Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

ΣΤΕΦΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΤΕΦΟΣ

«Ο Μύθος της Κασσάνδρας στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία»


Ικέλη χρυσέη Αφροδίτη…
Είδος αρίστη, όμοια με τη θεά του Έρωτα Αφροδίτη αποκαλεί ο θείος Όμηρος την ωραιότατη από τις θυγατέρες του γεραρού βασιλιά της Τροίας Πριάμου, και, της πολύκλαυστης βασίλισσας Εκάβης.
Της Εκάβης, μάνας Παναγιάς.
Δίδυμη αδερφή του Έλενου η Κασσάνδρα, η λυγερόκορμη αυτή κόρη είναι μία από τις τραγικές μορφές του Τρωικού Πόλεμου.
Ο σοφός δάσκαλος Ιωάννης Κακριδής μιλά επαινετικά για το πρόσωπό της στα βιβλία του. Ο αρχαίος ποιητής Ίβυκος από το Ρήγιο, σχεδόν σύγχρονος του Στησίχορου, αποκαλεί την νεαρή Τρωαδίτισσα: «γλαυκώπιδα… ερασιπλόκαμον κούραν Πριάμου».
Την μάντιν κόραν κατά τον επικό ποιητή Πίνδαρο αγάπησε ο Θεός Απόλλων. Εκείνη, του υποσχέθηκε να ανταποκριθεί στον έρωτά του, αρκεί να της προσφέρει το χάρισμα της μαντικής τέχνης. Όταν ο Θεός Απόλλων εξεπλήρωσε την επιθυμία της, η άλεκτρος κόρη, αθετώντας την υπόσχεσή της αρνήθηκε να του δοθεί. Ο Θεός οργίσθηκε από την συμπεριφορά της και την καταράστηκε να μην γίνονται πιστευτές οι προφητείες της.
Η Κασσάνδρα ήταν μάντισσα, εμπνευσμένη όπως η Πυθία, και η Σίβυλλα, κατεχόταν από τον Θεό και έδινε χρησμούς μέσα στο παραλήρημα, σημειώνει ο σπουδαίος Λατινιστής Γάλλος Πιέρ Γκριμάλ, στο γνωστό Λεξικό του.
Την μυθική πορεία, από την Ομηρική εποχή ως το Ελληνιστικό και μεταγενέστερο Έπος διαπραγματεύεται στο καλογραμμένο βιβλίο του ο Αναστάσιος Στέφος.
Ο συγγραφέας είναι Σχολικός Σύμβουλος και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων.
Διερευνά την τραγική ζωή της Κασσάνδρας, ανατρέχοντας στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και τα κείμενά τους. Ερευνά επίσης, και τις διάφορες παραδόσεις που αναφέρονται στο θέμα που διαπραγματεύεται, συγκρίνει συγγενείς απόψεις, ερμηνεύει σκηνές, σχολιάζει όπου το απαιτεί το θέμα του, την συμπεριφορά της Κασσάνδρας και των γύρω από αυτήν προσώπων. Επίσης, εμπλουτίζει τις παρατηρήσεις του με αποσπάσματα από αρχαίους συγγραφείς μεταφρασμένα ή μη.
Αρχίζει την ερευνητική του διαδρομή σχολιάζοντας την παρουσίασή της στο έργο του Ομήρου. Επισημαίνει τις διάφορες μυθολογούσες παραδόσεις, που μιλούν για την μαντική της τέχνη, και στέκεται με σεβασμό στην καλλιτεχνική εξεικόνιση του βιασμού της από τον Αίαντα.
Κάνει ακόμα λόγο για την φρικτή σφαγή της ακατάληπτου και ακριβοθώρητου αιχμάλωτης Τρωαδίτισσσας από την κύνωπις Κλυταιμνήστρα.
Η δολοφονία του Αγαμέμνονα και της ωραίας κάλλει παρά πάντας Τρωαδίτισσας, μέσα στο έργο του ποιητή Πινδάρου, είναι ο επόμενος σταθμός της ερευνητικής του δημιουργίας. Ο παραλληλισμός του συγγραφέα με την Ομηρική Νέκυα είναι εύστοχος, καθώς και η νύξης του σχετικά με το θέμα της Ύβρεως.
Κατόπιν μας μιλά, για το μύθο της Θεοφορήτου κόρης, έτσι όπως τον επεξεργάστηκαν οι τρεις Τραγικοί μας. Στέκεται κριτικά στις μεταξύ τους διαφορές, αλλά και συγγένειες του αρχικού πυρήνα του θέματος.
Αναφερόμενος στην οικογένεια των Ατρειδών γράφει: «Όλη αυτή η αμαρτωλή οικογένεια με το δραματικό της Τέλος της απάνθρωπης δολοφονίας αισθητοποιείται αριστοτεχνικά, με την θεατρική Τέχνη του τραγικού, στη δυσαλγή τύχη και τις προφητικές εξάρσεις της Κασσάνδρας».
Το βιβλίο συνοδεύεται με φωτογραφίες κυλίκων σχετικές με το θέμα από διάφορα Μουσεία.
Συνοδεύοντας ο αναγνώστης την εξεταστική πορεία του συγγραφέα διαπιστώνει την ευσυνειδησία των προθέσεών του, και την ωριμότητα της σκέψης του.
Η γλώσσα του κειμένου είναι στρωτή, χωρίς λεκτικές ακροβασίες, και το ύφος δωρικό, χωρίς να ρέπει προς μια δυσνόητη φιλολογικότητα.
Συμφωνούμε επίσης, με την θέση του συγγραφέα, ότι η Κασσάνδρα είναι ένα διαχρονικό σύμβολο τραγικότητας, Θεόπνευστης μαντικής έξαρσης, και Προφητικής έκστασης.
Ευχόμαστε στο μέλλον να υπάρξουν ερευνητές που θα παραλληλίσουν, σχολιάσουν, και κριτικάρουν τον Προφητικό λόγο της μυθολογούσας θρησκείας των Αρχαίων Ελλήνων, με τον αντίστοιχο Προφητικό λόγο της Εβραϊκής μυθολογίας-θρησκείας όχι μόνο, τόσο για να διακριβώσουμε τις διαφορές ή για να προβάλλουμε τις Εθνικές μας δοξασίες, όσο για να ανακαλύψουμε Πολιτισμικές συγκλίσεις και στάσεις ζωής και φιλοσοφίας, που γονιμοποίησαν τον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό και διέπλασαν το Ευρωπαϊκό Είναι.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, 
«Η Φωνή του Πειραιά», 13 Ιουνίου 1996.

Πειραιάς 30 Ιουνίου 2013.


Δημήτρης Τσάμης

ΤΟ  ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ

Ανθολόγηση κειμένων: Δημήτριος Τσάμης
Έκδοση Ιεράς Μονής του Σινά, 1988.

