Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Εορτάζοντας την Ημέρα της Ποίησης

 

  Η μ έ ρ α   Π ο ί η σ η ς   21 Μαρτίου 2024

Απάνθισμα 21 Ποιημάτων

του ποιητή Κώστα Στεργιόπουλου

     

   1. Π Α Ν Ω   Α Π’  Τ Α  Σ Υ Ν Ν Ε Φ Α

                Στον Τάκη Βαρβιτσιώτη.

Πυκνόμαλλα κοπάδια που σαλεύουνε

σε ανάστροφο ουρανό.

 

Καπνοί κι εκρήξεις από ηφαίστεια

ή λόφοι από μπαμπάκι.

 

Μαλλιά ξασμένα

για να χάσκει το κενό-

κι ανάμεσα

φολιδωτό τέρας η θάλασσα.

 

Εκεί στέκουνε κι εμείς περνούμε.

 

Τόποι με δέντρα χιονισμένα’

τα κόβουμε με το φτερό.

 

Ο ουρανός έγινε γη κι η γη ουρανός. Σελ. 57

       2. Μ Ε Σ Α   Σ Τ Η    Β Λ Α Σ Τ Η Σ Η

                     Στον Kimon Friar.

Μέσα στη βλάστηση,

παραμονεύουν κρυμμένοι ο σκορπιός, η έχιδνα’

τέρατα προϊστορικά ετοιμάζουν την επίθεσή τους,

κι η κατακτημένη σελήνη, πάντοτε υποκριτική,

κρύβεται τάχα πίσω απ’ τα κλαδιά κι από τα

     σύννεφα,

σαν τη ντροπαλή παρθένα.

 

Επιμένουν ακόμη να ζουν παλιά πράγματα:

ένας σκουριασμένος ανεμοδείχτης πετεινός,

όπως μεθαύριο μια κεραία τηλεοράσεως.

Ο τυφλοπόντικας ακονίζει το δόντι του,

κι ο γυμνοσάλιαγκας δοκιμάζει το σάλιο του.

 

Μα δεν τα γνωρίζω πια και δε με γνωρίζουν. σελ. 93.

          3. Α Σ’  Τ Ο Ν Ε  Ν Α  Μ Ι Λ Η Σ Ε Ι

             «Να πνιγούν οι πνιγμένοι, να εκβραστούν.»

                       Γ. ΘΕΜΕΛΗΣ («Δενδρόκηπος» (Ι), ΙΙ)

                                 Στον Θέμελη.

Άσ’ τονε να μιλήσει ακόμα εκείνον που ‘χεις φυλακι-

     σμένο’

δε γλιτώνει κανείς τόσο βολικά απ’ τον ίσκιο του,

κι απ’ όλα αυτά που ασπρίζουν τα μαλλιά χωρίς να

     σε γερνάνε.

Ας βουλιάξουν όλοι μαζί οι πνιγμένοι.

Τόσο έχει εισδύσει η σκόνη στα ρουθούνια μας!

Ας βουλιάξουν όλοι μαζί, με τα κρυμμένα

στιλέτα και τα υποκριτικά χαμόγελα.

 

Θρύψαλα όλα κι άλλη μια φορά.

Σαν τα γυαλιά ή τη ζάχαρη

χυμένη που πατούμε χάμω.

 

Μα άσ’ τονε να μιλήσει ακόμα.

Να σκοτώσει κανένας δε μπορεί τον ίσκιο του.

Ξετρύπωσε από μια στενή ρωγμή’

σε χαιρετάει, σου βγάζει το καπέλο του! σελ. 99

                  4. 5

                Στον Σταύρο Βαβούρη.

Ύστερα από μια πλούσια ευωχία,

ξαναγυρίζει κανείς τρέμοντας στο σκληρό αγώνα.

Αυτές οι αιθρίες θα φέρναν καταιγίδες.

Επόμενο που χάλασε ο καιρός,

έπειτα από τόσες μονότονες, λαμπρές λιακάδες.

Μα, έτσι κι αλλιώς, οι άγγελοι δε θα ‘ρχονταν στους

     πικρούς καιρούς μας.

Κι αν ήτανε να ‘ρθουν, θα ξαναφεύγαν. σελ. 143

           5. Ο  Π Ρ Ο Γ Ο Ν Ο Σ

            Στη μνήμη του Άγγελου Τερζάκη.

Κανείς δεν τον πρόφτασε και δεν τον ήξερε.

Υπήρχαμε σα να μην υπήρξε.

Δεν ξέραμε καν ποιος είμαι εγώ, εσύ,

ποιος είναι ο κόσμος.

 

Πού να πάμε πιο πίσω;

Η ζωή άρχιζε με φυσαλίδες,

αλλά τέλειωνε πάντα σ’ έναν τάφο.

 

Τον ανακαλύψαμε,

όταν είχαμε σκαφτεί βαθιά ως τα κόκαλα:

ψυχή να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο,

μ’ αυτή την έκρηξη μέσα στα μάτια.

 

Κι ωστόσο, εκείνος είχε προπληρώσει γι όλους μας.

Ανεξερεύνητος,

μπορούσε πια να σώζει. σελ.159

         6. Φ Ο Ρ Τ Ι Ο   Ζ Ω Η Σ

   Στον Γ. Π. Σαββίδη, που ξέρει τη Λεωφόρο απ’ την… αρχή της.      

Άσπρη και πράσινη θάλασσα θυμάμαι τις λεύκες στη Λεω-

     φόρο,

τώρα που όλες οι φυλλωσιές αρχίσαν να σαλεύουν.

Πράσινη κι άσπρη θάλασσα θυμάμαι εκείνες τις λεύκες,

παλιές αρχόντισσες θροϊζοντας μες στα μεταξωτά τους,

που μόνο η μνήμη μου πια μπορεί να τις κάνει να σαλέψουν.

 

Με τόση φύση γύρω δε μπορώ να δω τη φύση.

 

Μνήμες από βαθύχορδο και βιολοντσέλο

στην ερημιά που σου κρυώνει το αίμα.

Χρόνια βαρύς σε πέταγε στο στήθος σου ο βραχνάς,

τόσο βαρύς με πέταγε στο στήθος μου ο βραχνάς,

που μου ‘χει αφήσει απάνω μου το πάτημά του ακόμα.

 

Τις μάντρες με τα μάρμαρα θυμάμαι στη Λεωφόρο,

άσπρους σταυρούς κι αγγέλους επιτάφιους.

«ΑΝΘΗ ΦΥΤΑ ΣΤΟΥ ΒΙΝΤΖΗΛΑΙΟΥ»,

πού ξέβαφαν στους τοίχους.

Ήλιους βυζαντινούς σε μέρες φλογισμένες.

 

Επάλιωσε ο καιρός κι εμείς μαζί του.

Ο κόσμος όλος έγινε πιο μολυσμένος

κι απ’ τα νερά της Ελευσίνας.

Δεν ξέρεις πια ποιος είναι ο γύφτος ποια η αρκούδα.

 

Σηκώνοντας χρόνια αυτό το βάρος,

τόσο φορτίο ζωής,

για πόσα πράματα έπρεπε να κάνω υπομονή ο ανυ-

     πόμονος!

Αλλά δε θέλω να πάψω να σηκώνω αυτό το βάρος,

που είναι τουλάχιστον φορτίο ζωής. Σελ. 223

      7. Μ Ε  Τ Α  Δ Ο Ν Τ Ι Α

          Στον Φάνη Ι. Κακριδή.

Σκοποί τελευταίο νούμερο,

ανάμεσα στους απογόνους των δεινοσαύρων.

Να κρατήσουμε πρέπει μ’ έναν κόκκο σινάπεως.

Ολιγόπιστοι, μα όχι άπιστοι.

Με τα δόντια πρέπει να κρατήσουμε,

δεκατιζόμενοι.

 

Ο κόσμος μας ετοιμοθάνατος,

κι ο καιρός μας ένας μεθυσμένος,

που προσπαθούμε να τον στηρίξουμε,

τρεκλίζοντας κι εμείς μαζί του.

 

Κνίσες και τελετουργικές θυσίες στο Μαμμωνά.

Μικροαστός στο τιμόνι κι η συντροφιά όλο χαμό-

      γελα,

καταβροχθίζοντας εκεί τα σφάγια.

Σφίγγες ωραίες,

με μυστικά και δίχως μυστικά,

«ποπ» και «οπ»,

και τα πόδια τους γδύνουν τον αέρα.

 

Αυτή τη λίγη πίστη

με πόσο πείσμα την κρατώ.

Γιατί χανόμαστε αλλιώς,

το καράβι κάνει νερά

και κατεβαίνουμε όλοι στον πάτο. Σελ. 39.

     8. Γ Ι Α  Μ Ι Α Σ  Σ Τ Ι Γ Μ Η Σ  Χ Α Ρ Α

            «… ασμενέστατα μέντοι αυτό απέφυγον,

              ώσπερ λυττώντά τινα και άγριον δε-

               σπότην αποδράς.»

                        ΠΛΑΤΩΝ («Πολιτεία», Α΄ 329 c.)

              Στον Φάνη Ι. Κακριδή.

Η γεύση του καιρού είναι μες στα μήλα

και στους καρπούς του έρωτα,

καθώς ξυπνάει και πάλι το αποκοιμισμένο μου αίμα.

Καιρός ν’ αρχίσω ξανά τη μάχη με το μεγάλο δαίμονά μου.

Κι εσύ το πίστευες και δεν το πίστευες,

πως είχες τάχα από φριχτό δυνάστη απαλλαχτεί.

 

Πολύ νωρίς και πολύ αργά.

Όλο μας φαίνεται ο βίος βραχύς κι όλα βαστάει ακόμη.

Ανάβεις με ξύλα μια μικρή φωτιά,

και την άλλη μέρα βρίσκεις καμένο όλο το δάσος.

 

Όσο πιο το σκοινί τεντώνει η στέρηση

τόσο και πιο μεγάλη ύστερα η πτώση,

καθώς ζυγιάζεσαι κρατώντας την ψυχή στα δόντια για

     μιας στιγμής χαρά

κι έπειτα βυθίζεσαι στη θλίψη του ζώου.

 

Δεν αγαπώ τη σάρκα του έρωτα’

αγαπώ τη λάμψη που τη φλογίζει.

Αλλά μαζί με την ορμήν αυτή, που τόσο μας βασάνισε,

αισθάνεσαι να φεύγει

                                τη ζωή. σελ. 167.                  

     9. Τ Ο Υ  Λ Ι Μ Α Ν Ι Ο Υ

             Στον Αντώνη Κ. Λάβδα.

Ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα.

Θερμές αχτίδες. Πανί που τρέμει,

όπως μια προσδοκία, όταν φυσά

το πελαγίσιο το μελτέμι.

 

Εδώ την αρμυρή αντηλιά λησμόνησαν,

νωχελικά, πάνω στα κόκκινα καϊκια,

ο ήλιος κι οι λιτανείες των καταρτιών,

που λεν τ’ αλλοτινά μοτίβα.

 

Και πέρα, απ’ του πελάγου την αχλή,

αφρίζοντας γύρω στα βράχια, εδώ που μένω,

έρχεται με τα λέπια τα λευκά του το πολύ,

το σκούρο θαλασσί, το θυμωμένο.

 

Όμως ο νυσταγμένος ήλιος δε βαστά-

και να: εκεί, κάτω απ’ τον ορίζοντα, γέρνει τα μάτια.

Τώρα δεν είμαι τίποτα.

Είμαι άνεμος, που κρέμεται σχισμένος στα κατάρτια.

 

(Θα μείνει κάποια απίθανη γραμμή μακριά

-μόνο κάποια γραμμή-σαν απορία,

όταν θ’ αρχίσει η θάλασσα, καθώς χλιαρή παρηγοριά,

τη χαμηλή της φλυαρία.

 

Θ’ ανάψουνε δειλά τα φώτα πάνω στο νερό,

στο ήσυχο το νερό, μακραίνοντας, ολοένα

μακραίνοντας,- σα να ζητάνε τον αλλοτινό καιρό

μέσα στο μαύρο της πυθμένα.)

 

Ύπουλη κούραση πια ο ρεμβασμός.

Κι έκπληκτο βλέπει το άπειρο που ξεθυμαίνει,

πώς στάθηκαν αδελφικά η ψυχή κι ο λογισμός,

δειλοί- και σαν αφηρημένοι… σελ. 11      

       10. Η  Σ Ι Ω Π Η

Έπεσε στη ζωή μας μιά πηχτή σιωπή,

σαν τη σιγή που πέφτει

μετά το σκάσιμο της κανονιάς.

 

Σιωπή τόσον καιρό, σιωπή.

 

Τί μένει να κάνουμε πιά

παρά ν’ αρχίσουμε απ’ την αρχή.

Όχι για τίποτ’ άλλο’ για να επιζήσουμε.

 

Βρεθήκαμε ούτε καλά-καλά στη μέση,

απ’ την κακή μεριά,

εκπατρισμένη μέσα στην πατρίδα μας,

ν’ ακούμε τις ύαινες και τα τσακάλια.

 

Τυμπανιστές χωρίς τύμπανα.

Σαλπιγκτές δίχως σάλπιγγες.

Λογχοφόροι χωρίς λόγχες.

 

Να μιλάς είναι πάντοτε μιά λύση. Σελ.67

    11 ΣΤΗ  ΧΩΡΑ  ΤΟΥ  ΗΛΙΟΥ

Πάλι ξεμυτίζει η κάμπια,

και το μυρμήγκι βγαίνει στράτα.

Στα ψυχρά κλίματα της καλοσύνης

βόσκει ο ήλιος,

κι’ η τσουκνίδα στη ραγισμένη καρδιά

     της πέτρας.

 

Ούτε τη βλέπω πιά την άνοιξη,

αν φεύγει, αν έρχεται.

Κλεισμένος μέσα σ’ αυτό το κάστρο,

πόσο θ’ αντέξω;

Κι’ όταν νικώ, ξοδεύω τις δυνάμεις μου.

 

Σ’ όποιο τραπέζι κάθησα,

ήμουνα καλεσμένος και περαστικός.

