω την Αθήνα, απέφυγα με προσοχή να σηκώσω τα μάτια μου για να μην αντικρίσω το βαρύ αυτό φορτίο του περασμένου καιρού, που έχει καταπλακώσει την ελληνική φαντασία, όπως το έργο του Σαιξπήρου τη δημιουργική δύναμη των Άγγλων. Καταλαβαίνω γιατί μερικοί από τους νεότερους Έλληνες ποιητές συχνά είχαν επιθυμήσει η μπαρουταποθήκη που είχε ανατιναχτεί όταν ο Παρθενώνας τη φιλοξενούσε στα χρόνια της τούρκικης κατοχής, νάχε κάμει μαρμαρένια στάχτη κάθε συντρίμμι που μέλλονταν να καταντήσει στη νέα Ελλάδα βραχνάς. Κάπου-κάπου θάθελα να σηκώσω τα μάτια μου, σα να μπορούσα, με αδειανή κι αδιάφορη ματιά, να κάμω το μαυλιστικό αυτό φίδι να κατεβάσει τα μάτια του. Θαρρώ όλοι εμείς θα νοιώθουμε παρόμοια παράλυση μπροστά σε έργα τέχνης, που πολύν καιρό τα μελετήσαμε μα ποτέ μας δεν τα είδαμε και τα δεχόμαστε μπιστεβόμενοι στην πίστη των άλλων. Και σ’ ένα κόσμο τόσο γεμάτο απογοήτεψη και κρυμμένη ασκήμια, ένιωθα κ’ εγώ τη σοφιστικήν αντίδραση του νεώτερου ανθρώπου για έργα πανθομολογούμενης ομορφιάς.

      Αργά ένα απόγευμα, μιά ώρα περίπου πρίν βασιλέψει ο ήλιος, στοχάστηκα πώς θα μπορούσα να τραβήξω κατά τον Παρθενώνα και χαμογέλασα ειρωνικά στον εαυτό μου που διάλεξα, με υπερβολική τάχατε αφροντισιά, την πιο κατάλληλη ώρα. Πέρασα μπροστά από το ναό του Ολυμπίου Διός, περπάτησα όχτο τον όχτο στον Ιλισό, όπου ο Σωκράτης κι ο Πλάτων περπατούσαν ήσυχα με τους μαθητές τους, πέρασα κάτω από την Πύλη του Αδριανού, που μιά φορά χώριζε τις ελληνικές από τις ρωμαϊκές συνοικίες της παλιάς Αθήνας, προσδιάβηκα ξυστά από το θέατρο του Διονύσου, όπου, σε άλλους καιρούς, χορεύτηκαν και τραγουδήθηκαν τα έργα των μεγάλων ελλήνων δραματικών. Πιό πέρα πέρασα από το Ωδείο του ρωμαίου Μαικήνα και ευεργέτη της Αθήνας, του Ηρώδη του Αττικού, όπου σήμερα οι αρχαίες τραγωδίες ξαναζωντανεύουν κάτω από τον ήσκιο του Παρθενώνα και δίνονται συμφωνικές συναυλίες κάτω από το φεγγαρόφωτο, ανάμεσα στα ερείπια. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά, μά απέδοκα την ταραχή τούτη στην απότομη ανηφοριά.

      Στην είσοδο της Ακρόπολης σήκωσα μιά στιγμή τα μάτια στο μικρό ναό της Απτέρου Νίκης, στο μαρμαρένιο της ακρωτήρι και τα χαμήλωσα εφτύς στις οριζόντιες αυλακές του πέτρινου μονοπατιού που ακολουθούσα. Περνάει το μονοπάτι τούτο από τα Προπύλαια, το μεγαλόπρεπο πρόναο της καθαυτό Ακρόπολης, απ’ όπου δυό χιλιάδες χρόνια πρίν από μένα, περνούσαν τ’ άλογα και τ’ αμάξια, οι νεαροί πολεμιστές κ’ οι παρθένες της πομπής των Παναθηναίων, μιά φορά το χρόνο, μεσοκαλόκαιρα, κουβαλώντας σ’ ένα μεγάλο καράβι που αρμένιζε απάνω σε τροχούς, τον ιερό  πέπλο για την παρθένα θεά, την Αθηνά. Τ’ αυλάκια που χάραξαν τ’ αρχαία αυτά αμάξια διακρίνουνται ακόμα απάνω στην πέτρα.