Το καλαίσθητο αυτό βιβλίο, περιέχει αποφθεγματικές φράσεις και διδαχές μεγάλων πατέρων του Ορθόδοξου μοναχισμού. Μικρές αφηγήσεις από την ζωή των ασκητών της ερήμου, λόγια βγαλμένα από τα βάθη της ψυχής ανθρώπων που έζησαν, σε μια διαρκή κοινωνία με το Θείο. Οι μοναχοί αυτοί, μπόλιασαν την άνυνδρη, παγερή και σωματοκτόνο έρημο με τους πνευματικούς τους καρπούς.
Καλλιέργησαν το τοπίο αυτό του θανάτου με τον σπόρο μιας αλήθειας, που δεν πηγάζει από τα θεολογικά σπουδαστήρια, ή τις εκκλησιαστικές σχολές, αλλά, από την ίδια την προσωπική τους μαρτυρία αλήθεια. Βιωμένη σαν αμετάκλητη και οδυνηρή πραγματικότητα.
Ο λόγος των πατέρων της ερήμου, είναι λόγος, δωρικός, κοφτός, πυκνός σε νοήματα, με γεωμετρική λιτότητα και λακωνικό ύφος. Διακρίνεται για μια αξιέραστη αυχμηρότητα. Αλλά, πάνω από όλα, είναι λόγος οντολογικός, που αναβρύζει από τις πνευματικές εμπειρίες των πιστών μοναχών.
Ο λόγος των γερόντων,(όταν είναι εμπειρικός) σημαίνει μιαν αλήθεια, που δεν έχει να κάνει με Αριστοτελικές λογικές αποδείξεις, ή Καντιανές αρχές λογικής συνέπειας. Αλλά, με την ταύτιση της ζωής με τον άνθρωπο μέσω ενός τρόπου έκφρασης και πίστης.
Το πιστεύων άτομο, εγκιβωτίζει το όλο της ζωής μέσα στα δικά του στενά και πεπερασμένα όρια. Και αυτό, δεν επιτυγχάνεται με ονειροφαντασίες ή ιδεολογικές προτροπές ή άλλου είδους τάσεις. Αλλά, μέσω μιας λειτουργικής πίστης.
«Πράξη εστί θεωρία ενεργουμένη και θεωρία εστί πράξις μυσταγωγουμένη» σημειώνει κάπου ο νηπτικός Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αν θυμάμαι καλά.
Μιας λειτουργικής πίστης που απορρέει από την ίδια την ουσία του όντος και διαχέεται δημιουργικά στον περιβάλλοντα χώρο.
Ο λόγος των μοναχών δεν είναι ο περίκλειστος λόγος των Φιλοσόφων που φυλακίζει την ουσία των πραγμάτων μέσα στο όνομά τους. Αλλά είναι ένας λόγος ανθρώπων που πηγάζει από μία συγκεκριμένη στάση ζωής.
«Ορθοδοξία εστί το αείν σχοινοβατείν» σημειώνει στην Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, νομίζω ο Μέγας Αντώνιος.
Είναι λόγος εμπειρικός, δεν είναι ούτε λόγος καταφατικός αλλά ούτε λόγος αποφατικός, αλλά υπαινικτικός.
Ας θυμηθούμε ότι ο μέγας Θεός των αρχαίων Ελλήνων Απόλλων «ούτε κρύβει κάτι, ούτε φανερώνει, αλλά, σημαίνει».
Του λείπει ο στόμφος και η ματαιόδοξη έπαρση, γιατί είναι βαθειά ανθρωπολογικός. Είναι κατανοητός και σαφής γιατί, δεν προσπαθεί να υπερβεί τις ανθρώπινες διαστάσεις.
Ας, μην μας διαφεύγει, ότι ο λόγος του Ιησού είναι λόγος παραβολικός και πλήρης εικόνων.
Οι αληθινοί σοφοί πατέρες ποτέ δεν αποδιώχνανε κάποιον που τους ζητούσε τη συμβουλή ή την βοήθειά τους αρνούμενοι, ή αποδεχόμενοι την ζωή ή τις πράξεις τους. Αλλά με την χάρη της διάκρισης που τους διέκρινε, προσπαθούσαν να κατανοήσουν ή να συναισθανθούν τις βαθύτερες αιτίες των ενεργειών και τον εσωτερικό ψυχισμό των ανθρώπων.
Έχοντας επίγνωση της ανθρώπινης «διαμαρτίας».
Γι’ αυτό, υπέδειχναν θα έλεγε κανείς με μια «Πυθική στάση» αυτό που ήταν ορθότερο στο συγκεκριμένο πρόσωπο την κατάλληλη στιγμή. Δεν ναρκισσεύονταν για την σοφία και τις όποιες προσπάθειές τους. Αλλά, με λεπτότητα, διακριτικότητα, και σεβασμό στην προσωπικότητα του συνομιλητή τους, προσπαθούσαν να οδηγήσουν τον καθένα στην αυτογνωσία.
Δεν κόμπαζαν για τις αγωνιστικές τους περγαμηνές, αλλά, με άκρα ταπείνωση, φώτιζαν τις ψυχικές εκείνες πτυχές των μαθητών τους, που θα τους βοηθούσε να βρουν την ισορροπία τους και θα τους σηματοδοτούσε το δρόμο που θα τους οδηγούσε στην λύτρωση.
Δηλαδή, σύμφωνα με την πατροπαράδοτη πίστη τους στην Θέωση.
Οι πραγματικοί γέροντες πατέρες, με την μεγάλη φιλανθρωπία τους, την ευαγγελική αταραξία τους, και την εμπειρική τους διάκριση, χαλιναγωγούσαν τις Κενταύρειες δυνάμεις που κρύβονταν μέσα στον άνθρωπο και τις μετάλλασαν σε ζωοποιές. Έχοντας κατά νου πάντα, να διαφυλαχτούν το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ατόμου.
Και, ο λόγος τους ακόμα και σήμερα, μετά από τόσους αιώνες είναι επίκαιρος.
Μπορεί οι κοινωνικές συνθήκες να έχουν αλλάξει, και οι γεωγραφικοί χώροι να έχουν αλλοιωθεί, όμως, η άηχη δυστυχία, ο άδηλος πόνος, και η αγωνία του θανάτου, ταλανίζουν ακόμα τουλάχιστον τον πιστό άνθρωπο.
Γιατί, η έρημος είναι μέσα μας.
Και αυτήν έχουμε ανάγκη να καλλιεργήσουμε και να σπείρουμε με τα λόγια και τις εμπειρίες μας. Αν θέλουμε να αποφύγουμε την κόλαση του θανάτου.
Δηλαδή, την απουσία ουσιαστικής συνομιλίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Σύναξη» τεύχος 28/ Οκτώβριος 1988.

Σημείωση: Στα έργα του αββά Μακαρίου του Αιγύπτιου υπάρχει μια συγκλονιστική και τόσο καίρια ρήση-εικόνα για το τι είναι Κόλαση.
Τον ρώτησαν, τι είδε στην δική του Νέκυα, στην κάθοδό του δηλαδή στον Άδη ο γέροντας Μακάριος, και τι είναι Κόλαση. Και εκείνος δίνει μια συγκλονιστική απάντηση. «Στην Κόλαση λέει, οι άνθρωποι είναι πλάτη με πλάτη».
Νομίζω δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη «ατάκα»-ρήση για το τι είναι Κόλαση. Η οποία στέκει ισάξια δίπλα στην περίφημη ρήση του υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν Πωλ Σαρτρ, ότι «Η κόλαση είναι οι άλλοι», όπως έγραψε σε γνωστό θεατρικό του έργο.
Η έλλειψη δηλαδή ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ μας είναι η Κόλαση.
Μήπως αυτό δεν βιώνουμε σήμερα;

Πειραιάς 30 Ιουνίου 2013.

Ημέρα των Αγίων Πάντων. Κολασμένων και μή.



ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΕΣ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ


«Καταβύθιση», εκδόσεις Κέδρος-Ᾱθήνα,1990, σελίδες 29.