Με σήκωναν με τη μπουκιά στο στόμα,

και με πετούσαν έξω.

 

Μα τώρα καιρό δεν έχω

στη χώρα του ήλιου και της μαύρης μοίρας.

Έρχονται οι άσπλαχνοι καιροί,

έρχονται οι μεγάλες μεταμορφώσεις.

 

Κι’ εμείς δεν έχουμε άλλον ήλιο από τον

     ήλιο μας,

άλλο θάνατο απ’ το θάνατό μας. σελ.70

      12.   VI

            Στόν Γιάννη Μπακογιαννόπουλο.

     Τώρα μπορούμε να δρέψουμε πάλι τ’ αποκαϊδια της

          πυρκαγιάς.

κρατώντας ακόμα στα μάτια μας το φάσμα της πλάνης,

σφίγγοντας ακόμα στα χέρια μας το σχήμα της απάτης.

 

Μια σύντομη αστραπή, που σε βυθίζει στο σκοτάδι.

 

Αυτό που έχω να πω τρέμει μες στη φωνή μου.

Ζήσαμε μέσα σε τόση τύψη, τόση σιωπή,

κρύβοντας μέσα στα σπλάχνα μας τέτοια δίψα,

     τέτοια ζωή!

Ήταν μια οφθαλμαπάτη από νερά και βλάστηση,

μια στάλα δροσερό νερό την ώρα της μεγάλης δίψας.

 

Τώρα, μένουμε εδώ, στην άκρη της σιωπής,

γιατί μας έτρωγε το πάθος για τα είδωλα,

τιμωρημένοι καθώς οι μυθικοί μας πρόγονοι:

ο Προμηθέας, ο Σίσυφος κι ο Τάνταλος. Σελ. 168.    

        13. Ο  Τ Α Φ Ο Σ   Τ Ο Υ  Τ Ε Λ Ο Υ   Α Γ Ρ Α

Ύστερα απ’ τις Ολύμπιες στήλες, που γυμνώ-

νουν ξάφνου τον ορίζοντα,

ο δρόμος ο ανθισμένος και λευκός,

σαν εκκλησία το μεσημέρι τη Μεγάλη Παρασκευή,

ίσιος, χωρίς καμπάνες,

με τη μαρμάρινη την Πύλη, που χωρίζει από τα εγκόσμια,

κι εκεί στο βάθος, τους πολλούς σταυρούς- σταυρούς:

ο τάφος στου!

 

(Ίσως να ‘ρθω κάποτε και με τα βήματα του ύπνου,

οδεύοντας μέσα απ’ τη χώρα του ύπνου.)

 

Δεν είναι άλλος κανείς σήμερα εδώ. Πόση ερημιά!

Άλλο από το τραγούδι των πουλιών, την αμφίβολη συννεφιά,

την αύρα που ακραγγίζει τα χορτάρια με το φόρεμά της.

Κι η γης είναι ζεστή, σα μιαν αγκάλη ερωτική.

Όμως, δεν είναι άλλος κανείς σήμερα εδώ’

εδώ, που κάθομαι στο μνήμα σου.

 

(Μα ίσως κάποτε να ‘ρθω και με τα βήματα του ύπνου,

οδεύοντας με την αφή του ύπνου,

και ν’ ανταμώσουμε-εκεί, στη χώρα του ύπνου.)

 

Για δες, πιο πέρα, στη σειρά-σειρά,

ίσκιοι από κυπαρίσσια που μυρίζουν  θλιβερά.

Και δες, πάνω από τις φτελιές, ο εαρινός ουρανός.

Μες στους παράταιρους σταυρούς, ένας άσπρος σταυρός:

ο τάφος σου!

 

(Τώρα, όταν σου μιλεί η βροχή πάνω στο κρύο το μάρμαρο,

θα ‘ρχονται τα πουλιά να πίνουνε νερό

στις άβαθες λακκούβες, που στρογγύλεψε ο καιρός.)

 

Τα νέα κορίτσια για να ‘ρθουν είναι πολύ μακριά.

Πέρα, στην πολιτεία, ανυποψίαστο άγαλμα

μιανής στιγμής η ανθρώπινη ομορφιά.

Μην τα προσμένεις.

Αν είσαι μόνος, με την άνοιξη έσμιξες την ερημιά σου

-κι ο ήλιος σου αρκεί:

μια αχτίδα φως, από λοξή χαραματιά,

μέσα στη σκοτεινή την κάμαρα που μένεις… σελ.71

      14. Δ Ε  Μ Π Ο Ρ Ε Σ Α  Ν Α  Κ Α Τ Α Λ Α Β Ω…

                Στον Στέφανο Διαλησμά.

Δε μπόρεσα να καταλάβω την αταραξία των δέντρων,

αυτή τη χάρη του Θεού.

 

Ποιος είναι βέβαιος πια για τίποτα!

Το σώμα δεν κουράζεται μόνον, αλλά κι εκδικείται,

σαν του στερείς του ζώου τη βεβαιότητα.

 

Εμάς ακόμα

μας ψήνουν τα λιοπύρια πάνω από τους τάφους,

βροχές μας μαστιγώνουνε και κρύοι βοριάδες

μας σβήνουν τα κεριά.

Και πάλι έχουμε κι άλλα δάκρυα,

που κάποτε κι αυτά στερεύουν.

 

Άμα έχεις αφήσει πίσω σου όλη την έρημο κι η

     έρημος συνεχίζεται.

Όταν αλλάζει πια η ψυχή το δέρμα της

και χάνει το πρώτο της χνούδι.

 

(Έπαιζε πάντα ο δαίμονας σκληρά μαζί μου,

κι ο άγιος σήκωνε το σπαθί, όταν είχα πια γδαρθεί.) σελ. 87      

           15. Γ Λ Υ Φ Η   Β Ρ Ο Χ Η

                Στον Μπάμπη Νικηφορίδη

Γλυφή βροχή στη θάλασσα

γλυκαίνει τ’ αλμυρά νερά,

και το βρεμένο σώμα ξαναβρέχει.

Τη γλώσσα πλένει από τ’ αλάτι,

τρέχει απ’ τα φρύδια, απ’ τα μαλλιά.

 

Να με ξεπλύνει ολόκληρο η γλυφή βροχή

από τις αμαρτίες των άλλων. Σελ.111 

        16. Τ Ο  Α Π Ρ Ο Σ Δ Ο Κ Η Τ Ο

               Στον Αλέξανδρο Κοτζιά

Τουλάχιστον, ας καρτερούμε το απροσδόκητο,

όπως μια σπίθα κάτω από  τη χόβολη.

Γύρω απ’ τη λάμπα εμείς μένουμε εδώ,

κι οι νύχτες όξω γράφουνε τα ριζικά μας.

 

Αν σώθηκα ως τώρα, μ’ έσωσε ο ίδιος ο Θεός’

εγώ χτυπούσα μόνο τα χέρια και τα πόδια μου,

αλλά στην κρίσιμη στιγμή

μ’ άρπαζε πάντα κάποιο χέρι.

 

Κάθε στιγμή ενεδρεύει το απροσδόκητο,

η μοίρα-ή όπως θέλεις πες την- που αγρυπνεί.

Νομίζουμε πως θα σωθούμε, και χανόμαστε’

νομίζουμε πως θα χαθούμε, πως σωνόμαστε.

Μα ξέρει πάντα εκείνη πιο πολλά από μας.

 

Προσπάθησα να κάνω την όψη του κόσμου πιο

      χαρούμενη,

κ’ η τύψη με ξανάβρισκε πάντα κι η θλίψη.

Κι όμως, ένιωθα μέσα μου ύστερα από κάθε

     πτώση,

έτοιμα να σαλέψουν, δυο φτερά. σελ.153

17. ΑΚΟΜΑ   Ε Ι Μ Α Σ Τ Ε   Κ Α Τ Ω  Α Π’  Τ Ο  Φ Ω Σ

                  Στον Σπύρο Πλασκοβίτη

Αλλάζει γύρω μου ο καιρός, αλλάζει ο κόσμος μέσα μου.

Φαντάσματα της νύχτας,

ακόμα είμαστε κάτω απ’ το φως.

 

Ώσπου να γίνουμε κι εμείς φαντάσματα.

 

Η νύχτα βαραίνει το κορμί, μουδιάζει τις κλειδώσεις’

σε σέρνεις ν’ αφήσεις, να ενωθείς μαζί της.

Μα ο νους φτεροκοπάει σα νυχτερίδα,

χτυπάει τους τοίχους,

σάμπως να θέλει κάπου αλλού να φύγει.

        

Να πάψει αυτός ο δισταγμός, να λείψει αυτή η συσπεί-

     ρωση,

μπροστά στο δέντρο, στο πουλί, στον άγριο σκίνο

και στον αέρα που φυσάει τα στάχια,

σαν πράσινος καπνός ή κύμα θάλασσα.

 

Να σταματήσει λίγο αυτός ο καλπασμός,

να δω τον κόσμο’

τον ήλιο, πίσω από τα σύννεφα,

που ανοίγει τη βεντάλια του.

 

Ακόμα είμαστε κάτω απ’ το φως. σελ.174

         18. Τ Ο   Φ Ρ Α Γ Μ Α

             Στον συγγραφέα του.

Να σπάει αυτό το φράγμα. Το νερό

να μην τρέχει στα παλιά κανάλια.

Να ξεχυθεί να πνίξει τα φαντάσματα.

 

Δε μας τρομάζουνε οι πληγές μας και

      τα ράκη μας.

 

Να σπάσουν όλες οι παλιές οι στρόφιγγες.

Τα ρυάκια να γίνουνε βαθιά ποτάμια,

οι λίμνες θάλασσες.

Κι ας μας πάρει το νερό ακυβέρνητους.

 

Να κινδυνέψουμε, για να σωθούμε. σελ. 226

     19. Τ Ο  Σ Κ Ο Ι Ν Ι  Κ Ι  Ο  Α Κ Ρ Ο Β Α Τ Η Σ

           Στον Γ. Θ. Βαφόπουλο.

Όταν βαδίζεις στο τεντωμένο σκοινί,

να μη σκέπτεσαι το σκοινί.

 

Το πλήθος γύρω σου σωπαίνει με πιασμέ-

     νη ανάσα,

ενώ χτυπάει το τύμπανο,

μέσα σε μια σιωπή που εγκυμονεί κιν-

     δύνους.

 

Μα εσύ να προχωρείς μονάχος με το θάρρος σου.

 

Και να μη σκέπτεσαι το σκοινί.

Για να ‘χεις κάτι απ’ το φτερό και του

      πουλιού την αλαφράδα. σελ. 206

                  20. Σ Ε  Ω Ρ Α  Μ Η Δ Ε Ν

             Στον Γιάννη Καμπίτση.

Αφού μας σάπισε η βροχή, μες στα βαθιά μεσάνυχτα,

σε καθαρό σκούρο ουρανό

τώρα σαν κρύσταλλο αρμενίζει το φεγγάρι.

Φασματικά τα χιονισμένα γύρω μας βουνά,

μετέωρα  με τα χιόνια τους

στο αρνητικό μιας μαύρης πλάκας.

 

Αλλά στεγνό δε βρίσκεις τόπο να πατήσεις’

κι αν πας να σύρεις μια κραυγή,

θα βγει ο αχνός από το στόμα σου παρά η φωνή σου.

 

Το αχανές γύρω κάτω απ’ το μηδέν, σε ώρα μηδέν,

σε τόπο ξένο.

Ο δρόμος κατεβαίνει αλλάζοντας ονόματα,

ο ίδιος πάντα δρόμος,

κι ορεινή μεγαλοπρέπεια σε λίγο γίνεται μονότονος

βόμβος εντόμου.

 

Νύχτα αερώδης και ανυπόστατη στις εσχατιές της

    γης,

όπου μονάχοι τους, χωρίς το σώμα σου,

μετέωροι περπατούν κι οι λογισμοί σου.

Σκηνικό μάλλον για τουρίστες,

κι όχι για να παγώνεις χρόνια από ερημιά. Σελ. 129.

        21. ΦΩΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΘΗ

                   Στη μνήμη του Γιάννη Νούσια

Τα παιδιά τραγουδούσαν και δακρύζαμε.

Φωνές από τη λήθη,

απ’ τη σιωπή.

 

Τόσο βαθιές,

μου θάμπωσαν όλα τα τζάμια.

Τόσο ψιλές,

μου ράγισαν όλα τα κρύσταλλα.

 

Πίσω γυρνώ να βρω το ανεύρετο νερό,

τότε που η αίσθηση άστραφτε σαν την αλήθεια,

να μπω να ζήσω μέσα τους να διαρκέσω.

Η ψυχή των παιδιών με βοηθάει να δω.

 

Στης σιωπής και της λήθης τον καιρό. Σελ. 119.       