     Πίσω μου, δυτικά, πέρα από την πόλη της Αθήνας και το θαλάσσιο προάστιο του Φαλήρου, το νησί της Σαλαμίνας απλώνουνταν σ’ ένα γαλαζόχρυσο δειλινό, κάτω από τις λοξές αχτίδες του ήλιου που βασίλευε και πίσω, πιοπέρα, το κωνικό βουνό της Αίγινας κι ακόμα πιοπέρα το νησί του Πόρου, όπου, χωρίς να το ξέρω καθόλου τότε, μου μέλλουνταν να ζήσω περίπου τρία χρόνια. Ο Παρθενώνας τώρα υψώνονταν αποπάνω μου γαλήνιος και χρυσομένος από τις στερνές ηλιαχτίδες κ’ έτρεμε το φώς απάνω του και πίσω του ο βαθυγάλαζος ουρανός της Αττικής κι ο μελόχαρος Υμηττός, τυλιγμένος τώρα σε αστραφτερή πορφυρομενεξελιά λάμψη. Τα χρώματα σκούραιναν και βάθαιναν στο αργόπορο μούχρωμα που ακολουθάει το βασίλεμα του ήλιου, όμοιο θαρρείς όχι μονάχα με τη μετάλαμψη που ρίχνει το φώς παρά και με τη μετάλαμψη του πολιτισμού. Εδώ πιά κάθε αμφιβολία καταντούσε αδύνατη, αδύνατο το κάθε ερώτημα’ έπρεπε να παραδοθείς, όπως παραδίνεσαι κ’ υποτάζεσαι στην πίστη. Όταν άπλωσα το χέρι και με τ’ ακροδάχτυλά μου άγγιζα μιά κολόνα, που άρχισε να τη σκεπάζει το σκοτάδι, ένοιωσα την απότομη αντίσταση της πραγματικότητας, τη σκληρή συναίσθηση πώς ο Παρθενώνας χτίστηκε με τόνους μάρμαρο, ολότελα έξω και πέρα από τα σύνορα του νου μου. Όταν διάβηκα μέσα στον ίσκιο, πέρα από τη διπλή σειρά τις κολόνες, και μπήκα στο εσώτερο ιερό, περνώντας όλο το μάκρος του ναού, και στάθηκα αντίκρυ στην ανατολή, ένοιωσα, σε μιά από τις βαθύτερες συγκινήσεις που είχα ως τώρα δοκιμάσει, πώς είχα πραγματικά προχωρήσει διαμέσου του Παρθενώνα και πέρα από τον Παρθενώνα, τον είχα αφήσει πίσω μου και δε βρίσκουνταν πιά στα απέραντα βασίλεια της φαντασίας. Στο νου μου δεν είχε πιά μήτε πλάτος μήτε μάκρος μήτε πνοή, γιατί κοίτουνταν μπαλσαμωμένος πέρα από τα δεσμά του τόπου και του χρόνου. Μα σε λίγες τώρα στιγμές είχα πατήσει και ξεπεράσει κι αφήσει πίσω μου, ό,τι πρίν υπήρχε στην αδιάστατη φαντασία. Ένοιωσα, σε καθόλου όμως ρομαντική έκταση παρά γαλήνια, με σιγουράδα και σαφήνεια, όχι μονάχα την καταστροφή του ονείρου, παρά ακόμα τη μεγαλύτερη δόξα της πραγματικότητας και δέχτηκα, όπως ο καθένας στην Ελλάδα πρέπει να το μάθει, τή διάβρωση είτε ενός βουνού είτε ενός ναού, με την ίδια αδιαφορία της φύσης. Αληθινά, η ζωή είναι λιγόχρονη μα η τέχνη είναι λίγο πιό μακρόχρονη. Σάμπως σε μεσόφωτο, ανάμεσα νύχτας και μέρας, πέρασα, για μιά στιγμή, πέρα από το εξωτερικό κατώφλι του απέραντου ονείρου, πατώντας απάνω στα χαλίκια και τις πέτρες και τις σκλήθρες του μαρμάρου που στρώνονταν απάνω στην Ακρόπολη’ και κατάλαβα, όπως η παραμονή μου στην Ελλάδα αργότερα μου το επιβεβαίωσε, πώς να ζεις στην Ελλάδα σήμερα, όπως και στους αρχαίους καιρούς, είναι σα να ζεις στη φαντασία της πραγματικότητας, σε μαρμαρένιο και χειροπιαστό όνειρο. Εδώ παραδέχονταν τον παμφάγο χρόνο που σαρώνει και σάρκες και μάρμαρα και συνάμα δέχονταν πώς η αιωνιότητα πλάθεται στο νου του ανθρώπου, όσο ο νους αυτός ζει και τη δημιουργεί. Εδώ υπήρχε υψηλή κι’ ευγενική επιβολή του ανθρώπου καμωμένη κι από τα όριά του κι ακόμα κι από την απεριόριστη δημιουργικότητά του- γλυκόπικρη σύνθεση της τραγικής και τροποποιήσιμης πραγματικότητας.