«Την ημέρα που ο θάνατος θα χτυπήσει την πόρτα σου, Εσύ τι θάχεις να μου προσφέρεις; Θα βάλω μπρος από τον ξένο μου το γιομάτο σταμνί της ζωής μου και δεν θα τον αφήσω να φύγει με άδεια χέρια…».
Γράφει ο γνωστός Ινδός συγγραφέας Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.
Και δεν θα ήταν παράτολμο αν συμπληρώναμε, ότι ο Μίλτος Σαχτούρης από την πρώτη του ποιητική συλλογή την «Λησμονημένη» 1945, μέχρι την σημερινή του με τον τίτλο «Καταβύθιση»-και εύχομαι στις αόρατες και φοβερές δυνάμεις του Σύμπαντος να μην είναι η τελευταία-, αγωνίζεται να γεμίσει την δική του ποιητική στάμνα όχι, με τα λάθη ή τις αστοχίες του, αλλά, την αγνότητα, την καθαρότητα και την λάμψη της γυμνητεύουσας ψυχής του.
Η ποίησή του είναι επαναλαμβανόμενες απεγνωσμένες ασκητικές χειρονομίες προσευχής, σε αυτόν που, «Εδώ και σαράντα χρόνια στέκει πλάι μου», (σελίδα 9).
Είναι η Commendation Anima ενός «πελιδνού ποιητή» (σελίδα 24), καθώς αισθάνεται τους κραδασμούς και τις προειδοποιήσεις όχι τόσο των σωματικών ενδείξεων, αλλά, μιας εσωτερικής μυστηριακής βεβαιότητας. Και ενώ, άλλες ζωοποιές δυνάμεις αντίστασης επιδιώκουν να αποβάλλουν και να κρατήσουν στο υποσυνείδητό του την ιδέα του θανάτου, έρχεται η ποίηση, δηλαδή η μνήμη, και την επαναφέρει στην ταραγμένη και αφιλόξενη επιφάνεια δημιουργώντας έτσι μια λειτουργική απορρύθμιση.
Το παλιρροιακό αυτό κύμα θανάτου επανέρχεται πάντοτε στην ποίηση του Υδραίου σεμνού και μοναχικού ποιητή και νοτίζει με αβάσταχτη μελαγχολία τους αναγνώστες της.
Τα ίδια σχεδόν ονόματα δημιουργών εμφανίζονται σαν αποδημητικά πουλιά: ο Φρανς Κάφκα, ο Ντύλαν Τόμας, (σελίδα 15), ο Αρθούρος Ρεμπώ (σελίδα 19), ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιώργος Μπουζιάνης (σελίδα 12),-απουσιάζει εδώ, ο Ισιντόρ Ντυκάς-ή προσθέτονται άλλα, που συνοδεύουν και την νέα του Καταβύθιση. Ένα διαρκές μνημόσυνο αγαπημένων προσώπων-δημιουργών που σημάδεψαν το καθένα στο χώρο του την Τέχνη και την Εποχή τους-πάνω και μέσα στην λευκή εκκλησία του χαρτιού και της μνήμης.
Ο χρωματολογικός του καμβάς με τα ίδια πάλι, «πένθιμα» χρώματα: το μαύρο, το λευκό, το κόκκινο και, μερικές ανταύγειες του πράσινου.
Τοπίο, και πάλι η νήσος Πόρος. (Μια νήσος που τόσο έχει υμνηθεί από τους καλλιτέχνες. Εδώ ας θυμηθούμε την γνωστή φράση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη: «Η ατμόσφαιρα του Πόρου μ’ έχει κερδίσει πέρα για πέρα…»).
Οι συχνές και επαναλαμβανόμενες αυτές σταθερές του ποιητή, στέκονται οι ακοίμητοι σύντροφοί του, στο ξεπέρασμα της τραυματικής του εμπειρίας «προσβολής της προσωπικότητάς του», που είναι ο αναμενόμενος θάνατος.
Μια αύρα απόγνωσης, χρωματίζει τους στίχους του εδώ και χρόνια, που κλυδωνίζει το άσπρο καράβι της ζωής και της ποίησής του.
Παρότι φωνάζει ότι επιζητά «Να πάω και να χαθώ μια για πάντα» (σελίδα 23), ο θάνατος δεν είναι πλέον «ένα πουλάκι τόσοδά», ούτε ένα «λιοντάρι» (σελίδα 12) αλλά, μια «χρυσή καρφίτσα πάνω στην γραβάτα του» (σελίδα 13).
Είναι ένας εξημερωμένος θάνατος διαβρωμένος και αυτός από την αγριότητα και αθλιότητα του εξωτερικού χώρου, αλλά και, την αφυδατωμένη από κάθε λυρικό τόνο τελειότητα της γραφής του.
Τα επαναλαμβανόμενα αυτά αρνητικά στοιχεία στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, υφίστανται αργές αλλά σταθερές μεταλλαγές. Αν και τα αισιόδοξα «ένζυμά» του υπολειτουργούν, και η οξειδωτική μνήμη του θανάτου άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο αυξάνει και αποδιοργανώνει την σύνολη εξελικτική δράση και όραμα της ποίησής του.
Η σταδιακή αποενεργοποίηση των αρνητικών συμβόλων επιφέρει την εξοικείωση του ποιητή με την απλή αλλά δυσβάσταχτη ποιητική ιεροτελεστία του εξημερωμένου θανάτου.
Η προσπάθεια αυτή, μέσω της σωματικής αλλά, και, της γλωσσικής συμπεριφοράς και χρήσης, είναι η απαρχή μιας χειραφέτησης των αρνητικών, σκοτεινών και εκδικητικών δυνάμεων της φύσης.
Μιας προσπάθειας που δεν εμπεριέχει τη σήψη και την φθορά, αλλά την «καλήν αλλοίωσιν».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Εξόρμηση» 23-Δεκεμβρίου 1990.

Πειραιάς, 30 Ιουνίου 2013, ημέρα εορτής των Αγίων Πάντων. Ποιητών τε και Αναγνωστών.





Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ-ΚΕΙΜΕΝΟ 1.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 1911-1996

     « Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς,
πολυπαθής και αόρατος πιάσε μου το χέρι.
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι.
Κι’ είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απ’ έξω».

     Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ο τελευταίος Άγιος της Ελληνικής ποιητικής μας παράδοσης. Στο μυριόπνοο πολυφωνικό έργο του συνυπάρχουν σε μια αρμονική ισορροπία, οι Αρχαίοι Λυρικοί, και οι Ευρωπαίοι Υπερρεαλιστές ποιητές. Η γιαγιά μας η Σαπφώ και θείος Ρωμανός ο Μελωδός. Το Δημοτικό Τραγούδι και ο σκοτεινός Ηράκλειτος. Ο επικός Πίνδαρος και η χαρμολυπική ποίηση του Ακαθίστου Ύμνου.
     «Έχω κάτι να σου πω,
      διάφανο κι ακατάληπτο.
       Σαν κελαίδητό σε ώρα πολέμου».
Ο πανάρχαιος Ελληνικός τρόπος της θέασης του κόσμου, και το «ορθόδοξο» ήθος είναι οι δύο κυρίες συντεταγμένες του έργου του. Μια πνευματική δημιουργία που φωταγωγείται από τον θείο Πλωτίνο και το εύσχημο ήθος του ιερού Δαμασκηνού.
Το Ελληνικό φως το θανατοκτόνο αλλά ουχί θεοκτόνο για τον μύστη ποιητή, είναι το ερμηνευτικό κλειδί του Κόσμου. Η στενάζουσα οδυνηρώς Ιστορία της Ελλάδας συνβηματίζει με τά σταυροαναστάσημα παιχνιδίσματα του φωτός πάνω στις γκρίζες οροσειρές των ελαιώνων και τις πεζούλες με τους ασβεστωμένους αμπελώνες. Η Ελληνική φύση φωταγωγείται από την παρουσία των ουρανίων δυνάμεων που καθοδηγούνται από ευσχήμονες Διόσκουρους. Στρατηλάτης ποιητής ο Ελύτης, μπολιάζει την Ελληνική ποίηση με το αίμα και το σπέρμα των θυσιασμένων προγόνων του.
«Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του Κακού και των πολέμων σαν αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των αποχρώσεων ο Ματίς».
     Μελωδεί τα απλά και καθημερινά και υμνωδεί τα αιώνια και παντοτινά. Στιχουργεί την αθωότητα του λευκού και κελαηδάει τις ανταύγειες του ουρανού. Ανυμνεί τις μικρές πέτρινες κόρες και γοργόνες του Αιγαίου και ευλογεί τα όλβια μνήματα των θυόμενων κατοίκων του. Ο Έλλην λόγος του αφθαρτίζει θεοπρεπέστατα την ατομική ιστορία και απαθανατίζει την πορεία του γένους των Ελλήνων.
«Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται, και η φθορά…»
     Η Αναστάσιμη μνήμη του μύστη-ποιητή ακολουθεί τα ίχνη της Ιστορίας της φυλής του στο διαχρονικό βάδισμά της. Ο μικρόκοσμος των ανθρωπίνων παθών συνυφαίνεται με τον μακρόκοσμο του Σύμπαντος.
Συνθέτει με εκφραστική λιτότητα, ενάργεια ύφος, και γλωσσική συνείδηση, την Φύση και τα στοιχεία της, την Τέχνη και τις τεχνοτροπίες της, και τέλος, το υποκείμενο που όλα αυτά τα παρατηρεί, τον Άνθρωπο, σε ένα ενιαίο σύνολο. Το καθαρό του βλέμμα ψηλαφεί τα πάντα, από το πιο μικρό λουλουδάκι στην σχισμή ενός βράχου μέχρι τις λαϊκές ζωγραφιές του Θεόφιλου με την ίδια αθωότητα.
Με το δέος ενός εφήβου, αντικρίζει τον Κόσμο-κόσμημα, κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη φορά. Ο ποιητής δημιουργεί έναν επεξεργασμένο «συζευτικό» γλωσσικά κώδικα, ο οποίος εκφράζει στο έπακρο την απεριόριστη χρήση των αισθήσεων και της φαντασίας του έτσι ώστε να πετύχει την αυθεντικότερη και αμεσότερη επικοινωνία με τον Φυσικό κόσμο και τα κρυμμένα μυστικά του.
Η θεώρηση αυτή του φυσικού κόσμου και της αισθητής πραγματικότητας μέσα από έναν συγκεκριμένο γλωσσικό προσωπικό κώδικα δεν προέρχεται από το πλεόνασμα των λεκτικών οραματικών σημασιών που παραμένουν μετέωρες και φωσφορίζουσες, ερεθισμένες μετά την εκφορά του εφικτού ποιητικού λόγου, κατ’ ανάγκη συμβατικού που τις αφορά ή τις υπαινίσσεται. Αλλά, από έναν λόγο πλήρη, φορτωμένο από αναρίθμητες βαθιές αισθήσεις, πλούσιο σε συγκεκριμένες και απερίγραπτες ιστορικά μνήμες, ζυμωμένο με τις ποιητικές συγκινήσεις των αρχαίων ποιητών, των εκκλησιαστικών υμνωδών, και των νεότερων ανωνύμων ή επωνύμων δημιουργών.
Έναν λόγο που αυλακώνει το συλλογικό όραμα και την αίσθηση του κόσμου, και διαπλάθει την αισθητική προβολή του.
Αυτή η παρατεταμένη γλωσσοπλαστική ευκαμψία των σημασιών στην ποίηση του φωτοφόρου ποιητή, είναι που διαστέλλει την συγκίνηση και επαυξάνει τις ιδιαιτεροποιημένες νοηματικές αποχρώσεις των λέξεων, μέσα στο έργο του Νομπελίστα ποιητή.
Οι λέξεις στο έργο του ποιητή, δεν είναι σκόρπια κομμάτια ενός κόσμου διχασμένου, αφυδατωμένου από την παράδοσή του, αλλά, αποτελούν τις απαραίτητες ψηφίδες για να εικονοποιηθεί το όραμά του, που ταυτοχρόνως είναι και το συλλογικό όραμα του Έθνους του. Οι λέξεις είναι τα «φωτόνια» που περιστρέφονται γύρω από την κρυφή αρμονία του διαχρονικού λόγου της παράδοσής του.
     Ο εξόριστος ποιητής δημιούργησε την προσωπική του ποιητική παραμυθία, την θεολογία του Αιγαίου κόσμου, προσανατολισμένη πάντοτε προς το γεωγραφικό σώμα της Ελλάδας.
Ο Ελύτης με τη γραφή του ,αρχαγγελιάζει τα στοιχεία της παράδοσης που εγκολπώνεται. Δεν στέκεται στους αρχαίους μύθους αμήχανα, δεν αγκυλώνεται στην φόρμα τους, αλλά τους υπερβαίνει και οικοδομεί την Οραματική του ζωηφόρο πρότασή του, στάση και θέαση της ζωής, που είναι, και στάση ζωής του Έλληνα τρόπου, δηλαδή που είναι το ήθος της διαχρονικής του παράδοσης.
     Και αυτή είναι η ειδοποιός του διαφορά από τους άλλους μεγάλους μας ποιητές όπως είναι ο Γιώργος Σεφέρης, ο Τάσος Λειβαδίτης κ. ά. Ενώ μόνον μάλλον η ποιητική σύνθεση της «Τέταρτης Διάστασης» του Γιάννη Ρίτσου προσομοιάζει μαζί του.
Αυτός ο μέγας ερωτικός της ποίησης, επεδίωξε και πέτυχε:
Να προσδώσει στις φυσικές δυνάμεις αξίες ηθικής κατηγορίας.
Να συγκεράσει τα διαχρονικά στοιχεία της παράδοσής μας μέσα στο ποιητικό του έργο και να μας προσφέρει ένα νέο Ελληνικό Όραμα.
Να κοινοποιήσει την μυστική αρμονία του Έλληνα Λόγου πέρα από τα  στενά όρια της Ελλάδας.
     Και αυτές οι εκλάμψεις του Θείου φωτός του ποιητικού του λόγου, είναι που θα μας συντροφεύουν στο χθόνιο πέρασμά μας από αυτήν την δύσμοιρη πατρίδα.
     Αυτός ο των καλών απάντων τούτων ποιητών πρώτος διδάσκαλος τε και ηγεμών.

Υ. Γ. Τα ποιητικά αποσπάσματα του Οδυσσέα Ελύτη είναι από την εκτός εμπορίου ποιητική του συλλογή « VILLA NATACHA” ,που κυκλοφόρησε το 1973.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα 
«Η Φωνή του Πειραιώς» αριθμός 14.988/ 19 Μαρτίου 1996.

Σημείωση: για τον ποιητή-μύστη Οδυσσέα Ελύτη, έχω γράψει αρκετές φορές. Είχα την τιμή και την χαρά να τον γνωρίσω από κοντά από πολύ μικρός. Δύο φίλοι του και δικοί μου μέντορες στον πνευματικό χώρο, ο Νίκος Βαλμάς, ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης, πολύ μορφωμένος άνθρωπος (ιδιαίτερα στο χώρο της Μουσικής) ήταν ένα από τα άτομα που με έφεραν κοντά στον ποιητή, το άλλο, είναι ο γνωστός μεταφραστής και συγγραφέας Κίμων Φράϊερ, μέσω του οποίου επίσης, ήρθα σε επαφή μαζί του και τον επισκεφτήκαμε μαζί και μόνος αρκετές φορές στην οδό Σκουφά.
Όπως επίσης, αξίζει να σημειώσω εδώ, τώρα που τα χρόνια πέρασαν σαν σταγόνες βροχής φθινοπωρινού δειλινού, ότι ακόμα θυμάμαι ανάμεσα στα άλλα λόγια αυτά που μου είχε πει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, για τον μεταφραστή Φράιερ. Ότι δηλαδή, δεν θα είχε πάρει το Νόμπελ της ποίησης αν δεν είχε υπάρξει η μετάφραση του Κίμωνα Φράιερ. Οι Σουηδοί, στην δική του μετάφραση στηρίχτηκαν για να γνωρίσουν το έργο του. Κάτι που τουλάχιστον για εμάς τους νεότερους αποτελούσε τιμή η γνωριμία μαζί τους. Και οι δύο υπήρξαν δάσκαλοι στον χώρο τους ο καθένας με τον δικό του τρόπο.  
Όπως επίσης, και ο Φράιερ μου είχε μιλήσει επαινετικά για το έργο του Ελύτη, Λέγοντάς μου μάλιστα σαν παράπονο, ότι θα έπρεπε να προσφέρουν και ένα Νομπέλ για τους μεταφραστές και, τους δοκιμιογράφους. Η φιλική τους σχέση από όσο γνωρίζω διατηρήθηκε άχρι θανάτου. 
Και, όπως γράφει στην Μαρία Νεφέλη: «Αν είναι να πεθάνεις πέθανε, αλλά κοίταξε να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη»                                       

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

« Ο Πεζογράφος και το πιθάρι του», εκδόσεις Καστανιώτη Ᾱθήνα 1992.