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

      Η 21 Μαρτίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμιος Ημέρα της Ποίησης. Ένα πολιτιστικό και εμπορικό πανηγυράκι της γραφής και της ανάγνωσης της Ποίησης, μνήμης της μικρής κοινότητας ποιητών και ποιητριών για 24 ώρες. Πιστοί ιερείς και θεράποντές της, παλαιότεροι και νεότεροι ποιητές και ποιήτριες μύστες της, φανατικοί και παθιασμένοι αναγνώστες της, θα συγκεντρωθούν σε αίθρια μουσείων, θα συναχθούν σε αίθουσες βιβλιοπωλείων, θα παρευρεθούν σε πολιτιστικά ιδρύματα, θα επισκεφτούν φιλολογικές λέσχες και καφενεία και θα απαγγείλουν δημοσίως ποιήματά τους, θα διαβάσουν ποιήματα ομοτέχνων τους ποιητών που αγάπησαν, θα ακούσουν νέους στίχους, μπορεί και να γράψουν ένα ποίημα ή να μεταφράσουν. Θα χαρούν και θα απολαύσουν τον έπαινο και την ποιητική επιβράβευση των παρευρισκομένων, ίσως να δώσουν και συνέντευξη. Θα τιμήσουν ποιητές ή ποιήτριες που έφυγαν πρόσφατα από κοντά μας θα μιλήσουν για το έργο τους. Ορισμένοι, θα προσκληθούν και σε ραδιοφωνικές εκπομπές και θα αναφερθούν στον ρόλο και την σημασία της Ποίησης στις ζωές μας, στις κοινωνίες μας, στην καλλιέργεια της συνείδησής μας, την αγωγή του χαρακτήρα μας, στην εμβάθυνση της ποιότητας των ευαισθησιών μας. Ενδέχεται ακόμα, να παρουσιαστούν στις εμπορικές βιτρίνες, το αναγνωστικό κοινό ως είθισται λόγω της ημέρας, νέες ποιητικές συλλογές ή θεματικές ποιητικές ανθολογίες οι οποίες κυκλοφόρησαν με την ευκαιρία της εορτής των σημερινών εκδηλώσεων της Ποίησης. Η 21η Μαρτίου είναι μία επετειακή ημέρα συνάντησης και γνωριμίας ομάδας ανθρώπων που διαβάζουν και γράφουν Ποίηση. Περιδιαβαίνουν στο λιβάδι του οίστρου των λέξεων, στην οικονομία και την πληθωρικότητά τους, όπως οι μεγάλες ανθρωπομάζες στους θαλάμους των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Οι ποιητές είναι οι παραδοσιακοί «χρηματιστές» των λέξεων. Οι «γιάπηδες» της εξέλιξης και εκφοράς της ποιητικής γλώσσας στην διαχρονική της πορεία.

Οι ποιητές και οι ποιήτριες, θέλγονται από ήχους, ακουμπούν τα όνειρά τους σε φθόγγους, αρέσκονται σε στάσεις λεκτικών σημάτων και ψιθυρισμούς αφήγησης, κενά ανάμεσα σε λέξεις και προτάσεις που μας διηγούνται μία ιστορία, ένα αφήγημα εμπειριών και καταστάσεων που συνέβει ή προφητικά θα συμβεί όπως πιστεύουν. Είναι οι προφήτες ενός Θεού που χάθηκε ή που κρύβεται μέσα στις λέξεις, η μετουσίωση της αιωνιότητας της ύπαρξης στην φθορά της υλικότητας των λέξεων, της γλώσσας. Εικονογραφούν εικόνες μιάς άλλης φαντασίας, κοινωνικής πραγματικότητας. Χρησιμοποιούν παρομοιώσεις, υιοθετούν μεταφορές, εφευρίσκουν συμβολισμούς, κατασκευάζουν μοτίβα, είδωλα μύθων, αφουγκράζονται φωνές, αισθήσεις, μυστήρια ξένα. Πολεμούν με ενοχές και φαντάσματα της συνείδησής μας αντί για εμάς. Καλλιεργούν νέα πεδία κοινωνικής αφύπνισής μας, εκφράζονται μέσα από σπαράγματα σιωπών, μορφές και φορτία συγκίνησης της παλαιότερης ποιητικής παράδοσης. Επεκτείνουν τα όρια και τους συμβολισμούς της μητρικής μας γλώσσας, της πρώτης κούνιας μας που δεν γνωρίζει σύνορα και διακρίσεις, δεν κάνει διαχωρισμούς είτε στην ομιλούμενη είτε στην γραφόμενη εκδοχή της. Στα νανουρίσματά της, στα μοιρολόγια της. Οι ποιητές επανασχεδιάζουν πάνω στην λευκή τους κόλλα αισθήματα ψυχολογικής μας ασφάλειας, προαιώνια διλήμματα, φόβους και ελπίδες, δημιουργούν αξίες, υπερασπίζονται κρυφά ρεύματα λυρισμού της προσωπικής μας ομιλίας. Σκιτσάρουν κτερίσματα αλληλεγγύης της επικοινωνίας μας και αναδεικνύουν ερείπια παλαιότερων απορρίψεων ανθρώπινων επαφών. Οι ποιητικές τους συνθέσεις έχουν πολεμική ή δοξαστική διάθεση, ερωτική ατμόσφαιρα ή επαναδιαπραγματεύονται ανθρώπινες ιδεολογίες και πολιτικές, ατομικά συμβάντα που δεν λησμονήθηκαν. Ο λόγος τους φανατίζει ή ειρηνεύει, προξενεί θυμηδία ή τον γέλωτα, την συγκίνηση το δάκρυ. Οι ποιητές ιχνομυθούν τους βαθμούς, την ποιότητα και το βάθος της φιλανθρωπίας μας. Εφευρίσκουν καινούργιες τεχνικές της γραφής, υιοθετούν προγενέστερα μοντέλα γλωσσικής εκφοράς. Στις ποιητικές τους καταθέσεις χρησιμοποιούν λεκτικές και γλωσσικές προσμείξεις, προκαλούν την πολεμική των λέξεων ή είναι καθαρολόγοι. Έχουν γνώμη, κρίση, άποψη, έμπνευση, καθαρότητα ή πυκνότητα σκέψης, δεν είναι άβουλα όντα, απαθή, αμέτοχα, νωχελικής διάθεσης, μετέχουν ενεργά, δυναμικά στα πολιτικά κοινά της κοινωνίας μας. Χαράσσουν το προσωπικό τους ύφος, την ταυτότητα του χαρακτήρα τους και αυτήν της ποίησής τους. Σχεδιάζουν και πειραματίζονται την όσο το δυνατόν ευρύτερη αποδοχή και διάδοση του ποιητικού τους λόγου, των ποιητικών τους θέσεων και απόψεων. Συνομιλούν με όχημα την ποιητική τους γραφή με άλλους ομοτέχνους τους, ορίζουν τις ποιητικές τους συντεταγμένες, προσδιορίζουν διακρίσεις και συγγένειες, συνοψίζουν ποιητικές παραδειγματικές παρακαταθήκες άλλων ομοτέχνων τους. Αμφισβητούν παλαιότερες ποιητικές παραδόσεις, φωτίζουν προβολές άλλων ποιητών και έργων που τους συγκινούν ακόμα. Φιλοδοξούν να κρατήσουν στην επιφάνεια του χρόνου, στο σήμερα της γλώσσας και την σημερινή επικαιρότητα των λέξεων την ποίησή τους, τις συλλογές τους, να διατηρήσουν και επαυξήσουν το αναγνωστικό τους κοινό.  21η Μαρτίου, μία ημέρα για μεγάλα, ονειροπόλα, ευφάνταστα, χαρούμενα παιδιά που εξακολουθούν να παίζουν με τις λέξεις την παρτίδα σκάκι της ζωής και του θανάτου, του ονείρου και της πραγματικότητας, του μύθου και της μαρτυρίας, της αλήθειας και της μυθοπλασίας, εντός και εκτός του παιδικού τους δωματίου. Παιδιά που μηχανεύονται τρόπους, από αρχαιοτάτων χρόνων, στο πώς θα κατορθώσουν να ταιριάξουν πάνω στην λευκή σελίδα τα σκοτεινά σήματα γράμματα της αλφαβήτου και θα τα φωτίσουν, θα τους δώσουν κίνηση, θα καταστήσουν τον συνδυασμό των λέξεων αυτοκίνητο. Αγωνίζονται πως θα περιτειχίσουν αυτό το αθωωτικά ή καταδικαστικά επικίνδυνο, φουρτουνιασμένο μέγα μυστήριο της γλώσσας. Πώς θα δαμάσουν την ανεπεξέργαστη πρωτογενή πληθωρικότητα της παρθενικής αινιγματικότητάς της, τους μηχανισμούς της που μετασχηματίζουν το ορατό σε αόρατο και το αόρατο σε προσδοκώμενη αποκάλυψη στην αντίληψή μας. Το ανερμήνευτο ενυπάρχον σε ζώσα συνείδηση και ερμηνεία της ορατότητας του Κόσμου. Ένα κυνηγητό μεταξύ του Προμηθέα και της Κασσάνδρας που διεξάγεται αενάως. Ποίηση ένας Δούρειος Ίππος της ανθρώπινης ενατένισης. Ποιητές οι κοινωνούντες από το λάλων ύδωρ της κοινότητας των λέξεων, της ενικότητας και πληθυντικότητας των εικόνων και συμβολισμών του Κόσμου. Της ερημίας και συντροφικότητας του ακατανόητου και αινιγματικού μυστηρίου του Λόγου, πού όπως μας είπαν οι παλαιές ποιητικές γραφές έγινε σάρξ, δηλαδή, εφήμερος χρόνος των αποκαλυπτικών θαυμάτων της ζωής. Ποίηση μία αινιγματική ιεροτελεστία των λέξεων. Ένα γαϊτανάκι εκφράσεων και αισθήσεων της ανθρώπινης φωνής και των σιωπών της. Ποίηση, η ευχετική προσδοκία της ανθρώπινης γραφής για μελλοντική ουτοπία. Για επανεύρεση των χαμένων παραδείσιων ευκαιριών μέσω της γλώσσας και ίσως της προφητικής της αλαλίας.

Ποίηση, την εορτάζουμε και την τιμούμε υπερηφάνως σήμερα, Πέμπτη 21η Μαρτίου 2024. Tomorrow is another Day.

         Τα 21 αφιερωματικά ποιήματα σε ποιητές, συγγραφείς, μεταφραστές, καθηγητές, πανεπιστημιακούς, μουσικούς πεζογράφους, κριτικούς, φιλικά πρόσωπα του ποιητή, μυθιστοριογράφου, διηγηματογράφου, κριτικού, δοκιμιογράφου, αναστηλωτή και επιμελητή παλαιότερων δημιουργών πανεπιστημιακού κυρού Κώστα Στεργιόπουλου, προέρχονται από την δίτομη έκδοση των Ποιητικών του Απάντων. ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Α΄ 1944-1965, εκδόσει Νεφέλη, Αθήνα, 10, 1988, σελίδες 256. Και ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, τόμος Β΄ 1965-1983, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 11, 1992, σελίδες 248. Το κόσμημα των εξωφύλλων και των δύο τόμων είναι της Γεωργίας Καμπάνη.

Θέλησα η λογοτεχνική ιστοσελίδα τα Λογοτεχνικά Πάρεργα, να συμμετάσχει στον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης με την μνημόνευση ενός έλληνα επιστήμονα, φιλόλογου, ελληνιστή, κριτικού και επιμελητή εκδόσεων, πανεπιστημιακού δάσκαλου ο οποίος διέθετε και ισχυρή ποιητική φλέβα. Είχε την γνήσια στόφα όχι μόνο του κριτικού αλλά και την αυθεντικότητα ενός λογοτέχνη. Από το 1943 που πρωτοεμφανίστηκε με ποιήματά του στο περιοδικό «Νέα Εστία» έως τον θάνατό του ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος (Αθήνα 20/5/1926-Αθήνα 11/1/2016 ) κυκλοφόρησε 12 ποιητικές του συλλογές, χαρακτηριστικά δείγματα της ευαισθησίας του, της ποιότητας της φωνής του, του ύφους της γραφής του, των ενδιαφερόντων του της υπαρξιακής του φιλοσοφίας. Οι δέκα από τις ποιητικές συλλογές οι οποίες κυκλοφόρησαν από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους από το 1955 και μετά βλέπε: «Τα τοπία του φεγγαριού» «Μαυρίδης» 1955.- «Η σκιά και το φώς» «Δίφρος» 1961.- «Το χάραμα του μύθου» «Δίφρος» 1963.- «Ο κίνδυνος» «Βάκων» 1965/ 1972. – «Τα τοπία του ήλιου» «Βάκων» 1971.-«Έκλειψη» «Βάκων» 1974. – «Τα μισά του πλου» «Κέδρος» 1979.- «Αλλαγή φωτισμού» «Κέδρος» 1984 συμπεριλαμβάνονται στους δύο τόμους των Απάντων του των εκδόσεων «Νεφέλη». Οι δύο τελευταίες του, «Ο ήλιος του μεσονυχτίου» 1991 και «Παλίρροια» 1998 εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ο Κώστας Στεργιόπουλος, βραβεύθηκε με το δεύτερο και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης το 1961 και το 1993. Με το βραβείο κριτικής μελέτης της «Ομάδας των Δώδεκα» 1963, με το πρώτο κρατικό βιβλίο μελέτης το 1974 και με το βραβείο πεζογραφίας της ακαδημίας αθηνών του ιδρύματος Πέτρου Χάρη το 2002.  Ποιήματα και συλλογές του αντιστασιακού καθηγητή ποιητή (επί χούντας εκδιώχθηκε από την εκπαιδευτική του θέση) μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες. Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ρουμανικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά κλπ. Επίσης, κυκλοφόρησαν και αρκετές δίγλωσσες ανθολογήσεις ποιημάτων του. Όσον αφορά τις φιλολογικές και κριτικές του μελέτες, αξιομνημόνευτες και αξιοζήλευτες είναι οι εργασίες του πάνω στο έργο και την αναστύλωσή του, του συμβολιστή ποιητή Τέλλου Άγρα. Αναστύλωσε τα Κριτικά του Άγρα ενώ προσέχθηκε και το βιβλίο του «Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής». Αίσθηση έκανε η μελέτη του «Οι επιδράσεις στο έργο του Κώστα Καρυωτάκη». Μελέτες και άρθρα του περιέχονται στην πολύτομη σειρά του «Περιδιαβάζοντας». Σημαντική και η συμμετοχή του στην γραμματολογία- ανθολογία της σειράς παλαιότερης πεζογραφία και ελληνικής ποίησης των εκδόσεων «Σοκόλη». Επιμελήθηκε την κυκλοφορία ποιημάτων του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, του Καίσαρα Εμμανουήλ, του Ρήγα Γκόλφη, της επιλογής από το διηγηματικό έργο του πεζογράφου Σπύρου Πλασκοβίτη. Στον οποίο αφιερώνει και δύο ποιήματά του. «Το Φράγμα» είναι πεζό του Πλασκοβίτη. (έχει γυριστεί και ταινία βασισμένη στο στόρι του). Ο Κώστας Στεργιόπουλος υπήρξε ένας δραστήριος, δημιουργικός και φιλολογικά οξυδερκής κριτικός. Ενώ ο ποιητικός του λόγος κινείται ανάμεσα στο δίπολο φωτός και σκότους, σε αντιθετικά ζεύγη ημέρα και νύχτα, φύση και αστικό τοπίο. Ποίηση στοχαστική μιάς υπαρξιακής ενατένισης με υπερβατικές προεκτάσεις. Αντιθετικές εικόνες και παλαντζαρίσματα εννοιών και παραστάσεων, διλήμματα προσωπικής του μυθολογίας, υπαρξιακές αγωνίες και χαμηλόφωνοι ερωτικοί στεναγμοί. Γυναικείες φιγούρες και η πανταχού παρούσα φωτεινή και σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Ακριβέστερα, η θηλυκή Σελήνη με την ουδέτερη ονομασία της, ως το Φεγγάρι Αρκετοί τίτλοι συλλογών του δηλώνουν αυτή του την πνευματική και φιλοσοφική διπολικότητα, τα τοπία της ποιητικής του περιδιάβασης. Τόσο οι φιλολογικές του επιλογές και εργασίες όσο και η ποιητική του γραφή μας αποκαλύπτουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, ότι ο Κώστας Στεργιόπουλος προέρχεται από τις δεξαμενές του κινήματος του Συμβολισμού και του Νεοσυμβολισμού.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024          

 

        

 

   

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Γράφουν για την Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργος Χειμωνάς, Κίμων Ρηγόπουλος, Ελισάβετ Σακελλαρίδου

 

     Μιλώντας για το έργο της Βιρτζίνια Γουλφ

   «…μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός…. Την αλήθεια του λαξεύει….»