     Ύστερα από λίγους μήνες ταξίδευα με βαπόρια στα νησιά του Αιγαίου, Σύρα, Τήνο και Μύκονο κι από κει με μπενζίνα στη Δήλο, όπου γεννήθηκε ο Απόλλων κι όπου, κατά την αρχαιότητα κανένας δεν επιτρέπουνταν να γεννηθεί ή να πεθάνει. Όσες γυναίκες είταν ετοιμόγεννες κι όσοι είταν ετοιμοθάνατοι, τους περνούσαν κουπολατώντας σ’ ένα γειτονικό νησάκι κ’ έτσι μπόρεσε να δημιουργηθεί ένα νησί αθανασίας. Έπειτα από δέκα μέρες, στο ηφαιστειογένητο νησί της Σαντορίνης, πιό πυργωτό και πιό δραματικό από το Κάπρι, τράβηξα τέλος κι άραξα στο λιμάνι του Ηρακλείου, στην Κρήτη, κοντά στ’ αρχαία παλάτια της Κνωσού κ’ ευτύς άρχισε το προσκύνημά μου στα παλάτια ετούτα με τους πολύπλοκους δαιδαλικούς διαδρόμους.

     Οδεύοντας για την Κνωσό σταμάτησα σ’ ένα νεκροταφείο, που οι γερμανοί το είχαν συγυρίσει για τους αλεξιπτωτιστές τους, που στην αρχή του θέρους 1941 έπεσαν απάνω στην Κρήτη, σα φαρμακερά μανιτάρια. Στο λόφο, όπου κάτωθέ του απλώνεται το Ηράκλειο, η θάλασσα, η στενή συμμετρικά συγυρισμένη λουρίδα της είχε ρημάξει’ μονάχα ξεραμένα κοτσάνια και μωβ λουλούδια από αγκάθια στόλιζαν τα μονοπάτια από μαλτεζόπλακες και το χαμηλό τοιχάκι του φράχτη. Απάνω από κάθε τάφο είταν καρφωμένος ένας απλός ξύλινος σταυρός κι απάνω του με δυσκολία μπορούσα ν’  αναγνωρίσω τα μισοσβυμένα ονόματα ενός Χάνς κ’ ενός Φρίτς ή τις ημερομηνίες της γέννησης και του θανάτου τους: έφηβοι 16 ή 17 χρονών που πέταξαν σαν Ερμείς από τους ουρανούς απάνω σε γοργές φτερούγες, κεντημένοι, όπως οι περισσότεροι νέοι, από τη σπιρουνιά της πατρίδας και της δικαιοσύνης, μαντατοφόροι μιάς ιδεολογίας που την έφεραν ψεύτικοι θεοί. Ως βάδιζα απάνω στα γερμανικά πρόσωπα της πεθαμένης νιότης, δεν μπορούσα να νοιώσω μίσος παρά μονάχα θλίψη πικρή, που νέοι άντρες, σε όλο τον κόσμο, βγαίνουν να πολεμήσουν, για ιδανικά που τους φάνταζαν η μοναδική αγνή ελπίδα της αναγέννησης του κόσμου. Στην κορφή του νεκροταφείου υψώνονταν ένα μνημείο από ντόπια κρητικιά πέτρα, που στορούσε σε ανάγλυφο ένα αητό που χιμούσε κρατώντας στέφανο δάφνη στα νύχια του κι αποκάτω με γοτθικά γράμματα μπόρεσα με δυσκολία να συλλαβίσω πώς μονάχα η δόξα μπορούσε να χαρίσει σ’ ένα πεθαμένο ήρωα αιώνια ζωή. Και στράφηκα πάλι στους ξύλινους σταυρούς απάνω από τους τάφους, όπου το ξάσπρισμα από τον ήλιο και το μούσκεμα της βροχής φανέρωναν πως οι σταυροί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές για πλήθιους ενταφιασμούς κι αχνό το ένα όνομα διακρίνονταν από το άλλο.

       Ως πήρα πάλι θλιμμένος το δρόμο κατά την Κνωσό, σταμάτησα έναν Κρητικό χωριάτη να τον ρωτήσω και να μάθω γιατί τα τοιχιά και τα μνημεία του νεκροταφείου δεν τα γκρέμισαν, να πάρουν τις πέτρες και με αυτές να ξαναχτίσουν τα βομβαρδισμένα και γκρεμισμένα τους σπίτια. Με κοίταξε με κρύο μάτι και μου ‘πε:

         -Δεν είμαστε βάρβαροι!

     Η βαθειά εντύπωση που ο λόγος ετούτος μου προξένησε δεν ελαττώθηκε, πήρε απλώς ειρωνικό βάθος όταν, ξαναγυρίζοντας ύστερα από λίγα χρόνια στο ίδιο νεκροταφείο, βρήκα τις μαλτεζόπλακες που σκέπαζαν τα μονοπάτια αναποδογυρισμένες και τους τοίχους διαγουμισμένους από τις πελεκητές πέτρες τους. Μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στα ιδανικά και στις ανάγκες του ανθρώπου.