      Σε μια εποχή που η πνευματική ορατότητα του κόσμου εξατμίζεται σ’ ένα καλειδοσκόπιο από ασύνδετα και πομπώδη γεγονότα. Που, δεσπόζει, μια ακατανόητη εισαγγελική φλυαρία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία με έμφαση υιοθετούν μια καλλιεργημένη βαρβαρότητα, που, σφετερίζεται τον λόγο των ελάχιστων πια δημιουργών. Επιβάλλοντας την ασημία της συλλογικής μνήμης και προβάλλοντας χωρίς αιδώ, όχι μόνο τον κλονισμό της αξιοπιστίας της όποιας ετερόλογης φωνής ή υψοποιούς «καρδιακής» αγωνίας,-έναν κλονισμό που συμβάλλει στην συνειδησιακή αποδόμηση της ιστορικής μνήμης του παρόντος ιστορικού χρόνου, και, γίνεται αφορμή, για μια ευκρινή αποτίμηση όλων των λειτουργικών ελλειμμάτων- αλλά, και την ηθική μιας καθηλωτικής, αποχαυνωτικής κοινωνικής Τήλε-ευμάρειας.
Μιας υλικής Τήλε-ευμάρειας που μόνο ο πίνακας του γνωστού και σπουδαίου Ισπανού Σουρεαλιστή ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί «Έμποροι σκλάβοι» αποδίδει σε όλη την υψηλή συγγένειά της με την απόγνωση.
Εκεί που ο Γάλλος διαφωτιστής και φιλόσοφος Βολταίρος, γίνεται έμπορος σκλάβων, και, στην εποχή μας σήμερα, που η ατομική ιστορική συνείδηση διαλύεται κάτω από τις δυσεύρετες και υποχρόνιες αιτιώδεις πιέσεις μιας υπεροπτικής υλικότητας, ενός αλαζονικού και διαβρωτικού υλόφρονου ήθους.
Ενός χυδαίου υλισμού, όπως θα έλεγε και ο παππούς Κάρλ Μαρξ, Και, η πολιτική αχαμνή μας Δημοκρατία, δεν είναι μάλλον η ελεύθερη και αβίαστη δημοκρατικότητα της συλλογικής και προσωπικής συνείδησης των πολιτών, ενσαρκωμένη μέσα στις ίδιες τους τις πράξεις, ή τις όποιες ιδιαιτεροποιημένες μορφές και πρακτικές τους, αλλά, μελαγχολικές αναμνήσεις αγωνιστικών προγονικών συμφωνιών αλληλεγγύης.
     Και το δίλημμα που αναφύεται είναι, αν αξίζει άραγε ο όποιος δημιουργός να αποτολμήσει την έξοδο του έργου του στον χρόνο και τις κατηγοριοποιήσεις του. Μπορεί το όποιας μορφής αυτοβιογραφικό έργο και η αιμάσσουσα μνήμη του δημιουργού, να αποτελέσουν σημαίνουσες συνιστώσες της ιστορικής πορείας της εποχής του αλλά, και αυτής της ίδιας της λογοτεχνικής δημιουργίας με τις ποικίλες εκφάνσεις της; ΄Η μήπως η έξοδός μας από το σπήλαιο-μήτρα, σημαίνει ταυτόχρονα και την αναγκαία ωρίμανσή μας. Το οριστικό και αμετάκλητο χάσιμο της πρωταρχικής παιδικής μας κοσμολογικής θέασης, και αθωότητας.
     Και την έξοδό μας αυτή στο χρόνο μάλλον αποπειρώνται με μια σειρά από αξιόλογα βιβλία που επιμελήθηκε για τον εκδοτικό οίκο Καστανιώτη, ο συγγραφέας και συνεκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού «η λέξη», Θανάσης Θ. Νιάρχος. Τίτλος της σειράς: Σκέψη, Χρόνος, και Δημιουργοί. Ανάμεσα στα αξιοπρόσεκτα βιβλία που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα είναι και αυτό της πεζογράφου Μάρως Δούκα.
     Το βιβλίο με τον τίτλο «Ο Πεζογράφος και το πιθάρι του», περιλαμβάνει δώδεκα κείμενα και μία ομιλία. Κείμενα που γράφτηκαν ύστερα από παραγγελία, στο περιθώριο της μυθιστορηματικής δραστηριότητας της συγγραφέως, κατά την χρονική περίοδο 1981-1991.
Η ομιλία η οποία δάνεισε και τον τίτλο της στο βιβλίο, εκφωνήθηκε από την πεζογράφο στο Ίδρυμα Χορν Γουλανδρή, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη» τεύχος 107. Από τα άλλα κείμενα, ένα δημοσιεύτηκε στο πολιτικό περιοδικό «Κομουνιστική Επιθεώρηση», δύο παρουσιάστηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «το Δέντρο», δύο επίσης στο πολιτικό περιοδικό «Αντί», και τα υπόλοιπα επτά στο λογοτεχνικό περιοδικό «η λέξη».
     Τα σπονδυλωτά αυτά κείμενα, αποτελούν κομβικά σημεία της συγγραφικής δραστηριότητας της Μάρως Δούκα, αφού όπως και η ίδια αναφέρει, αφορούν πρόσωπα και έργα που την στιγμάτισαν λογοτεχνικά, και κατά κάποιον τρόπο καθόρισαν την σταδιοδρομία της σαν συγγραφέα. Αλλά, και πολιτικές ιδέες, κοινωνικές καταστάσεις, προβληματισμοί, και διάφορα γεγονότα που άγγιξαν άμεσα την προσωπικότητά της, οριοθέτησαν τις αναζητήσεις της, και ωρίμασαν την σκέψη της.
     Η Δούκα στέκεται συνήθως σε μια σειρά θεμάτων που εστιάζονται στην υποκειμενική εμπειρία, στην προσωπική μυθολογία. Σε έναν οικείο και όχι μόνο ιδιωτικό χώρο, αναπλασμένο με γλαφυρό και αναπαραστατικό γλωσσικό ιδίωμα, που η στοχαστική μεταμόρφωση της μνημονικής πραγματικότητας δίνει τον κύριο τόνο στα κείμενα. Ενώ ταυτοχρόνως, παράγει μια δομή αυξητικής αφήγησης που φανερώνει τις υφολογικές της συγγένειες, αισθητικές της αναφορές, αλλά και την ιδιαίτερη ατομική της ευαισθησία. Το ύφος της είναι τρυφερό, λυρικό, συγκινητικό, υποταγμένο μεθοδικά στην νοσταλγία της αναφοράς. Σε μια ήρεμη αρμονία ανάμεσα στις ονειρικές εντάσεις, έτσι όπως αναδύονται από το ονειρικό κείμενο για την πρώτη εκδότρια του Κέδρου, Νανά Καλλιανέση, και την λεπτή ισορροπία κριτικής λογικής και προσωπικού συναισθήματος όπως διακριβώνεται από την ρεαλιστική καταγραφή των σκέψεών της, όσον αφορά την αριστερά και τα συνεπακόλουθα προβλήματά της. Μέσα από την διαφαινόμενη στοχαστική προέκταση του κριτικού της λόγου η Μάρω Δούκα περιγράφει την μελαγχολική αίσθηση που απορρέει από τις λανθασμένες πολιτικές επιλογές της αριστεράς και την αναπότρεπτη ήττα της.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ήδη ότι το προσκλητήριο του βιβλίου είναι προσκλητήριο αριστερών συγγραφέων, σημειώνει ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Και πράγματι, η πλειοψηφία των προσώπων του θεματικού κύκλου που εξετάζει η συγγραφέας, ανήκει στον χώρο αυτόν: Δημήτρης Χατζής, Γιάννης Ρίτσος, Μέλπω Αξιώτη, Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Στρατής Τσίρκας και άλλοι. Αξιοσημείωτα πρόσωπα που σημάδεψαν με την παρουσία τους τόσο τα καλλιτεχνικά πράγματα της Ελλάδας, όσο και την πορεία της αριστερής σκέψης. Πρόσωπα,-όπως ασφαλώς και άλλα από άλλους ιδεολογικούς χώρους-, που είχαν την τύχη να χαράξουν και να διαμορφώσουν την εποχή τους. Πρόσωπα που, με το έργο τους, παρήγαγαν πολιτισμό Ελληνικό και συνέχισαν τον Ελληνικό στοχασμό και την παράδοση. Και η συγγραφέας τα πρόσωπα αυτά δεν τα αφήνει να χαθούν στην λήθη, δεν προσπερνά το έργο τους  με την ευκολία της αναγνωρισμένης πεζογράφου, αλλά, ανοίγει μια διαρκή συνομιλία μαζί τους, μελετά το έργο τους, στέκεται με δημιουργική αμφιβολία πάνω στο όραμά τους.
Μας μεταφέρει με νοσταλγία ίσως, την αίσθηση που χαρίζει η ανάγνωση των έργων τους, ή την συγκίνηση της μνημονικής υπενθύμισης της παρουσίας τους. Ακόμα και οι νεκρολογίες της, κινούνται σε έναν κόσμο δημιουργικής «σιωπής», όπου μέσα του αντανακλάται η Τέχνη όπως αντίστοιχα μέσα στην βαθύτερη ουσία της Ζωής ιζηματοποιείται η παγερή όψη του Θανάτου.
     Δύο ακόμα θεματικοί κύκλοι που κυριαρχούν στον παρόντα τόμο, είναι ο προβληματισμός σχετικά με την πολιτική, και ο θάνατος, διότι αδιάκοπα στα σημεία αυτά υποδηλώνεται η απουσία και η απώλεια, γράφει η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά.
    Οι ημερολογιακοί σχολιασμοί που προτάσσονται των κειμένων είναι μορφές αιτιολόγησής των, που, καθιστούν πληρέστερη την κατανόησή τους, αλλά και επεξηγούν τις συνθήκες συγγραφής των.
Οι σχολιασμοί αυτοί ερχόμενοι σαν αρωγός των κύριων θεματικών κειμένων, μας γεννούν το εξής ερώτημα: Ως πιο σημείο μπορεί να επεκταθεί ένα σχόλιο, χωρίς τελικά να καταλήξει σε ένα ευσύνοπτο δοκίμιο; χωρίς να παγιδευτεί ο σχολιασμός από την αποτελεσματικότητα της ίδιας της δοκιμιακής πράξης;
Ενδιαφέρον επίσης προκαλεί και το κείμενό της με τον τίτλο «Αλλιώς -αλλιώς αηδόνα μου» σελίδα 31, που αναφέρεται στην Απριλιανή Δικτατορία. Ένα κείμενο που, δεν κομπορρημονεί για τις αντιστασιακές περγαμηνές κάποιων αριστερών διανοουμένων της εποχής εκείνης, αλλά και δεν απολησμονάει την ευθύνη που φέρει το σύνολο σχεδόν του λαϊκού σώματος με την παθητική του στάση, και τις επιλογές που επέδειξε.
     Εύστοχοι είναι επίσης οι χαρακτηρισμοί της Μάρως Δούκα όταν αναφέρεται σε πρόσωπα όπως :ο πεζογράφος Κώστας Ταχτσής, ο πεζογράφος και ψυχίατρος Γιώργος Χειμωνάς, η Αναγνωστάκη, η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη, ο συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας και άλλοι. Αλλά επίσης, και όταν εκφράζει τις ιδέες της για το τι είναι το Μυθιστόρημα, τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό, την Πολιτική γραφή κ.λ.π.
(εδώ γεννάτε το ερώτημα; άραγε είχε ποτέ η αριστερά μεγάλα κριτικά πνεύματα; Και μιλάμε για κριτικούς, όχι αριστερούς αγωνιστές, γιατί ασφαλώς ο Γιάννης Κορδάτος και ίσως ο Μάρκος Αυγέρης, δεν μας αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.-Κάποιος ασφαλώς μπορεί να προβάλλει το επιχείρημα ότι το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και το περιοδικό «Πρωτοπόροι» εκκολάψανε αρκετά  ενδιαφέροντα πρόσωπα της αριστερής κριτικής διανόησης-).
Ευχάριστη επίσης αίσθηση αφήνει και η ανάγνωση των περιπαικτικών σχολίων που κάνει η συγγραφέας όσον αφορά την κριτική για το βιβλίο της από τον καθηγητή Γιώργο Σαββίδη.
     Οι χαρακτηρισμοί και οι κρίσεις της Δούκα, δεν αποτελούν ένα είδος πλαισίου που μεταφέρει τα δηλούμενά της έξω από τον κόσμο της πεζογραφικής της πραγματικότητας. Αλλά ουσιαστικές παρατηρήσεις και χαρακτηρολογικοί σχολιασμοί που υποδηλώνουν την εξάρτησή τους από την συμβολική αποτελεσματικότητα της γλώσσας που χρησιμοποιεί αλλά και τις αντηχητικές αποκρίσεις ιδεών και σκέψεων της μυθιστορηματικής της δημιουργίας, έτσι όπως αυτές ανιχνεύονται μέσα από τις διαδρομήσεις της σύνολης καλλιτεχνικής της εργασίας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα 
«Εξόρμηση» Κυριακή 16 Οκτωβρίου 1994, σελίδα 23.