         Στίχος από τραγούδι με την Χάρις Αλεξίου                                  

 

           Β Ι Ρ Τ Ζ Ι Ν Ι Α   Γ Ο Υ Λ Φ

Όπως Ο Προυστ πριν απ’ αυτήν και ο Τζόυς την ίδια εποχή, στάθηκε για το μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα ό,τι ο Αϊνστάιν για τη Φυσική: ο άνθρωπος που διαφοροποίησε την αίσθηση του χρόνου….

του Κίμωνα Ρηγόπουλου,

Περιοδικό ΒΙΒΛΙΟ & MEDIA τχ.6/3, 1991, σ. 37-40

     Τον Απρίλιο του 1941 η Βιρτζίνια Γουλφ πραγματοποίησε μια αγέρωχη πτήση στον πυθμένα των θαλασσών, διασπώντας ανεπανόρθωτα τα ανθεκτικά ναυάγια του ‘αυτονόητου’.

     Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι εγκώμιο αυτοκτονίας. Αποτελεί φόρο τιμής στη συγγραφέα που πολιόρκησε ανηλεώς τα οχυρά των λέξεων στην εμπροσθοφυλακή των πιο οδυνηρών στοχασμών. Σ’ εκείνη που κατόρθωσε να αναλωθεί σε διακαείς συνομιλίες με τα ‘φαντάσματα αυτού που θα μπορούσαμε να είμαστε’, αρνούμενη ευλαβικά να διασαλεύσει ‘την υπέροχη ομοψυχία που μας περιβάλλει, ταξιδιώτες καθώς είμαστε’.

Η ομάδα του Μπλούμσμπερυ

Ο κύκλος της Μπλούμσμπερυ στρητ περιλαμβάνει την καλλιτεχνική πρωτοπορία της μεταβικτωριανής Αγγλίας. Εκφράζει την απάντηση των Άγγλων διανοουμένων στο ρόγχο της βικτωριανής ηθικής και στο ρήγμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Τον πυρήνα του κύκλου αποτελούν η Βιρτζίνια και τ’ αδέρφια της Βανέσα, Άντριαν και Τόμπυ Στήβεν. Το μανιφέστο του Μπλούμσμπερυ διακατέχεται από αισθητικά προωθημένες θέσεις, οι οποίες μεταφράζονται σ’ έναν κοινωνικό ριζοσπαστισμό καθόλου αδιάφορο στις πολιτικές και ταξικές ανακατατάξεις της Αγγλίας του μεσοπολέμου. Προβάλλονται ιδιαίτερα ‘η αγάπη για την αλήθεια και την ομορφιά, η ανοχή και η πνευματική εντιμότητα, ο φόβος της πλήξης, το χιούμορ και οι καλοί τρόποι, η περιέργεια, η απέχθεια για τη χυδαιότητα, τη βαρβαρότητα και την επίδειξη. Η απαλλαγή από την προκατάληψη και τη σεμνοτυφία, η άφοβη αποδοχή της όμορφης πλευράς της ζωής, η επιθυμία της ολοκληρωτικής έκφρασης, η έγνοια για μια φιλελεύθερη παιδεία, η περιφρόνηση του ωφελιμισμού και του φιλισταϊσμού, με λίγα λόγια η αγάπη για τη γλυκύτητα και το φως (sweetness and light)’.

Η γλώσσα της Βιρτζίνια Γουλφ

     Η γλώσσα της Γουλφ διαπερνά τα σύμβολα της ομίχλης και καταργεί το κρησφύγετο ζώντων και νεκρών. Ανένδοτη στην πρόκληση των ακκιστικών ασκήσεων, πλάθει το υλικό μιας αλληλουχίας καθαρών οραμάτων. Αποφλοιώνοντας τον καρπό του μαρτυρίου, φτάνει στο διακεκαυμένο πυρήνα του εκεί όπου τα υπερθετικά περιττεύουν. Αντιμετωπίζει την ανασύνταξη της καθημερινής φενάκης με την επίκληση του ψυχικού της παροξυσμού: ‘Έτσι ζούμε, οδηγημένοι από μιαν άπιαστη δύναμη. Λένε ότι οι συγγραφείς ποτέ δεν μπόρεσαν να τη συλλάβουν τη δύναμη αυτή’ ότι περνάει σαν αστραπή μέσα από τα δίχτυα τους και τους τα κάνει κομμάτια. Αυτό, λένε, είναι που μας συντηρεί, αυτή η άπιαστη δύναμη’. Ακόμα και όταν μαίνεται ο ήλιος, η Γουλφ με τις ηρωικές μετεμψυχώσεις της εξαπολύει εναλλασσόμενα κύματα ύπνωσης και εγρήγορσης, εξαφανίζοντας τις ενδιάμεσες καταστάσεις. Σ’ ένα πολιτισμό που θωρακίζεται με τα ράκη μιας μπατίρικης αυθεντίας για να αποτρέψει την εκτροπή, αντιτάσσεται ως προβοκάτορας ‘η ουσία του πράγματος πριν μετασχηματιστεί’ από το φόβο.

     Μισές προτάσεις, βλάσφημες σκέψεις και χθόνιες γλωσσικές εφευρέσεις υπονομεύουν την προγραμματική αθωότητα για να την ενθρονίσουν στα εδάφη της απροσχημάτιστης θλίψης: ‘Τι μπορεί να είναι αυτή η θλίψη; Φτιάχνεται από το ίδιο χώμα. Έρχεται από τα σπίτια της ακτής. Στην αρχή είμαστε διαφανείς, έπειτα το σύννεφο πυκνώνει. Όλη η ιστορία είναι μπροστά απ’ το τζαμόφυλλό μας. Να δραπετεύσεις είναι μάταιο’. Η ζωή επιβάλλει τους όρους της στη λογοτεχνία: θα εξελιχθεί σ’ ένα βιωματικό απόστημα ή θα αποδημήσει στα λευκώματα των αειπάρθενων νεανίδων.

Η μουσική των ανέφικτων σχέσεων

     Τι είναι λοιπόν οι άνθρωποι; Παρ’ ολίγον θεότητες; Άξεστοι κομπραδόροι της Όξφορντ στρητ; Σεβάσμια ποίμνια μιας αναρχικής λιτανείας; Η Γουλφ απομακρύνεται από το εκκλησίασμα και σκαρφαλώνει αγόγγυστα ως την οροφή του γοτθικού τρούλου. Κινητοποιεί τις αισθήσεις των προσευχομένων με ακτίνες φωτός που αποψιλώνουν τις συνθήκες. Τα μυστικά φωταγωγούνται και οι ατομικές αποταμιεύσεις επιδοτούν την καθολική γύμνια. Η ξεκοιλιασμένη υδρόγειος ξεχύνεται στους δρόμους. ‘Ένας λαός ξεσπιτωμένος τριγυρνώντας κάτω από τον ουρανό, του οποίου το μπλε ή το άσπρο κρέμεται από μιαν υφασμάτινη οροφή γεμάτη ρινίσματα ατσαλιού και κοπριές αλόγων που μετατρέπονται σε σκόνη’.

     Γουλφ, απελευθερώνοντας τα πρόσωπα από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της μυθοπλασίας, τους επέτρεψε να εκφράσουν αχαλίνωτα τη φρενίτιδα των σκέψεων. Βεβαίως αναγνωρίζει τους κινδύνους, αφού ‘αν η έξαρση διαρκούσε, θα τιναζόμασταν σαν αφρός στον αέρα. Τ’ αστέρια θα λάμπαν μέσα μας. Θα ξαναπέφταμε κάτω με τη θύελλα σαν σταγόνες αλάτι- όπως μερικές φορές συμβαίνει’.

      Το συμπράττειν λοιπόν επιστρατεύεται. Ο αυτοκαθορισμός των ανθρώπων στον αρειμάνιο παράδεισο της τεμπελιάς καθυποτάσσεται στην ανάγκη της ύπαρξης. Η ασφάλεια της ομάδας προϋποθέτει έναν κοινό εχθρό και οικοδομείται στο εργοτάξιο της αξιοδάκρυτης συναίνεσης: ‘Όλοι είχαν νιώσει πως απάρτιζαν  μια ομάδα μέσα σε σπηλιά, σ’ ένα νησί’ είχαν τον κοινό τους αγώνα ενάντια στη ρευστότητα εκεί έξω’. Σ’ αυτό το παιχνίδι των ευλογημένων αποκρύψεων όλα τα τεχνάσματα είναι θεμιτά. Οι ντροπαλές αντιρρήσεις αποτελούν δείγματα δειλίας και καταδικάζονται. Ας εκδράμουμε ομαδικά στις απομακρυσμένες κοιλάδες των λέξεων και ας ανταλλάξουμε εν ανάγκη ύβρεις και φιλιά παθητικά, διότι ‘τα γράμματα είναι σεβαστά ΄ και το τηλέφωνο γενναίο, το ταξίδι είναι μοναχικό κι αν το κάνουμε δεμένοι με σημειώσεις και με τηλεφωνήματα, ίσως- ποιος ξέρει;- μπορεί με την κουβέντα να περνούσε η ώρα’.

     Στο έργο της Γουλφ οι σκέψεις κονιορτοποιούνται από την ίδια την έντασή τους. Η υποτυπώδης δράση είναι ανίκανη να προβάλει αντίσταση στον ασυγκράτητο νόμο της αδράνειας. Η ανθρώπινη εμπειρία πρέπει να υποταχθεί στην αποπνικτική αρμονία του σύμπαντος. Τα θλιβερά πορίσματα της γνώσης οφείλουν να σαρωθούν και να διαπομπευθούν από το αμείλικτο ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ της τραγικής απόστασης. Ή απόσταση που υπήρχε μεταξύ των λεωφορείων έδινε την ευκαιρία στους επιβάτες που ήταν απ’ έξω να κοιτάζονται καταπρόσωπα. Όμως λίγοι το εκμεταλλεύονταν αυτό. Καθένας είχε τα δικά του να σκεφτεί. Καθένας είχε το παρελθόν του μέσα του σαν τα φύλλα ενός βιβλίου που το είχε μάθει απ’ έξω’.

Η Ελλάδα ταξιδεύει στη Γουλφ

     ‘Είναι τρέλα να χάνει κανείς τα καλύτερά του χρόνια πασχίζοντας να πλουτίσει, όταν υπάρχει αυτή η άγρια αλλά πολύ πολιτισμένη και πανέμορφη χώρα όπου μπορείς να ζήσεις’. Αυτά γράφει μεταξύ άλλων η Βιρτζίνια Γουλφ από την Αθήνα σε γράμμα της με παραλήπτη την ερωμένη της Βίτα Σάκβιλ Γουέστ, στις 8 Μαϊου 1932. Πρόκειται για το δεύτερο ταξίδι της στην Ελλάδα (το πρώτο το είχε κάνει το 1906, σε ηλικία 24 ετών).

     Η σχέση της Γουλφ με την Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό εκφράζεται ιδιαίτερα στο «Δωμάτιο του Τζάκομπ». Είναι μια σχέση που επιτρέπει σ’ αυτό το υπέροχο κεφάλι του Μοντιλιάνι να δηλώνει συνεχώς απούσα στο καταδυναστευτικό προσκλητήριο της προτεσταντικής ορθοδοξίας.

     Η ελληνολατρία του Τζάκομπ ισοδυναμεί με την παραδοχή της χρεωκοπίας του ορθού λόγου. Το βοριαδάκι του Επέκεινα φυσάει ανέμελο πάνω από τον οριοθετημένο δυτικό πολιτισμό. «Με ελληνικές λέξεις, πάνω από τα δέντρα στο μεταίχμιο της ζωής πλάι σ’ ένα ποτάμι, εκεί όπου οι νεκροί κάνουν τον περίπατό τους- τραγούδησαν μαζί πως δεν υπάρχει θάνατος.».

Να τελειώνουμε με «τον άγγελο του σπιτιού»

     Το 1918 οι γυναίκες αποκτούν δικαίωμα ψήφου στη Βρετανία. Το διάταγμα του 1919 κοινοποιεί τα ‘μυστικά’ των αντρικών επαγγελμάτων στο δεύτερο φύλο. Η συλλογική συνείδηση της εποχής αμφισβητεί την πανάρχαια πρόληψη της αντρικής πρωτοκαθεδρίας. Η Γουλφ συντάσσεται ολόψυχα στις γραμμές του μαχητικού φεμινισμού, επιμένοντας στους υλικούς όρους απεξάρτησης από την αντρική κηδεμονία. Ιδιαίτερα αναλύει τις κοινωνικές αιτίες, οι οποίες υποχρεώνουν, τις γυναίκες δημιουργούς να συνωθούνται στο περιθώριο της λογοτεχνίας. Θεωρεί προϋπόθεση ανατροπής αυτής της πλαστής πραγματικότητας την κατάκτηση μιας πνευματικής ελευθερίας, απαλλαγμένης από την αισθητική συμβατικότητα του κηδεμονεύοντος φύλου. Ίσως τότε ‘η νεκρή ποιήτρια, που υπήρξε αδελφή του Σαίξπηρ, πάρει το σώμα που θυσίασε τόσο συχνά. Θα γεννηθεί, αντλώντας τη ζωή απ’ τις ζωές των αγνώστων γυναικών που υπήρξαν οι πρόδρομοί της, όπως έκανε κι ο αδελφός της πριν απ’ αυτήν’.