     Λίγο πιοπέρα στο δρόμο της Κνωσού, βρίσκεται ένα νέο ελληνικό νεκροταφείο’ την ώρα που έμπαινα μιά κηδεία δρασκέλιζε το κατώφλι του. Παρατήρησα, σα να περίμενα νάχει τούτο κάποια συμβολική σημασία, πού δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς όλοι που μοιρολογούνταν είταν άντρες ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι, ντυμένοι με σκούρα εργατικά ρούχα. Το φέρετρο, καμωμένο από χοντρό καρτόνι με ξύλινο σκελετό, το τραβούσε ένα γαϊδουράκι σε δίτροχο κάρο. Μέσα στο φέρετρο κοίτονταν ένα νέο παλικάρι 26 χρονών περίπου, με το σώμα σκεπασμένο με λουλούδια, από τους αστραγάλους ως το λαιμό, τα δάχτυλά του στρουφιχτά και συσπασμένα, τα χείλια του ανασηκωμένα σα σκύλου που ουρλιάζει. Απάνω στο αναιμικό του μέτωπο, που κανένα φκιασίδι δεν τόχε εξωραΐσει, (γιατί οι Αμερικανοί κάνουν κούκλες τους νεκρούς), είχαν βάλει ένα στεφάνι ασπροκέρινα λουλούδια, σαν τα στεφάνια που χρησιμοποιούν στους ελληνικούς γάμους και που σήμαινε τώρα πώς το παλληκάρι αυτό είχε πεθάνει ανύπαντρο και θα παντρεύονταν τώρα το Χάρο. Το φέρετρο πούπεφτε πολύ μικρό και γι’ αυτό είχαν ανοίξει τρύπες στο κάτω μέρος, απόπου ξεπρόβαιναν τα πόδια του, που φορούσαν λιμοκοντορίστικα καφετιά κι’ άσπρα παπούτσια σπορ’ σίγουρα θα του τάχε στείλει κάποιος μακρινός συγγενής του ή κάποιος άγνωστος ευεργέτης από την Αμερική. Σαν υπνωτισμένος σε όνειρο ακολουθούσα την αργοσάλευτη κηδεία ως την εκκλησία, όπου οι παπάδες μουρμούριζαν τη νεκρώσιμη ακολουθία, βαριεστημένοι, με βαριά βλέφαρα, γιατί ο θάνατος δεν είταν γι’ αυτούς η εξαφάνιση ενός αναντικατάστατου ατόμου παρά μιά από τις πολλές καθημερινές κι ανώνυμες διακοπές από τις ασχολίες τους. Οι μοιρολογητές στέκονταν σ’ όλο το σέβας απόσταση από το φέρετρο με τα χέρια σφιχτά μπροστά τους, με τα κεφάλια γερμένα, θαρρείς μπροστά από κάποια ακατανόητη ανάγκη. Δεν είδα μήτε ένα δάκρυο, δεν άκουσα κλάματα. Σε λίγο μερικοί σήκωσαν το φέρετρο απάνω στους ώμους τους και βαδίζοντας ανάμεσα στις ταφόπετρες το απίθωσαν σ’ ένα χαμηλό ανάβαθο λάκκο. Ο παπάς έριξε μιά φούχτα χώμα απάνω στο νεκρό κ’ έχυσε απάνω του μιά κούπα κρασί, σα σπονδή. Ένας νέος τότε έφερε ένα δίσκο κουφέτα, σαν κείνα που προσφέρουν ύστερα από την τελετή του γάμου, και τα σκόρπισαν στο ξέσκεπο ακόμα φέρετρο. Τρία τέσσερα παιδιά πήδηξαν μέσα στο λάκκο κι άρχισαν να μαζεύουν τα κουφέτα από το αφράτο χώμα, ανάμεσα από τα λουλούδια, απάνω από το σώμα του νεκρού, από τα μάτια και τα χείλια. Ως γύρισα να φύγω, άκουσα τον απόκουφο χτύπο, που έκανε το χώμα πέφτοντας μέσα στον τάφο.