Πειραιάς 23-Ιουνίου 2013.

Σημείωση: Την πεζογράφο Μάρω Δούκα, δεν είχα την τύχη μέχρι σήμερα να συναντήσω από κοντά. Στο τηλέφωνο μόνο αν θυμάμαι σωστά έχουμε μιλήσει μία ή δύο φορές. Όμως τα βιβλία της τα διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον και θεωρώ ότι η πεζογράφος Μάρω Δούκα, είναι από τις σημαντικότερες γυναικείες συγγραφικές παρουσίες που έχουμε στον χώρο της πεζογραφίας και της γενιάς της.
Η Μάρω Δούκα όπως και άλλες γυναικείες παρουσίες στο χώρο του Μυθιστορήματος ή του Διηγήματος φρονώ ότι μπορούν να διδάξουν πολλές σημερινές πεζογράφους, που γράφουν εμπορικά μεν, αλλά ανούσια, ογκώδη,(βιβλία τούβλα) ή σεναριοποιημένα πεζά, που είναι της μιας χρήσεως ή για να διαβαστούν μέσα στο λεωφορείο.
     Η γυναικεία πεζογραφική παρουσία, σε σχέση με εκείνη των αντρών, δεν έχει νομίζω ακόμα προσεχθεί όσο θα έπρεπε. Και αν κόμισαν κάτι καινούργιο και διαφορετικό σαν θεματολογία, ύφος, γλώσσα και γραφή, στην σύγχρονη πεζογραφική πραγματικότητα στα χρόνια μετά την Δικτατορία της 21ης Απριλίου. Και ασφαλώς αναφέρομαι και σε γυναικείες φωνές που δεν άνηκαν ούτε ανήκουν στον αριστερό χώρο.         
                  

               

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ-ΦΑΦΑΛΙΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ—ΜΑΡΙΑ ΦΑΦΑΛΙΟΥ

«Μαρτυρίες 40—44—Πόλεμος --Κατοχή», 
εκδόσεις  Κέδρος 1988.


Το βιβλίο Μαρτυρίες 40-44-Πόλεμος-Κατοχή, των συγγραφέων Κώστα Ν. Χατζηπατέρα και Μαρία Φαφαλιού, ανακαλεί στην μνήμη μας τα Acta Martyrum Selecta, και, η παρομοίωση, δεν είναι τυχαία. Αν τα Acta Sanctorum άσκησαν και ασκούν μια βαθειά επίδραση στις συνειδήσεις των πιστών ενός θρησκευτικού δόγματος, γιατί, μέσα από τον άμεσο και θυσιαστικό λόγο των κειμένων τους καταγράφουν τα διάφορα σημαντικά γεγονότα της ζωής των Αγίων, οι μαρτυρίες των ατόμων που έζησαν εκ των ένδον την λαίλαπα και την φρίκη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, υπενθυμίζουν σε εμάς τους νεότερους (που σταθήκαμε τυχεροί και δεν ζήσαμε την φρίκη του Πολέμου), την υποχρέωση που έχουμε απέναντι σε αυτούς που θυσιάστηκαν και προσέφεραν με μεγάλη αυταπάρνηση την ζωή τους για να κρατήσουν άσβεστη την δάδα της Ελευθερίας. Αλλά, και μαθαίνοντας, έστω και έμμεσα, τι σημαίνει πόλεμος, και πως να αγωνιζόμαστε για την Ειρήνη.
Όπως ένας φωτογράφος μέσα στον σκοτεινό του θάλαμο εμφανίζει σιγά-σιγά πάνω στο λευκό χαρτί τη λανθάνουσα στην αρχή εικόνα  μιας φωτογραφίας, έτσι και οι δύο συγγραφείς του αξιόλογου αυτού βιβλίου-λευκώματος, αναπλάθουν σελίδα την σελίδα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη μια ολόκληρη εποχή. Με τον σεβασμό αλλά και την ευθύνη που απαιτείται για μια τέτοια έρευνα.
Οι συγγραφείς διασώζουν με μεγάλη ευλάβεια: κείμενα, φωτογραφίες, σκίτσα, μαρτυρίες, εικαστικές παραστάσεις και άλλα στοιχεία, που βρίσκονται διάσπαρτα στον Ελληνικό και ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και στις μνήμες των ανθρώπων που υπήρξαν αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες της μεγαλύτερης καταστροφής που γνώρισε το Ελληνικό Έθνος τον αιώνα αυτόν.
Το Λεύκωμα αυτό δεν είναι απλώς μια συρραφή κειμένων ή εικόνων με μια χρονολογική διάταξη. Ούτε μια ακαδημαϊκή κουραστική εργασία-μόνο για τους ιστορικούς, αλλά, μια ευσυνείδητη πολύμοχθη έρευνα που αποσκοπεί να αφυπνίσει μέσα από τη σύγκριση, παράθεση αναμνήσεων λόγου και εικόνας, τη σκέψη μας.
Η επιλεκτική συλλογή των κειμένων δεν συνθηματολογεί, ούτε προπαγανδίζει μα, με μεγάλη προσοχή, κινεί την σαΐτα της αφήγησης πάνω στον αργαλειό της ιστορίας, και η ιστορική μας συνείδηση αγγίζει τις κρίσιμες αυτές στιγμές του Έθνους μας μέσα από τις πρωτότυπες και ευαίσθητες αφηγήσεις των απλών ανθρώπων, των φιλελλήνων, των συμμάχων μας αλλά, και πλείστων άλλων ατόμων που στάθηκαν αρωγοί στη μεγάλη πολεμική αυτή προσπάθεια των Ελλήνων να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και την Ελευθερία τους.
Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι την επιμέλεια του ευρύτερου αισθητικού σχεδιασμού του Λευκώματος, την είχε η συγγραφέας Σοφία Ζαραμπούκα και τον εύχρηστο βιβλιογραφικό οδηγό συνέταξε ο συγγραφέας Κυριάκος Ντελόπουλος.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό 
«Δαυλός» τεύχος, 86/ Φεβρουάριος 1989.