     Ίσως η κ. Ράμσευ αποφασίσει να περάσει μόνη της «Μέχρι το Φάρο», αγνοώντας την απαγορευτική μετεωρολογία του συζύγου της. Ίσως αποφασίσει να κουρντίσει τα εκφραστικά της μέσα με τρόπο ασύμφορο για την ενορχηστρωμένη ματαιοδοξία του κ. Ράμσευ. Και ποιος ξέρει; Είναι πιθανόν η κ. Νταλλογουέη, διαγράφουσα μια θεαματική τροχιά, να βρεθεί από την εφημερία των μαύρων λογισμών στο δοξαστικό παραλήρημα μιας ζωής που ‘απολαμβάνει με τον επικούρειο τρόπο’.

«Βράχε των αιώνων, ρωγμή μου, μέσα σου θέλω να κρυφτώ»

     Η Γούλφ ψηλαφεί τον κόσμο με τον τρόπο των παιδιών. Αρνούμενη να ενδώσει στην ευκολία του αγνωστικισμού, ανακαλύπτει τις έννοιες ως επικαρπία απροκατάληπτων παρομοιώσεων. Το λονδρέζικο τοπίο τροφοδοτεί αφειδώς αυτή τη μέθοδο ανάγνωσης της πραγματικότητας. Πίσω από το φαινομενικά πολύπλοκο μηχανισμό των συμβόλων, τρέχουν ακατάπαυστα χιλιάδες λέξεις, καρποί της πιο φυσικής ωορρηξίας. Η γνώση δεν παραδέχεται γονέα άλλον από τον πόνο. Οι λέξεις απεργούν έως ότου η Βιρτζίνια αφήσει το επισκεπτήριό της στην ανεξιχνίαστη ομορφιά τους. «Όμως οι λέξεις έχουν πολυχρησιμοποιηθεί ‘ τις πιάσανε πολλά χέρια, τις γύρισαν μέσα έξω, τέλος τις άφησαν έκθετες στη σκόνη του δρόμου».

     Λέξεις, λέξεις που εξεγείρονται εναντίον του Χρόνου. Προσπαθούν να διαμελίσουν τη συμπαγή απειλή του, να αφοπλίσουν το περαιτέρω. Ο Χρόνος όμως ανθίσταται σ’ αυτή την προσβολή που επιχειρεί να άρει την προπατορική αδικία και εξαπολύει ρυτίδες και φοβερά τατουάζ, ενώ η Γουλφ αποπειράται την ακινητοποίησή του. ‘Πίσω από τους γκρίζους τοίχους κάθονταν τόσο πολλοί νέοι, μερικοί διαβάζοντας περιοδικά, φτηνοφυλλάδες αναμφισβήτητα’ πόδια πάνω στα χερούλια της πολυθρόνας’ κάπνισμα’ ξάπλωμα πάνω στα τραπέζια, και γράψιμο, ενώ τα κεφάλια τους έκαναν κύκλο γύρω καθώς η πένα κινιόταν- απλοί νέοι άνθρωποι που θα-μα δε χρειάζεται να τους φανταστούμε να γερνάνε».

      Ενώ ο Προυστ αναζητά το χαμένο χρόνο δια του έργου του, η Βιρτζίνια Γουλφ διατηρεί ανοιχτό το μέτωπο και αρνείται να υψώσει λευκή σημαία. Μηχανεύεται τεχνικές αναζωπύρωσης της μάχης, όσες και τα μυθιστορήματά της. Ο διγενής Ορλάντο-έργο εμπνευσμένο από τη Βίτα- διανύει εμπαθής τέσσερις ολόκληρους αιώνες, αλλάζει φύλο, καταφεύγει στην ποίηση για να την αρνηθεί  σβήνοντας με το μελάνι του «μικρούς καταρράκτες αθέλητης έμπνευσης», συνομιλεί σε μια ανά τους αιώνες φιλία με τη βελανιδιά και υποδέχεται άχρονος τον εικοστό αιώνα. «Τίποτα δεν φαινόταν ολόκληρο, τίποτα δεν μπορούσες να διαβάσεις απ’ την αρχή ως το τέλος. Κάτι που έβλεπες ν’ αρχίζει- τη συνάντηση δύο φίλων, για παράδειγμα, που προχωρούν ο ένας προς τον άλλο διασχίζοντας το δρόμο- δεν το έβλεπες ποτέ να τελειώνει». Μέσα στην απορία του ανθρώπινου πολιτισμού εγκαθιστά η Ορλάντο την οικογενειακή της σκευή, ενώ η αγριόχηνα –η δυνατότητα της πτήσης-απομακρύνεται.

     Στον Ορλάντο η Γουλφ συνυπογράφει με τον Προυστ την έννοια της εκ παρεξηγήσεως ευτυχίας. Η αλυσίδα των ψευδαισθήσεων δημιουργεί ένα πλάσμα δικαίου, το οποίο σαφώς διαχωρίζει τις κοινωνικές τάξεις όταν δεν υπάρχει άλλο παραδεκτό κριτήριο. «Το όμορφο πέπλο της ψευδαίσθησης απλωνόταν αδιατάραχτο πάνω απ’ τον κύκλο της λαίδης Ράμσευ. Οι καλεσμένοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχισμένους, νόμιζαν ότι ήταν πνευματώδεις, νόμιζαν ότι ήταν σοφοί, και, καθώς οι ίδιοι τα πίστευαν όλα αυτά, υπήρχαν  άλλοι που τα πίστευαν ακόμη περισσότερο’ ο καθένας ζήλευε αυτούς που ήταν αποδεκτοί σ’ αυτόν τον κύκλο αυτοί πάλι που ήταν αποδεκτοί ζήλευαν τους ίδιους τους εαυτούς τους επειδή οι άλλοι τους ζήλευαν κι έτσι η όλη ιστορία φαινόταν να μην έχει τέλος».

     Η κ. Νταλλογουέη ζει εντός 24ώρου μια ζωή, την ανάμνηση της και συνθέτει εν βρασμώ ψυχής τον επιτάφιο θρήνο της. Σ’ ένα εικοσιτετράωρο αρκείται και ο Τζόυς στον ‘Οδυσσέα», για να αφηγηθεί τη ζωή ενός Εβραίου διαφημιστή, στο Δουβλίνο του 1904. Η Κλαρίσσα Νταλλογουέη παρακολουθεί το χρόνο να διαφεύγει ανεξέλεγκτος. Ο εκ βαθέων σπαραγμός δεν τον αποτρέπει από το κυρίως έργο του: να καταστήσει ατελέσφορο και ανενεργό το ερωτικό συναίσθημα. Ακόμα και όταν ο Σέπτιμος αυτοκτονεί πυροβολώντας στο κέντρο του Χρόνου, ο νόμος της βαρύτητος ή της λήθης επενδύει ως αλεξίσφαιρο κόσμημα το θώρακα του εχθρού.

«Όμως εγώ σε μια πιο άγρια τρικυμία Σε βάραθρα έπεσα βαθύτερα από κείνον»

      Ο Φάρος εξασφαλίζει τη δυνατότητα της εναλλαγής, η οποία στην έρημη χώρα ισούται με την απόλυτη ελευθερία. Μια ελευθερία που φοβίζει περισσότερο απ’ όλους το διανοούμενο κ. Ράμσευ’ θέλει αρετή και τόλμη το ταξίδι στην αντίπερα όχθη. Εκεί το υπέρτατο κριτήριο δεν είναι ο θησαυρός των γνώσεων. Ίσως να μην ισχύουν καν κριτήρια. Η εκδρομή θα γίνει όταν πια η κ. Ράμσευ θα είναι νεκρή. Ο θάνατός της επέτρεψε τον απόπλου, μεταβάλλοντάς τον όμως από προσδοκία λύτρωσης σε περιηγητική διαδικασία. Ο Φάρος εξακολουθεί να εκπέμπει φως, αλλά οι εκδρομείς δεν έχουν την έπαρση και την αποφασιστικότητα του τυχοδιώκτη. Το φώς εκ φωτός παραμένει δυστυχώς μια απομακρυσμένη ουτοπία. Η ζωγράφος Λίλυ μετατοπίζει επ’ άπειρον ένα δέντρο στο τελάρο της, έχοντας ‘ανταλλάξει τη ρευστότητα της ζωής με τη συγκέντρωση της ζωγραφικής’ και ο γέρο- Μακάλιστερ φωνάζει καθώς πετάει την πετονιά του ‘χαθήκαμε’, κι ύστερα πάλι, ‘καθένας μόνος’.

     Στα ‘Κύματα’, που η Γουλφ χαρακτηρίζει δραματικό ποίημα, υφαίνεται το χρονικό μιας ατέρμονης αγωνίας. Έξι πρόσωπα υπάρχουν και δεν υπάρχουν, διατρέχουν συνεχώς τον κίνδυνο ‘να τιναχτούν για πάντα έξω από την καμπύλη του χρόνου’ και επιζητούν ένα σταθερό σημείο αναφοράς, που να επικυρώνει την ύπαρξή τους. Χρειάζονται τον Πέρσιβαλ. Αυτόν που ενσαρκώνει την κατάφαση της ζωής. Την αθωότητα του θαύματος που περικλείει τη ζωή και την αιωνιότητα. Ο Πέρσιβαλ πεθαίνει και εγκαταλείπει στη φυσική τάξη πραγμάτων τον Μπέρναρντ, τη Σούζαν, τον Νέβιλ, την Τζίνυ, τον Λούις και τη Ρόντα, έρμαια των παιδικών τους και ουδέποτε διαψευσμένων προφητειών. Ο κόσμος αρνείται να τους παραχωρήσει το παρηγορητικό δικαίωμα ‘να φτιάξουν ομοιώματα όλων των πραγμάτων που απεχθάνονται πιο πολύ και να τα θάψουν στο χώμα’.

     Η Βιρτζίνια Γουλφ θεωρεί τα ‘Κύματα’ το πιο σύνθετο και το πιο δύσκολο βιβλίο της. Είναι ένα έργο καθολικό, ακριβώς επειδή χάσκει ‘γεμάτο τρύπες και μπαλώματα’.

«Και τα βάθη της θάλασσας δεν είναι στο κάτω-κάτω άλλο από νερό»

     Η Βιρτζίνια Γουλφ είναι πενηνταεννιά χρονών, όταν αποσύρεται οριστικά, εγκαταλείποντας την αδελφή της, τον άντρα της Λέοναρντ Γουλφ και τις βασανιστικές ημικρανίες της. Το πάθος της επέλεξε σαν αναπαυτήριο ένα χώρο μυστηριακό, ένα χωνευτήρι συμβόλων. Ο υδάτινος όγκος προς τιμήν του την περιέθαλψε.

             ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ  ΓΟΥΛΦ

                                                ΕΚΔΟΣΕΙΣ

-Ορλάντο                                         ΑΣΤΑΡΤΗ

-Η κυρία Νταλλογουέη                ΕΡΜΕΙΑΣ

-Τα κύματα                                      ΟΔΥΣΣΕΑΣ

-Μέχρι το Φάρο                             ΟΔΥΣΣΕΑΣ

-Το δωμάτιο του Τζάκομπ           ΟΔΥΣΣΕΑΣ

-Ένα δικό σου δωμάτιο                ΟΔΥΣΣΕΑΣ

-Ελλάδα και Μάης μαζί               ΚΡΥΣΤΑΛΛΟ

-Μόνικ Νατάν: Βιρτζίνια Γουλφ   ΘΕΜΕΛΙΟ

      ΚΙΜΩΝ  ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Περιοδικό ΒΙΒΛΙΟ &  MEDIA τεύχος 6/ Μάρτιος 1991, σ.37-40

           V I R G I N I A   W O O L F

      Γουλφ (Woolf), Βιρτζίνια (1882-1941). Αγγλίδα μυθιστοριογράφος, κριτικός και δοκιμιογράφος, που συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία του μοντέρνου μυθιστορήματος. Κόρη του διακεκριμένου βικτωριανού διανοούμενου σερ Λέσλη Στέφεν, μυήθηκε από πολύ νωρίς στον κόσμο της αριστοκρατίας του πνεύματος. Παράλληλα η επιβλητική μορφή του πατέρα της άσκησε διπλή επίδραση πάνω της’ της ενέπνευσε τη δημιουργία πολλών ανδρών χαρακτήρων στα έργα της και ταυτόχρονα της προκάλεσε μιαν αποστροφή για το βικτωριανό πατριαρχισμό και την αυταρχικότητα.

       Η Γουλφ άρχισε τη λογοτεχνική της δραστηριότητα πολύ νωρίς, δημοσιεύοντας από τα είκοσι χρόνια της λογοτεχνική κριτική στο Times Literary Supplement. Οι τάσεις της για μιαν απελευθέρωση από τους ασφυκτικούς περιορισμούς και την υποκρισία της βικτωριανής αγγλικής κοινωνίας, την έκαναν ενεργό μέλος (όπως και την αδερφή της Βανέσσα και τους αδερφούς της Άντριαν και Τόμπυ) της πρωτοποριακής ομάδος διανοουμένων «Μπλούσμπερυ» που είχε αφετηρία τον κύκλο των μαθητών του φιλόσοφου Τζωρτζ Μουρ στο Καίμπριτζ και στόχευε στην αναζήτηση «της αγάπης, του κάλλους και της αλήθειας». Το 1917 με τη σύμπραξη του λόγιου συζύγου της Λέοναρντ Γουλφ η Βιρτζίνια ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο “Hogarth Press” που εξέδωσε εκτός από τα δικά της και  έργα μεγάλων συγγραφέων της εποχής, όπως του Τ. Σ. Έλιοτ και του Ε. Μ. Φόρστερ, ενισχύοντας έτσι τα πρώτα βήματά τους.