      Πήρα πάλι το δρόμο προς την Κνωσό και τώρα πιά πέρασα από τα νέα προπύλαια και μπήκα σ’ έναν πολιτισμό πρίν από πεντέμιση χιλιάδες χρόνια πεθαμένο. Περιδιάβασα ανάμεσα από τα σιωπηλά δωμάτια του βασιλικού Παλατιού, μέσα στις αίθουσες με τις κολόνες, στο μέγαρο της βασίλισσας, στην αυλή με τις ρόκες, στο λαβύρινθο του Μινώταυρου. Είδα τις χαμηλόλιγνες κολόνες και τη λεκάνη του καθαρμού, τ’ αποχωρητήρια και τους νεραγωγούς, τις τοιχογραφίες με τις νεαρές, με τα καμπανωτά φουστάνια, χορεύτρες και τους μεγαλόπρεπους πολεμιστές, τις αφιερωμένες ασπίδες, τους διπλούς πελέκεις,  τα ιερά ταυροκέρατα, το τάβλι με τα πολύχρωμα γιαλιά, με το φίλντισι και το κρύσταλλο, τις ιδεογραμμικές γραφές, πού κανένας ως τώρα δεν μπόρεσε ν’ αποκρυφογραφήσει, ενώ όλα γύρα μου, αίθουσες και διάδρομοι του βασιλικού Παλατιού, αντηχούσαν με βουβήν ευγλωττία, ως εάν κάποιος να μάχουνταν να μου μιλήσει πίσω από ένα χοντρό γιαλί. Κοίταξα πέρα στις στενόμακρες, καμμιά, δωδεκαριά, αποθήκες με τα γιγάντια πήλινα πιθάρια, πού κάποτε είχαν γεμίσει με σιτάρι και λάδι και τώρα είταν αλαφριά πασπαλισμένα με τα περιττώματα που αφήκαν τα ποντικάκια των χωραφιών. Απίθωσα τα δάχτυλά μου στα χείλια μιάς πήλινης σαρκοφάγου, όπου τα μικρά πρώταμα της Κνωσού είχαν ενταφιαστεί κουβαριαστά, με τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια, τις πόρπες και τους καθρέφτες, τα ξίφη και τα κοντάρια της ματαιότητάς τους. Κ’ ύστερα από μικρό δισταγμό απλοχέρισα μέσα στα φέρετρα κι άγγιξα τα κόκαλα κάποιου μεγαλόσωμου νεκρού.