Πειραιάς, Κυριακή 23 Ιουνίου 2013.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

ΕΛΕΝΑ ΦΙΛΙΠΙΤΖΗ-ΨΑΡΑΛΙΔΟΥ

ΕΛΕΝΑ ΦΙΛΙΠΙΤΖΗ-ΨΑΡΑΛΙΔΟΥ

«Σώματα Λόγια», εκδόσεις Γαβριηλίδης- Αθήνα 2008.


Από την καπνοτροφοδότρα Ξάνθη, γενέτειρα του Μελωδού Μάνου Χατζιδάκι και των ποιητριών Μαρία Ράλλη- Υδραίου και Μαρία Σαββίδου, κατάγεται η νομικός και ποιήτρια Έλενα Φιλιπιτζή- Ψαραλίδου. Αν και, στο εσώφυλλο του βιβλίου της σημειώνει, η σαρανταοκτάχρονη δημιουργός, ασκώντας βιοποριστικά το επάγγελμα της δικηγόρου κατοικεί και εργάζεται μόνιμα στο Βόλο.
Η Ψαραλίδου εμφανίστηκε στο ποιητικό στερέωμα το 1997, όταν από τις εκδόσεις Πλέθρον εξέδωσε μια αξιοπρόσεκτη συλλογή με τίτλο «Το ρίγος των φύλλων». Όπου η γυναικεία αισθαντικότητα συμπλέει αρμονικά με έναν λύχνιο θηλυκού γένους ποιητικό λόγο, προσφέροντάς μας ένα θαυμάσιο αποτέλεσμα. Έκτοτε μας έδωσε άλλες δύο ποιητικές συλλογές από τις εκδόσεις Νησίδες. Το 2005 «Της αθέατης σελήνης» και το 2007 «Αφή σκιών».
Τα Σώματα Λόγια που κυκλοφόρησαν το 2008 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης είναι η τελευταία της ποιητική συλλογή.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις, αριθμητικά χωρισμένες ενότητες. Κάθε ενότητα περιλαμβάνει έντεκα ποιήματα. Ποιήματα λυρικά, νοσταλγικά, χαρακωμένα από ασυντρόφευτες μνήμες σιγαλόφωνης δυαδικής ερωτικής μοναξιάς, ένθετα συνήθως σε φωτεινά τοπία, αλλά και πάνω στην καυτή άμμο του καρτερικού σώματος, και της περιπλανώμενης στο κοντινό παρελθόν μνήμης. Της ανανταπόδοτης ερωτικής επιθυμίας του άλλου. Που η ερωτική απουσία του (περισσότερο, παρά η προδοσία του) νοτίζει τον ποιητικό λόγο με τη γυμνότητα της καθαρής του επιθυμίας. Η προσιτή και αμεσότατη γλώσσα της εκφράζει μετουσιωμένα το ερωτικό συναίσθημα, που ναυαγεί πάνω σε καλές προθέσεις υποσχετικών εκπλήξεων. ΄Η πάλι, μένει μετέωρο ανάμεσα στην πρόθεση της ερωτικής προσφοράς και την αιδημοσύνη της άδοξης συνάντησης.
Η ποιητική γλώσσα μετατρέπεται σε όχημα για να εκφράσει η ποιήτρια την συγκινησιακή της διαστολή. Τις αναδιπλώσεις των απελπισμένων ονείρων της. Είναι το αφυδατωμένο από ερωτικές προσλήψεις σώμα της εφήμερης επιθυμίας που τόσο αναζητείται. Του αέναα περατού ερωτικού στοιχείου που πάντοτε μας σημαδεύει.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί η ποιήτρια δεν μεταφέρουν μεγάλα βάρη νοηματικών αποχρώσεων. Ρομαντικές ιδιαιτερότητες πληγωμένης γυναικείας ναρκισσιστικής αντεπιθυμίας. Ρητορικές ερωτικές εξομολογήσεις απελπισμένων χειρονομιών. Το ύφος της είναι καρτερικό, αποδεκτό της υπάρχουσας νέας κατάστασης που η ποιήτρια βρίσκεται. Η φόρμα της είναι συνήθως μικρή, χωρίς να αποκλείονται και οι μεγαλύτερες της μια σελίδας ποιητικές συνθέσεις, και εμπεριέχει όλα τα προβλεπτά δεδομένα ιχνογράφησης της ερωτικής απουσίας.
Η εύρωστη και διαισθητική φαντασία της, υπαγορεύει την οντολογική ανίχνευση των συναισθημάτων της, καθώς η γυναικεία γραφή της υπερασπιστηκά ορθώνεται έναντι της μνήμης με λεκτικές αποσιωπήσεις, φραστικές αφαιρέσεις, προσδιορίσημες εικόνες και σταθερές διυλίσεις νοημάτων. Καθώς πεταρίζει με άνεση μέσα στον άπλετο χώρο της αλληγορικής διαφυγής και των δραματικών αλλά όχι θανατηφόρων συμβόλων.
Οι στίχοι της σφύζουν από μια μάλλον τρεμάμενη ρυθμικότητα που εντείνει η ισορροπημένη μουσικότητα των λέξεων.
Τα ποιήματα -μάλλον εν συνόλω- της Ψαραλίδου, αχθοφορούν ένα τεράστιο φορτίο ερωτικής κένωσης. Μοιάζουν με μικρές εστίες ερωτικής φλόγας μέσα σε ένα απέραντο λιβάδι απεγνωσμένου πάθους.  Αγωνίζονται με εξαντλητική αστάθεια καημού να αποτρέψουν τον φόβο της απώλειας με την δυναμική αν και ναυαγισμένη πειθώ του ερωτικού πόθου. Η απόπτωση του ερωτικού στοιχείου είναι φανερή σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Η λιτότητα που κυριαρχεί στον ποιητικό της λόγο, η καρτερικότητα της γυναικείας ποιητικής της γραφής, υποδηλώνει τόσο την εκφραστική της πληρότητα, όσο και την συμπλήρωση του απολεσθέντος ερωτικού μέσω των ποιητικών εικόνων. Έστω και πρόσκαιρα, έστω και μέσω της ιχνομύθησής του από την γυναικεία πρόταση ποιητικής αναφοράς.  Ο γραπτός λόγος αντικαθιστά το κενό που αφήνει η απουσία του άλλου. Η απουσία του είναι παρούσα σε κάθε μορφή ποιητικής αναφορικής εκδήλωσης. Η απουσία στοιχειώνει τον ποιητικό λόγο περισσότερο ίσως από αυτή την ίδια την παρουσία αν  υπήρχε.
Δίπλα σε φράσεις απογοήτευσης, σιμά σε ερωτικές διαψεύσεις, συναντάμε σωματοποιημένες εικόνες πάθους, τρυφερού γυναικείου αισθησιασμού.  Άπλωμα της γυναικείας ψυχής μέχρι τα πρόθυρα της απόγνωσης, της λυγμικής εγκαρτέρησης.
Ο τονισμός της φωνής της μπορεί να επαναλαμβάνεται ορισμένες φορές κουραστικά, όπως και το ξεδίπλωμα των εικόνων της που παράγουν ενίοτε την ίδια ατμόσφαιρα, όμως η ποιήτρια διατηρεί έναν καθαρό προσωπικό ιδιότυπο κυματισμό ερωτικού πάθους. Έναν νοσταλγικό κυματισμό που ενώ προέρχεται από την απώλεια της σχέσης, τροφοδοτεί ιαματικά της ψυχής τα μονοπάτια.
Ο ερωτικός ποιητικός λόγος της Έλενας Φιλιπιτζή-Ψαραλίδου, είναι πλήρης γονιμοποιών αισθήσεων. Εμπλουτισμένος με χαρμολυπική διάθεση. Ώριμος καθώς μας μεταφέρει την σταδιακή καθολίκευση του ερωτικού πάθους. Προστατευμένος μέσα στην απαρηγόρητη νοσταλγία του. Χωρίς αιχμηρά βέλη εκδικητικής ανταποδοτικής διάθεσης. Θεάται την απώλεια του ερωτικού γεγονότος, σαν ένα απαύγασμα καρποφόρων εικόνων αθώας πρόκλησης.
Όπου η ερωτική πρόκληση της απουσίας του άλλου είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την προσωπική εμφάνεια και των δύο αγαπωμένων προσώπων μέσα στο ποιητικό σώμα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα, τεύχος 61/ 10,12, 2009, 
σελίδες 40-41.