     Η Γουλφ με αφετηρία το αβέβαιο και το ατελές της γνώσης και του κόσμου, του εαυτού και του άλλου αποσκοπεί στα έργα της σε μια υποκειμενική καταγραφή. Αυτή η ενασχόλησή της με τον εσωτερικό ψυχισμό των ηρώων της τη φέρνει στο κέντρο της κίνησης του «μοντερνισμού», αφού στρέφει τη γραφή της προς τη ροή της ανθρώπινης συνείδησης και μεταβάλλει τις παραδοσιακές δομές της μυθιστορίας: απαλείφει σταδιακά τον καθιερωμένο αφηγητή, που και η ίδια είχε χρησιμοποιήσει στα δύο πρώτα έργα της Μακρινό Ταξίδι (The Voyage out, 1915) και Νύχτα και μέρα (Night and Day, 1919). Στο πρώτο πειραματικό της έργο, Το δωμάτιο του Ιακώβ (Jacobs Room, 1922), η αφήγηση και ο σχεδιασμός σχεδόν εξαφανίζονται και μαζί, κατά συνέπεια, ο εξωτερικός χαρακτηρισμός των προσώπων και η παρακολούθηση της εξέλιξης μιας ολοκληρωμένης πλοκής. Όλα αυτά τα παραδοσιακά στοιχεία του μυθιστορήματος αντικαθίστανται από μια εμπρεσιονιστική μέθοδο γραφής, η οποία απεικονίζει πορτραίτα ανθρώπων με ρευστή προσωπικότητα που διαθέτουν υψηλές διανοητικές ή διεισδυτικές ικανότητες χρησιμοποιώντας εικόνες σπάνιας διαίσθησης και αισθητικής ομορφιάς.

       Η χρήση του εσωτερικού μονόλογου από τον Τζαίημς Τζόυς στο οριακό του έργο Οδυσσέας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στη Γουλφ, που αποφάσισε να δοκιμάσει τη νέα μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού στο Δωμάτιο του Ιακώβ. Συνεχίζοντας τους σχετικούς πειραματισμούς της κατόρθωσε να φτάσει σε μια τελειότητα τεχνικής και ισορροπίας ύφους στο επόμενο έργο της Η κυρία Ντάλλογουαιυ (Mrs. Dalloway, 1925)  καθώς και Στο φάρο (To the Lighthouse, 1927), που θεωρείται το αριστούργημά της. Στο έργο αυτό η γλώσσα γίνεται ελλειπτική, ρυθμική, συνδυάζοντας τον πλούσιο λυρισμό, τη μουσικότητα και την εικονική αναπλαστικότητα της ποίησης. Είναι μια γλώσσα «συνδηλωτική», που λειτουργεί σε πολλά σημασιολογικά επίπεδα, πολύ διαφορετική από την παραδοσιακή γλώσσα του πεζού λόγου. Η Γουλφ, δυσπιστώντας στην αξία του ορθολογισμού, δίνει στο χώρο και στο χρόνο περισσότερο συναισθηματικές παρά πραγματικές διαστάσεις, αποφεύγει την ηθικολογία και αρκείται σε μιαν αποσπασματική αναπαράσταση και βαθμιαία κατανόηση μιας ορισμένης όψης το κόσμου και της ζωής. Γεγονότα, όπως η γέννηση, η  αγάπη, ο γάμος, ο θάνατος, που συνήθως αποτελούν νευραλγικά σημεία στην εξέλιξη της πλοκής του παραδοσιακού μυθιστορήματος, παρουσιάζονται με ευαισθησία αλλά χωρίς ιδιαίτερη έξαρση σαν αναπόφευκτα φαινόμενα μέσα στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ζωής. Από τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά της ιδιαίτερο λογοτεχνικό ενδιαφέρον έχουν Τα κύματα (The Waves, 1931).

     Το όνομα της Γουλφ συνδέεται επίσης με το φεμινιστικό κίνημα, αλλά ο φεμινισμός της είναι περισσότερο συναισθηματικός παρά ορθολογικός. Ελάχιστα στοιχεία που να προάγουν μια καθαρά φεμινιστική στάση υπάρχουν μέσα στα εννέα μυθιστορήματά της, όπου, αντίθετα κυριαρχεί η ιδέα του ανδρογυνισμού, ένα από τα ιδεώδη της ομάδας του «Μπλούμσμπερυ». Τα δοκίμιά της Ένα δικό σου δωμάτιο (A Room of oness own, 1929) και Τρεις γκινέες (Three Guineas, 1938) είναι κυρίως τα έργα στα οποία εκθέτει τη σύγχρονη φεμινιστική θέση. Από τα λογοτεχνικά της δοκίμια, συγκεντρωμένα σε δυο συλλογές με τίτλους. Ο κοινός αναγνώστης (The Common Reader, 1925) και Ο δεύτερος κοινός αναγνώστης (The Second Common Reader, 1932), εξέχουσα θέση έχουν Η σύγχρονη μυθιστοριογραφία (Modern Fiction, 1919). Ο κύριος Μπέννεττ και η κυρία Μπράουν (Mr. Bennett and Mrs Brown, 1924) και  Η στενή γέφυρα της τέχνης (The Narrow Bridge of Art, 1927).  Άλλα έργα της είναι Το στοιχειωμένο σπίτι και άλλες ιστορίες (The Haunted House and Other Stories, 1943) και το ημερολόγιό της (A Writers Diary, 1953).

     Η Γουλφ κατά τη διάρκεια της ζωής της υπέφερε από αλλεπάλληλες νευρικές κρίσεις για τις οποίες επανειλημμένα υποβλήθηκε σε θεραπεία. Τελικά, το 1941, κάτω από τον εφιάλτη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, αυτοκτόνησε.

        ΕΛΙΣΑΒΕΤ  ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΟΥ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τόμος 3ος, εκδ. Εκδοτική Αθηνών- Τα Νέα, Αθήνα 1999, σελ. 193-194.

     Ελάχιστα και ίσως αυθαίρετα;

       «Έληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίσθηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας». Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε- δεκαεφτά χρονών. Κοιτάξτε τους καλά. Προσέξτε την Κατήφειά τους. Την νευρική τους απάθεια, την σιωπή τους, την δύσαρθρη ομιλία τους, την δύσθυμη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος. Πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Κι αν ακόμα δεν είναι αυτοί οι Συναγερμός, θα έρθουν παιδιά και έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για τον Νέο Λόγο. Απλά, για τον Λόγο. Για λέξεις που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν.

       Φοβηθείτε τους.

Γιώργος Χειμωνάς, «Αποσπάσματα από ομιλία σε κοινό», σελ. 24-25. Στο βιβλίο του: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ, Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γούλφ; Δημόσια Κείμενα. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995. (στην Σειρά ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ. Διεύθυνση: Θανάσης Θ. Νιάρχος).