     Όλη τη μέρα εκείνη περπατούσα απάνω στα πρόσωπα των πεθαμένων και κατέβαινα σιγά-σιγά στον Άδη, ωσότου ένοιωσα πώς με μαύλιζε ακαταμάχητα το επίμονο ρούφηγμα του περασμένου καιρού και το μαύλισμα αυτό είταν τρομερό και συνάμα γεμάτο γοητεία. Είχα περάσει κάτω από τις κολόνες του Παρθενώνα, ανάμεσα από τ’ όνειρο και την πραγματικότητα και πιό πολύ ακόμα, όπως τώρα, το κατάλαβα, σε μιά πραγματικότητα ριζωμένη στο πλούσιο λίπασμα που σώριασαν πολλά πτώματα και πολλοί πολιτισμοί και το ζωντανό πρόσωπο πρόβαινε απάνω από το σάβανο που τούχε σκοτεινιάσει η βαρειά μνήμη όσων έφυγαν πρωτύτερε κι όσων ήρθαν κατόπιν. Κι άξαφνα ένοιωσα πόσο ανάλαφρα πατούμε τη γής στην Αμερική. Γιατί στο Νέο Κόσμο παχαίνουμε βόσκοντας την πείρα και την παράδοση παλιών πολιτισμών και δεν είμαστε ακόμα καταπλακωμένοι από τα σάβανα που αποτελούν οι γκρεμισμένες ρητορεύουσες πέτρες, όπως σε μιά φυλακή όπου υπάρχει λιγοστό φώς και πολύ σκοτάδι. Στην Ευρώπη οι αρχέγονες ρίζες φτάνουν τόσο βαθιά στα περασμένα, που τ’ άνθη ξεφουντώνουν προτού να γίνουν μπουμπούκια. Κέρδος και ζημιά κι από τις δυό μεριές κι αν εμείς στην Αμερική δε βλέπουμε καθεμέρα να μετεωρίζεται αποπάνω μας το υψηλό κατόρθωμα της πιστευτής φαντασίας που είναι ο Παρθενώνας, δε νοιώθουμε όμως και να βαραίνει αποπάνω μας ο άθλος αυτός συντρίβοντας τις πιό τολμηρές μας προσδοκίες. Ο δρόμος προς την Κνωσό οδηγεί με πολλούς ανέγυρους ανάμεσα από περασμένους πολιτισμούς, από πολλά νεκροταφεία στις κλασσικές γραμμές που έχουν οι ουρανοξύστες μας.

         ΚΙΜΩΝ  ΦΡΑΪΕΡ

Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 662/1-2-1955, σ. 182-185.

Πειραιάς 31/3/2024.