      Συνεχίζω να διαβάζω τα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ τουλάχιστον, μέχρι την 28 Μαρτίου που συμπληρώνονται 83 χρόνια από τον τερματισμό του επίγειου βιολογικού της κύκλου και παράλληλα, βιβλία, άρθρα και μελέτες για το έργο της. Όχι ως αναγνωστικό επετειακό μνημόσυνο ή φιλολογική επιθυμία για μία ακόμη δημοσίευση και ανάρτηση μέσα στην υγρασία και την ερημιά του δωματίου, για ένα ηλεκτρονικό αφιέρωμα αλλά, ανοίγοντας νοερά συνομιλία με την συγγραφέα, εισηγήτρια του μοντερνισμού στην αγγλία και την ευρωπαϊκή ήπειρο, τα πεζά και την φωνή της. Θεωρώ ή τουλάχιστον, θέλω να ελπίζω, ότι η γραφή και η ηχώ της σκέψης της, το πνεύμα και οι προβληματισμοί της, οι ενστάσεις της πάνω στην τεχνική, τους κανόνες, τις προτεραιότητες και την μέθοδο της ύφανσης του μοντέρνου μυθιστορήματος, οι θεωρίες και οι απόψεις της, οι ιδέες της, είναι ακόμα ζωντανές, παρούσες, επίκαιρες, «ανοξείδωτες» στο χρόνο, αφήνουν το αποτύπωμά τους στις συνειδήσεις των σύγχρονων αναγνωστών και νεότερων ηλικιακά συγγραφέων. Είναι παρόντα τα ίχνη της συγγραφικής κριτικής της μαρτυρίας, της αισθητικής της γραφής της και του καθαρού ύφους της. Επαληθεύσιμες οι αξιολογικές της προτάσεις μέσα στο πλέγμα της εξέτασης της ιστορίας της λογοτεχνίας στον δυτικό κόσμο. Η διορατικότητα του βλέμματός της στις προσωπικές αναγνωστικές της περιπλανήσεις, προθέσεων προσεγγίσεις και επιλογές ξεχωρίζουν άμεσα και αμέσως. Οι αναγνωστικές της συσχετίσεις καθορίζουν την οπτική και τους άξονες της ματιάς της και ό,τι κατόπιν μας λέει και εκφράζει η γραφή της. Η ευφυΐα των συλλήψεών της και στο πώς αφομοιώνει και προσλαμβάνει κάθε καινούργιο αναγνωστικό της ερέθισμα και συγκινησιακό τρανταγμό, φορτίο εσωτερικών της αναφορών είναι άμεσα αντιληπτό και εμφανές με την πρώτη ματιά από τον αναγνώστη διαχρονικά. Λογικά και μεθοδικά τα επιχειρήματά της καθόλου ανεξέλεγκτο το φτερούγισμα της φαντασίας της, εστιάζεται η φωνή της εντός των εσωτερικών τειχών της τέχνης του μυθιστορήματος. Η κριτική της αρματωσιά στέρεα και μεγάλη, ελάχιστες φορές επιτρέπει στον εαυτό της νοητικά άλματα, οι φιλολογικές της επισημάνσεις και κριτικές παρατηρήσεις είναι μάλλον πράγμα σπάνιο για την εποχή της, το φύλο της, τις κοινωνικές συνθήκες που ανατρέφονται, ζουν και εκπαιδεύονται οι γυναίκες στο βικτωριανό περιβάλλον, συγκρινόμενη πάντα σε σχέση με άντρες και του φύλου της ομοτέχνους της συγγραφείς και κριτικούς των χρόνων της. Όλα αυτά και άλλα γνωστά, καθιστούν επίκαιρη την θηλυκή αυτή γραφίδα του προηγούμενου αιώνα καθώς πλησιάζουμε με καλές προθέσεις εκ νέου την μαρτυρία του έργου της, την αλήθεια της φωνής της, των αφηγήσεών της σήμερα, εν έτη 2024, που οι ιστορικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του βίου μας έχουν αλλάξει δραματικά. Οι αναγνωστικές μας προτεραιότητες και συνήθειες είναι εντελώς διαφορετικές, οι σύγχρονες των ανθρώπων κοινωνίες είναι προσανατολισμένες προς άλλους ορίζοντες, λιγότερο πνευματικούς και κλασικοτραφείς και περισσότερο οικονομικούς και τεχνολογικούς. Παλαιότεροι πολιτισμικοί κύκλοι της Ιστορίας και των μυθολογικών συμβολισμών της ανθρωπότητας αποδομούνται ή καταστρέφονται. Εκπαιδευτικοί και ψυχαγωγικοί τρόποι αγωγής και ζωής, πρότυπα ηρωικών αξιών και αρχών τερματίζονται, γκρεμίζονται εν μία νυχτί. (Μπαίνουν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας κατά μία έκφραση του συρμού ως σκελετοί της παλιάς προνεοτερικής παράδοσης). Τα πανάρχαια πολιτιστικά μας προτάγματα και πρότυπα, οι καθολικοί αναγνωρίσιμοι επίσημοι συμβολισμοί και αξιακά είδωλα έχουν υποστεί βαθιές ρωγμές και ανεπούλωτες αναθεωρήσεις και κατεδαφίσεις. Από την αμάχη αυτή των ανθρώπων στο αλωνάκι του χρόνου δεν ξέφυγε η λογοτεχνία, οι συγγραφείς και το έργο τους, η τέχνη στην πολυμορφία των εκδηλώσεών της γενικότερα. Ο λόγος της γραφής-κατά την προσωπική μου αντίληψη- πειραματίζεται περισσότερο με τον εαυτό του, αυτοπεριορίζεται στα δικά του σύνορα αυτοβαυκαλιζόμενος και αυτοθαυμαζόμενος. Ο χαρακτήρας γραφής πολλών σύγχρονων μυθιστοριογράφων αυτοπροσωπογραφείται αυτόν καθ’ εαυτόν, είναι κυρίως αυτοαναφορικός. Κυρίως μάλλον στον χώρο της Ποίησης. Έχουν διαφοροποιηθεί σήμερα παντελώς τα πλέγματα προσεγγίσεως και ερμηνείας των πολιτιστικών επιλογών μας, οι εξωτερικές και εσωτερικές ενσωματώσεις εμπειριών και μνημών, οραμάτων παρασάγγας απέχουν από αυτά των χρόνων της Βιρτζίνια Γούλφ και των άλλων ευρωπαίων δημιουργών και καλλιτεχνών. Οι προσλήψεις και οι επιρροές ζωής και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων, αναγνωστικές ανάγκες των φιλότεχνων και φιλαναγνωστών δεν μοιάζουν με εκείνες των βικτωριανών χρόνων και των εποχών του τέλους του ρομαντισμού, των προ μοντέρνων χρόνων. Περιόδους της Ιστορίας που οι άνθρωποι συνομιλούσαν απευθείας με τους Θεούς τους, τα ξωτικά και τις νεραΐδες της Φύσης, τα δαιμονικά πνεύματα και οι σκοτεινές ενέργειές τους είχαν άμεση επίδραση στις ζωές των ανθρώπων και στις μεταξύ τους σχέσεις, συνήθειες, παραδόσεις και μεταφυσικές δοξασίες. Οι ρυθμοί ζωής των ανθρώπων ακολουθούσαν τους ρυθμούς του φυσικού περιβάλλοντος, και η μεταφυσική τους προέρχονταν από επαληθεύσιμες έμπρακτες της ζωής γεύσεις, οσμές, εικόνες, παραστάσεις, εμπνεύσεις και πιστεύω σε έναν κοινό Λόγο οντολογικής συνύπαρξης Θεών, Ανθρώπων, Φύσης. Ενδέχεται σύμφωνα με τα προσωπικά μου διαβάσματα και αναγνωστικές αντιλήψεις, η προνεοτερική περίοδος και μοντέρνα εποχή της ανθρωπότητας, να αρχίζει την περίοδο της συγγραφής των Σαιξπηρικών έργων. Όταν αρχίζει να περιορίζεται η εμβέλεια των κλασικών παραδειγμάτων της αρχαίας εποχής και η ανθρώπινη συνείδηση αρχίζει να αυτονομείται από την κηδεμονία της μεταφυσικής, μυθολογικής και θεολογικής μοίρας. Αν η «Έρημη Χώρα» του συμπατριώτη της ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ δηλώνει το τέλος του λυρισμού και της ποιητικής ενατένισης του Κόσμου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου και του Άουσβιτς φανερώνουν στον νέο άνθρωπο που μπορεί να οδηγήσουν ορισμένες από τις αρχές του μοντερνισμού, της απολυτοποίησης και δογματοποίησης της Λογικής. Μιάς δογματοποίησης του Λόγου προερχόμενης από τους χώρους της Θρησκείας και της αντίστοιχης ηθικής και οντολογικής δογματικότητάς της. Το Μεσσιανικό της Ιστορίας λάθος που υιοθέτησαν και τα δύο οικονομικά της ανθρωπότητας πολιτικά συστήματα. Κανείς όμως δεν αναρωτήθηκε από τους μοντερνιστές κριτικούς και ακαδημαϊκούς στοχαστές πόσες αναγνωστικές δυνάμεις μπορεί να έχει ένας κρατούμενος ή φυλακισμένος, βασανισμένος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να διαβάσει το ογκώδες μεγαλούργημα του Τζέημς Τζόϋς, τον σύγχρονο «Οδυσσέα» μέσα σε ένα κελί μαρτυρίου; Κάτω από ποιες ξένοιαστες της ζωής του συνθήκες έκατσε μπροστά στο συγγραφικό του αργαλειό ο Μαρσέλ Προυστ και ύφανε το πανοραμικό του χαλί «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο»; «Οι Κιβδηλοποιοί» ποιους φωτογραφίζουν, τον αρχαίο πολίτη ή αυτόν των νεότερων της ιστορίας χρόνων; Και άλλα πολλά παραδείγματα, όταν το σύγχρονο μυθιστόρημα μέσω της ρώσικης μυθιστορηματικής παράδοσης απεκδύεται την δράση και την κίνηση και ενστερνίζεται τις αρχές της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης. Είναι άραγε ο πίνακας της «Γκουέρνικα» το τέλος της ζωγραφικής, όπως τα κρεματόρια της Ποίησης; Μπορούμε ερχόμενοι αντιμέτωποι με τις απόψεις και θεωρίες της ίδιας της Βιρτζίνια Γουλφ να παραβλέψουμε την αυθεντικότητα και τραγικότητα των αληθινών συμβάντων της ζωής της και να μιλήσουμε καθαρά μόνο για την πραγματικότητα των εμπειριών της γραφής της; Τι αξίζει στην τελική ανάλυση περισσότερο να προσέξουμε, την ταλαιπωρία της ζωής της ή την αφηγηματική της αποτύπωση μέσα στα βιβλία και τα ημερολόγιά της; Την αγγλίδα γυναίκα ή την συγγραφέα; Ας μην μας διαφεύγει ότι η Βιρτζίνια Γουλφ δεν καλλιεργεί μόνο την συγγραφική τέχνη αλλά και την αναγνωστική μέθοδο του μελλοντικού αναγνώστη μαζί. Φωτίζει μέσα στα έργα της μονοπάτια ανάγνωσής μας πώς να πλησιάσουμε και να διαβάσουμε το έργο της, μας μιλά για το πώς οφείλουμε να διαβάζουμε ένα συγγραφικό αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που ακόμα δεν γνωρίζει ούτε η ίδια την καθαρότητα των κανόνων του, την νέα του ονομασία, λειτουργία, σε σχέση με τον ρόλο και την αξία της ποίησης. Φτάνει στο σημείο να διαχωρίζει το αναγνωστικό μας βλέμμα και την βαρύτητα της κρίσης μας ανάλογα με την ηλικία μας, την πνευματική μας επάρκεια, τις γνώσεις που διαθέτει ένας αναγνώστης. Δεν συναντάμε τίποτα σταθερό στον λόγο και την φωνή της, την φιλοσοφία της γραφής της. Τα πάντα κυλούν σε έναν Ηρακλείτειο ποταμό ζωής και ασταμάτητων εμπειριών που τα νερά του διοχετεύονται στην γραφή, στο νέο μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να οικοδομήσει. Ποιά όμως πνευματική- αναγνωστική ανάγκη ή επιθυμία μπορεί να οδηγήσει τον σύγχρονο αναγνώστη με τα δικά του σημερινά προβλήματα και αδιέξοδα, να αφήσει το ταξίδι της ατομικότητάς του, την αδιάκοπη ρευστότητά του, και να «προσδεθεί» στο μεσαίο κατάρτι της αφήγησης μιάς άλλης εποχής και μιάς άλλης ύπαρξης; Και ακόμα, η αναγνωστική μας περιέργεια μας ωθεί να αναρωτηθούμε άραγε αν η Βιρτζίνια Γουλφ δεν υπέφερε από τους διαρκείς νευρολογικούς κλονισμούς της και τις περιόδους κατάθλιψής της, θα εξέφραζε αυτές τις απόψεις για το σύγχρονο μυθιστόρημα; Ή θα κωδικοποιούσε τις παλαιότερες αρχές του και θα ακολουθούσε την εξέλιξη των υπολοίπων αγγλίδων συγγραφέων; Και ακόμα, ανήκει στις κυρίαρχες «αποικιοκρατικές» αγγλικές γραφές και ευρωπαϊκές φωνές η λογοτεχνική γλώσσα της; Μπορούμε να σημειώσουμε με βεβαιότητα ότι η Βιρτζίνια Γουλφ επινόησε μία νέα, σύγχρονη, μοντέρνα γλώσσα με σκοπό να επανασηματοδοτήσει και επανανοηματοδοτήσει τα όνειρα και τις προσδοκίες ζωής του φύλου της (των γυναικών) και των αντρών μαζί; Πόσο εύκαμπτο και ευλύγιστο είναι το συγγραφικό της μοντέλο ώστε να χωρέσει και τον συλλογικό σύγχρονο των ημερών μας αναγκαίο καθολικό μετασχηματισμό του; Η γλώσσα ή η εμπειρία της μεταφέρει την σημερινή αλήθεια των ανθρώπων; Μήπως το έργο της Βιρτζίνια Γούλφ δεν είναι παρά μία ψυχολογική της μετάθεση απαλλαγής των προσωπικών της αδιεξόδων και προβλημάτων; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία καθαρή πολιτική του μυθιστορηματικού της λόγου; Εν τέλει, άστεγη στο χρόνο είναι η Ζωή ή η Τέχνη;

Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις,- αναγνωστικής μαρτυρίας ή ματαιότητας- εγείρεται το κεντρικό ερώτημα ή επανέρχεται στην επιφάνεια, κατά πόσο κοινωνεί το έργο της Βιρτζίνια Γούλφ στις μέρες μας (όπως και άλλων δημιουργών), τι μας συγκινεί σε αυτό όταν το διαβάζουμε, πόσο αλλάζει τους τρόπους αντιλήψεών μας η πρωτοπόρα σκέψη της, κατορθώνει να εισχωρήσει, να περιπλεχτεί με τις συνειδήσεις των σύγχρονων αναγνωστών και για πόσο διάστημα;  Ο χαρακτήρας της τέχνης οφείλει να είναι αμφισβητησιακός, ριζοσπαστικός, συγκρουσιακός, ανατρεπτικός ή κατεστημένος; Και σε ποια κατηγορία υπάγεται η έμπνευση και το ταλέντο ενός καλλιτέχνη, ενός ποιητή ή πεζογράφου, της Βιρτζίνιας; Μήπως η αυταρέσκεια ενός καλλιτέχνη επισκιάζει την οπτική του αναγνωστικού κοινού;

     Διαβάζοντας εκ νέου τα βιβλία της Βιρτζίνια Γουλφ αισθάνομαι την σκιά της σιμά μου να ξεφυλλίζουμε μαζί τις σελίδες των βιβλίων της. Νιώθω την συγγραφική της αναπνοή πλάι μου, ακούω τον αντίλαλο της ήρεμης και θλιμμένης φωνή της να θέλει να ακουστεί ξανά, να επικοινωνήσει μαζί μου και μαζί μας, να γνωρίσει έναν-έναν τους άγνωστούς της αναγνώστες που, ογδόντα τρία χρόνια μετά αναζητούν και διαβάζουν το έργο της. Από την πλευρά μου τις μιλώ για τους σύγχρονους έλληνες μεταφραστές της στα ελληνικά, δείχνει έκπληκτη με την αγάπη που δείχνουν οι έλληνες φιλότεχνοι για το έργο της. Μου υπενθυμίζει ότι θαύμαζε από τα νιάτα της την Ελλάδα, διδάχτηκε αρχαία ελληνικά και λατινικά, διάβαζε στο πρωτότυπο αρχαίους έλληνες φιλόσοφους και τραγικούς, την επισκέφτηκε δύο φορές. Της αναφέρω σύγχρονα δημοσιεύματα, άρθρα που γράφτηκαν , για έλληνες σημαντικές προσωπικότητες και επιστήμονες όπως ο Γιώργος Χειμωνάς, αξιόλογους δοκιμιογράφους όπως ο Κίμων Ρηγόπουλος, την Ελισάβετ Σακελλαρίδου που κείμενά τους αντιγράφω παραπάνω. Μένει έκπληκτη με την ελληνική αποδοχή, ακούει με απορία ότι τίτλοι βιβλίων της εξαντλήθηκαν γρήγορα. Φτερουγίζει σαν «Άγγελος του Σπιτιού» φύλακας, επιθυμεί  να γνωρίσει από κοντά, να συναντήσει τους σημερινούς και αυριανούς της αναγνώστες. Της γνέφω με συγκατάβαση, απλώνω τα χέρια μου να αγκαλιάσω την σκιά της, το βιβλίο που διαβάζω πέφτει στο πάτωμα, τρομάζω από την απουσία ζωής στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης όπου φυλάγονται τα σκονισμένα βιβλία της. Ελαφρό αεράκι φέρνει η απουσία της, μια λευκή πεταλούδα πεταρίζει έξω από το παράθυρο.

     Το έκτο αυτό σημείωμα για την αγγλίδα συγγραφέα, εισηγήτρια του μοντερνισμού στην αγγλία, στην ευρώπη και τον δυτικό κόσμο γενικότερα, είχα αποφασίσει να το δημοσιεύσω πριν το προηγούμενο σημείωμα, με τον Κατάλογο Μεταφρασμένων Βιβλίων της στα Ελληνικά. Παράλληλα ετοίμαζα δύο ακόμα σημειώματα. Διαβάζοντας τις απόψεις του Γιώργου Χειμωνά, αναζήτησα το μελέτημα της Λένας Κωνσταντέλλου, «Τζαίημς Τζόυς, Βιρτζίνια Γουλφ, Γιώργος Χειμωνάς. Ψηλαφώντας τη νεωτερικότητα. Εκδόσεις Δρόμων 2016. Η ζωή όμως τα φέρνει αλλιώς. Διακοπή σταθερής ψηφιακής τηλεφωνίας, λόγω δημόσιων έργων, με αποτέλεσμα να παραμείνω  για μερικές μέρες δίχως τηλέφωνο, ιντερνέτ, να χαθούν αρκετά ηλεκτρονικά ιμέιλ, να καταστραφεί μία ηλεκτρονική συσκευή και να διακοπεί και το ρεύμα λόγω δημόσιων έργων. (Άντε μετά να σου περάσει το βαρύ κρυολόγημα και ο βήχας). Τα συγγραφικά δεδομένα άλλαξαν, αφοσιώθηκα στο διάβασμα των βιβλίων της κρατώντας τις σχετικές σημειώσεις. Φοβούμενος τα χειρότερα, ανάρτησα τον Κατάλογο, αφήνοντας για μετά τα σημειώματα. Το καλογραμμένο άρθρο που είχα διαβάσει εδώ και καιρό του Κίμωνα Ρηγόπουλου στο παλαιό περιοδικό «ΒΙΒΛΙΟ & MEDIA», το δημοσιεύω και το συν-παρουσιάζω με τις απόψεις του Γιώργου Χειμωνά, χωρίς πρόθεση σύγκρισης ή συσχέτισης. Εξάλλου, ο τίτλος του Γιώργου Χειμωνά παραπέμπει στο πασίγνωστο θεατρικό έργο του της γενιάς των Μπήτνικ (Beat) αμερικανών συγγραφέων Έντουαρντ Ώλμπυ, (Edward Albee: Whos afraid of Virginia Woolf), στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δωδώνη της σειράς Παγκόσμιο Θέατρο αριθ. 58/1, 1977 στην εξαιρετική μετάφραση της Καίτης Κασιμάτη- Μυριβήλη. Το έργο παραστάθηκε για πρώτη φορά σε σκηνοθεσία Άλλαν Σνάιντερ, στις 13/10/1962 στο θέατρο «Μπίλλυ Ρόουζ» της Νέας Υόρκης. Στην Ελλάδα το παρουσίασε τρία χρόνια αργότερα το «Θέατρο Τέχνης» στις 3/12/1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Θρυλική έχει μείνει και η κινηματογραφική μεταφορά του με πρωταγωνιστές την Ελίζαμπεθ Τέηλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Προετοιμάζοντας το παρόν σημείωμα διάβασα ξανά το άρθρο του Άρη Μπερλή, «Η Βιρτζίνια Γουλφ και το μυθιστόρημα». Βλέπε Αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» διπλό τεύχος 56/9,10, 1982, σ.76-80 Η Αγγλική λογοτεχνία (από το μεσαίωνα ως τις μέρες μας).

Αναφέρει προεισαγωγικά ο Άρης Μπερλής:

«Οι δυσκολίες προσέγγισης, σ’ ένα συνοπτικό σημείωμα μιας μεγάλης συγγραφέως όπως η Βιρτζίνια Γουλφ, ελλιπώς και παραμορφωτικά γνωστής στο ελληνικό κοινό, είναι σημαντικές. Ο ψίθυρος, που έχει υποκαταστήσει σε πολλά την κριτική, δεν τη θέλει κάν συγγραφέα, αλλά «φεμινίστρια» και μάλιστα με τις σημερινές αγοραίες υποδηλώσεις του όρου-κάτι που η ίδια θα λοιδορούσε αμείλικτα. Όσο πρωτότυπες, πρωτοποριακές και εύστοχες κι αν είναι οι απόψεις της για την ισότητα των φύλων και την παροχή (αν)ισων ευκαιριών, για τις γυναίκες και την υπόθεσή τους, για τη  γυναίκα-συγγραφέα (απόψεις που αναπτύχθηκαν σε δύο βιβλία της, στο έξοχο Ένα δωμάτιο δικό σου, 1929, και στο πικρόχολο και ατυχές Τρείς γκινέες, 1938), όσο ενδιαφέρουσες  κι αν είναι οι βιογραφικές αναφορές, η έμφαση, σε μια σύντομη παρουσίαση, πρέπει να δοθεί στην τέχνη της (όπως διαμορφώνεται στο καθαρά δημιουργικό της έργο, έργο πρώτου μεγέθους, που συνιστούν δύο, τουλάχιστον, μεγάλα λογοτεχνήματα, τα μυθιστορήματα Η κ. Ντάλλαγουαίη, 1925, και Στο φάρο, 1927) και στον προβληματισμό της για τη λογοτεχνία (όπως διαγράφεται στα πολύ αξιόλογα κριτικά της δοκίμια).».

          Ο Γιώργος Χειμωνάς, πέρα από τα «Αποσπάσματα από ομιλία σε κοινό» που, το ακροτελεύτιο μέρος της δημοσιεύω σαν προεισαγωγική στις Σημειώσεις, το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στο σπονδυλωτό βιβλίο του (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Χάρτης» τχ.1/1, 1982), «Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γούλφ» εκδ. Καστανιώτη, 1995, επίσης, εμπεριέχεται και ένα άλλο κείμενο με τον ίδιο τίτλο, το «Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γούλφ;» που δανείζει και τον κεντρικό τίτλο στο βιβλίο του και είναι κατά κάποιον τρόπο ο κεντρικός άξονας των υπόλοιπων κειμένων που έχουν να κάνουν με τον ρόλο της Γραφής, τον Συγγραφέα Αναγνώστη και την Γραφή Ανάγνωση, ακολουθώντας τα ίχνη της αγγλίδας πεζογράφου και κριτικού. Τα υπόλοιπα κείμενα του τόμου περιστρέφονται γύρω από τον ρόλο της Γραφής, τον Συγγραφέα, την αποσαφήνιση της έννοιας Λόγος στις καθολικότερες διαστάσεις και μυστικές του προεκτάσεις. Την ανθρώπινη φωνή, άρθρα για τον  Στρατή Τσίρκα, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Άγγελο Κατακουζηνό, τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, την Αρχαία Τραγωδία, το Νέο Μυθιστόρημα την φθορά της γλώσσας κλπ. Το «Ποιόν φοβάται η Βιρτζίνια Γούλφ;» είναι «Από ομιλία με θέμα την πεζογραφία, Πάτρα, Απρίλιος 1994» όπως σημειώνει ο ίδιος. Σελίδες 14-17. Και μία διευκρίνιση, ο τίτλος στις μέσα σελίδες είναι με ερωτηματικό στο εξώφυλλο όχι. Το από μνήμης απόσπασμα που αναφέρει είναι από τα δοκίμια της Γουλφ.  Η μετάφρασή του ενδέχεται στο παιχνίδι της απόκρυψης της γραφής και της αποκάλυψης του λόγου που συνήθιζε να «παίζει» αυτή η σημαντική προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων που ονομάζεται Γιώργος Χειμωνάς να είναι δική του.

           ΠΟΙΟΝ  ΦΟΒΑΤΑΙ  Η  ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ  ΓΟΥΛΦ;

      Στις αρχές του αιώνα μας μιά σπουδαία «πεζογράφος»- η σπουδαιότερη ίσως της νεώτερης ευρωπαϊκής γραμματείας-η Βιρτζίνια Γούλφ, έλεγε (–μεταφέρω από μνήμης τον λόγο της, γιατί πέρασε πολύς καιρός από τότε που τον διάβασα, έχω χάσει το βιβλίο εκείνο, αλλά κρατάω ακέραιο το πνεύμα του, έχετέ μου εμπιστοσύνη, ακόμα κι εκεί που παρεμβαίνω με μιά δική μου έμφαση, καθόλου δεν το προδίδω), έλεγε, λοιπόν, η Γούλφ:

     «Θα έρθει ο καιρός που θα υποχρεωθούμε να ανακαλύψουμε καινούργιες ονομασίες για κείμενα που κρύβονται πίσω από τον τίτλο: μυθιστόρημα. Θα παρουσιασθεί κάποτε ένα βιβλίο, πού δεν θα ξέρουμε πώς να το «βαφτίσουμε». Θα έχει την μορφή μιάς γραφής που συνηθίσαμε να την λέμε «πρόζα»- όμως θα πρόκειται για μιά αλλόκοτη πρόζα, γραμμένη με πολλά στοιχεία της γραφής πού συνηθίσαμε να την λέμε «ποίηση». Ωστόσο, φοβάμαι, πολύ εύκολα θα ξεπεράσουμε την αμηχανία μας, καταλήγοντας στο ανακουφιστικό συμπέρασμα ότι το απειλητικό αυτό βιβλίο δεν μπορεί να ανήκει στην πεζογραφία’ είμαστε πεζογράφοι-και μονάχα εμείς ξέρουμε ν’ αναγνωρίζουμε ό,τι είναι πρόζα, αφού εμείς μονάχα ξέρουμε να γράφουμε σε πρόζα.

     »Το βιβλίο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ποίηση’ ή, έν πάση περιπτώσει, κάποιο είδος ποίησης. Έχουμε παραχωρήσει-έστω αναγνωρίσει, και με αδιάφορη γενναιοδωρία μάλιστα-τις πιό ασύδοτες ελευθερίες στους ποιητές, για να επωμισθούμε αποκλειστικά εμείς, οι πεζογράφοι, την πιό ανιδιοτελή ανελευθερία: της υποταγής μας στους αυστηρούς κανόνες της σαφήνειας. Διεκδικούμε, με άλλα λόγια, ως αποκλειστικό θεσμικό μας προνόμιο την κορυφαία αρετή του λόγου ως πρώτη αρχή της έννομης γραφής, δηλαδή της αφήγησης: ο λόγος να υποτάσσεται στον λόγο’ και αθωώνουμε ως ακαταλόγιστη, λόγω μέθης, την παρανομία της ποίησης: ο λόγος να απειθαρχεί στον λόγο.

     »Θλιβερός σφετερισμός δημιουργικής εξουσίας- αυταρχική καταπάτηση της λογοτεχνικής ‘ελευθερίας’. Ποιός φοβάται την ελευθερία του πεζού λόγου; Εγώ’ δηλ. εκείνος που κινδυνεύει περισσότερο απ’ αυτήν: ο πεζογράφος. Γιατί μονάχα αυτός είναι ικανός να γνωρίζει τους κινδύνους που θα εξαπολύσει μιά απελευθέρωση του πεζού λόγου’ κινδύνους, τους οποίους αποκλειστικά ο ίδιος, και κανείς άλλος, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει. Όχι βέβαια για να τους εξουδετερώσει’ το αντίθετο, για να ωφεληθεί από αυτούς, να εμπλουτίσει την δημιουργία του με αυτούς’ κι είναι ένας τέτοιος μόχθος (ή ανικανότητα;) που τον τρομάζει: να τους μεταμορφώσει σε λειτουργίες πολύ πιό σπουδαίες από την διαβόητη αυτήν ‘σαφήνεια’. Πολλές φορές συμβαίνει οι ελευθερίες που εννοώ να μην καταλήγουν στην σαφήνεια (όπως απλοϊκά συνηθίσαμε να την επικαλούμαστε). Είναι όμως απόλυτα βέβαιο ότι όλες οι ελευθερίες πάντοτε από μιά Σαφήνεια γεννιούνται (:η τελευταία φράση είναι δική μου).

     »Πιστεύω ότι η νέα γραφή, που ίσως ποτέ δεν θα αποκτήσει το δικό της όνομα, δεν μπορεί παρά να είναι πεζός λόγος. Γιατί, αν τον πεζό λόγο τον απαλλάξουμε από τον ταπεινό ρόλο που μέχρι σήμερα τον αναγκάζουμε να παίζει-δηλαδή τον ρόλο του υποζυγίου, του φορτίου φλύαρων λεπτομερειών και ασήμαντων γεγονότων- τότε αυτός ο ‘επικίνδυνος’ πεζός λόγος θα είναι ο μοναδικός που θα μπορεί να υψωθεί ως τον ουρανό: όχι μονάχα με άλματα αλλά, περισσότερο, με Έλικες και με Σπείρες.

     »Κιόλας τον διακρίνω μόλις μακρυά στον ορίζοντα αυτόν τον παράξενο συγγραφέα’ κι όμως μπορώ με σιγουριά από τώρα να σας βεβαιώσω ότι θα είναι, αυτός μόνον, ικανός να τεντώσει τόσο πολύ την ακτίνα δράσης του, ώστε να καταφέρει να δραματοποιήσει, να ιστορήσει πράγματα, τα οποία μέχρι τώρα κανένας από τους μυθιστοριογράφους μας δεν τόλμησε να γράψει’ ούτε καν διανοήθηκε ότι, προπάντων, γι’ αυτά τα πράγματα θα έπρεπε να μιλήσει: πώς ακούγεται η δύναμη της μουσικής, πώς βλέπονται τα οράματα, τι είναι αισθησιασμός’ τι είναι δένδρο, χρώμα. Πώς μπορείς όχι με τα μάτια αλλά με το άγγιγμα να αισθανθείς το πλήθος’ πώς είναι, που ζουν εκείνοι που εντελώς ανεξήγητα μισούν και πεθαίνουν από τις βασανισμένες τους κακίες’ αυτοί που αντέχουν να ζουν τους πιό σκοτεινούς μας φόβους (που αντέχουν να ζούν; Εγώ θα σταματούσα εδώ)».

     Αυτά έλεγε η Βιρτζίνια Γούλφ.

     Τώρα, από το τέλος του αιώνα, μπορώ να απαντήσω στην Γούλφ ότι τον βλέπω και εγώ μακρυά στον Ορίζοντα αυτόν τον συγγραφέα. Αλλά ήταν ένας αιώνας δύσκολος και ταραγμένος, και το τέλος του άγριο και συγκεχυμένο, που έχει θολώσει την μνήμη μου, την έχει σχεδόν καταλύσει. Δεν θυμάμαι αν αυτός ο συγγραφέας ήρθε ποτέ κοντά μας, αν έζησε μαζί μας-όπως προφήτευε εκείνη-κι ύστερα ξαναγύρισε και στάθηκε πάλι στον ορίζοντα’ ίσως, ποτέ δεν ήρθε και πάντα από μακρυά ακούσαμε τον λόγο του-να έρχεται μέσα από χάσματα σιωπής ή σαν άναρθρη βοή; ίσως, ένας τέτοιος συγγραφέας να είναι πάντοτε, θα μείνει για πάντα, συγγραφέας του ορίζοντα. Θυμάμαι μονάχα ότι τα πιό σημαντικά ποιήματα ήταν ποιήματα που τυλίχθηκαν σαν φυλλώματα επάνω σε έναν γερό αφηγηματικό κορμό, όσο κι αν τον έκρυβαν. Θυμάμαι, ακόμη, ότι τα πιό μεγάλα μυθιστορήματα πλέχθηκαν γύρω από άγουρες, χλωρές ποιητικές ιδέες, από το γένος εκείνο της ποίησης από το οποίο κατάγεται και η Θεολογία της Αποκάλυψης του ανθρώπινου λόγου.

     Και μου περνάει από τον νου ότι από γενέσεώς της η Λογοτεχνία πορεύθηκε μαζί με τέτοιους, απλησίαστους πάντα, συγγραφείς του Ορίζοντα’ ή υπήρξε, εξαιτίας του φόβου της απέναντί τους: «λογοτεχνία», αυτή η δεισιδαιμονία του λόγου να τους εξορκίζει.

                        Από ομιλία με θέμα την πεζογραφία, Πάτρα. Απρίλιος 1994

                        ΓΙΩΡΓΟΣ  ΧΕΙΜΩΝΑΣ. Σελίδες 14-17

     Κλείνοντας ένα ακόμα Σημείωμα για την Βιρτζίνια Γουλφ, ελπίζω τα διαφορετικά ύφη, η γλωσσική χρήση αλλά συγγενικής αρθρογραφίας και ποιότητας γραφής δημοσιεύματα, να δένουν μεταξύ τους και να αποπνέουν την ίδια ευχάριστη αναγνωστική ατμόσφαιρα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024.

Πάντως νομίζω, οι ζωές και οι σχέσεις μας, η μουσική μας καλλιέργεια και παιδεία δεν μετριέται με ζαριές ή κάνω λάθος.