Πειραιάς 20 Ιουνίου 2013.
Πλησιάζοντας η αργία του Αγίου Πνεύματος, σε μια άκρως αντι πνευματική εποχή. (τζάμπα η αργία δηλαδή).



Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ  ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ

«Η Φιλοσοφία των Λουλουδιών», εικονογράφηση Γιώργη Βαρλάμου. Μετάφραση στα αγγλικά: David Conolly, εκδόσεις Artigraf-Αθήνα 1990, σελίδες 46.


                 Στο πρόσωπο ενός λουλουδιού


     Σε μια εποχή έντονα χρηματομανή και επίπεδη, η οποία κατακλύζεται από τις ιαχές των πετρελαιοπολεμιστάδων στην Μέση Ανατολή, και τα μόνα φώτα που φωτίζουν είναι αυτά των διαφόρων υπερατλαντικών σταρ και, οι εναλλασσόμενες εικόνες πολεμικής φρίκης διαδέχονται αυτές των διαφόρων διαφημιστικών σποτς. Όταν ούτε ο χρωστήρας του Πολύγνωτου δεν θα αρκούσε για να απεικονίσει στη Νέκυά του, την φθορά των προσώπων και πραγμάτων, πώς να μιλήσεις και να γίνεις πιστευτός υποστηρίζοντας, ότι, ο άνθρωπος και τα λουλούδια κλείνουν μέσα τους μια απέραντη τρυφερότητα.
Ότι η Φύσις εξακολουθεί να είναι Υφαντουργός και Κομμώτρια.
Μέσα σε αυτήν την άπνοια της ομορφιάς, εμφανίζεται ένας καθαρός στην καρδιά και στο πνεύμα ποιητής. Χωρίς ενοχικές ευαισθησίες, χωρίς ένοικα πάθη, σιγοψάλλοντας με το γνωστό πάντοτε ελπιδοφόρο λυρισμό του.
«Ότι ένα λουλούδι πεζοπόρος απόστολος, ξεκομμένο από τ’ άλλα, μονάχο, μεταφέρει στο σύμπαν το «χαίρε»μου», σελίδα 45.
Ανακαλώντας στην μνήμη μας τη ρήση του σοφού παππού μας Ηράκλειτου: «’αρμονίη αφανής φανερής κρείττων». Και αυτή την κρυφή θεουργό αρμονία του Σύμπαντος ψάλλει μέσα από το φυλλορόϊσμα των στίχων του ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος.
     Η δίγλωσση έκδοση της «Φιλοσοφίας των Λουλουδιών» είναι ένα βιβλίο πλημμυρισμένο από φως και γαλήνη. Τα εκπληκτικά σχέδια του Βαρλάμου έρχονται και σφιχταγκαλιάζουν τα εύοσμα ποιητικά άνθη του δημιουργού.
     Με απλό και εύκαμπτο λόγο συνδιαλέγεται μαζί μας:
για την Ομορφιά (σελίδα 12), την τελειότητα της Φύσης και την ευτέλεια της γραφής (σελίδα 14),τον Θεϊκό σφυγμό που ο ποιητής ακούει σκύβοντας τα πρωινά πάνω από τις άσπρες και κίτρινες τριανταφυλλιές του και το κόκκινο και άσπρο γεράνι του (σελίδα 21), για τους μαντατοφόρους του τα λουλούδια (σελίδα 31), για την μέθοδο με την οποία τα λουλούδια διδάσκουν στον ποιητή το φως (σελίδα 34) και άλλα…
Για τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, η Φύση είναι ένα Mysterium Mirabile (Faskinas) και όχι ένα Mysterium Tremendum. Η πίστη του στις πανανθρώπινες αξίες επαυξάνεται όταν έρχεται σε επαφή με τον κόσμο των λουλουδιών. Ο ποιητής κοιτά τη Φύση με ένα βλέμμα αφής. Στους μίσχους, τα φύλλα, τα πέταλα, τα άνθη, στην ποικιλία των χρωμάτων και των σχημάτων, στην οσμή των λουλουδιών, αντικρίζει το πρόσωπο του Υιού του Ανθρώπου.
«Κάθε λουλούδι, είναι και ένας Ιησούς», (σελίδα 32).
Η Φύση είναι η έκφραση της Θείας χάρις. Είναι η διαπνοή της Θεϊκής ενέργειας μετά από μία φωτοσύνθεση αγάπης και ελέους.
      Τα λουλούδια, και γενικότερα τα φυτά, από αρχαιοτάτων χρόνων αποτελούσαν μία από τις πρώτες μορφές θρησκευτικής λατρείας. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα φυτά είχαν(αυτοί οι βουβοί, αλλά τόσο λαλίστατοι αρχάγγελοι) μυστικές και απόκρυφες δυνάμεις.
«Γιατί τα φυτά ζουν στο παρόν, σ’ ένα παρόν διαρκείας, και αποφεύγουν την σύσταση του ατομικού Υπερεγώ. Έτσι τα συναισθήματα των φυτών είναι μάλλον πιο ανεπτυγμένα από εκείνα των ζώων, ενώ τα τελευταία δίνουν ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης του ψυχικού τους κόσμου, στη νόηση, τη μνήμη και τη συνείδηση». Σημειώνει ο Brettl Bolton στο γνωστό βιβλίο του «Οι μυστηριώδεις δυνάμεις των φυτών».
     Με λόγο καρδιακό ο ποιητής υαλογραφεί τις μυστικές του χειρονομίες με τα λουλούδια αλλά και το αντίστροφο. Από την ανάγνωση του ολιγοσέλιδου βιβλίου αναβρύζει μια εσωτερική ηρεμία, ένας γαλήνιος κυματισμός, μια υπαρξιακή πληρότητα. Στο ποιητικό του Σύμπαν δεν έχει θέση ο χούμος  δηλαδή η αποσύνθεση, αφού όλα γίνονται Φως.
     Ο αναγνώστης νιώθει τον μυρίπνοο λόγο να τον οδηγεί σε μια συμμέθεξη και ψάλλει μαζί του τους στίχους ενός άλλου δημιουργού.
 «Ὠ Φως Αόρατο. Σε Δοξολογούμε. Ω Φως Αόρατο. Σ΄ Εγκωμιάζουμε. Ω Φως Μέγιστο. Σε εγκωμιάζουμε και για τα ελάχιστα». Γράφει ο Άγγλος ποιητής Τόμας Στερν Έλιοτ, στο βιβλίο του «Δέκα χορικά απ’ το Βράχο».
Και ο Βρεττάκος σε μια διαρκή έκσταση γράφει: «Ἑίδα το Λόγο» (σελίδα 16). Δεν αφουγκράστηκε, δεν ένιωσε, δεν άγγιξε μόνο, αλλά είδε καθώς ψηλαφούσε την Φύση τον Λόγο. Με βλέμμα φιλεύσπλαχνο αντίκρισε το ακοίμητο όμμα. Όχι μόνο με τα μάτια του αλλά με όλο του το σώμα, σαν άλλος «Άργος» είδε και φωτίστηκε από τη Θεία Αφή.
«Ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός, εάν ουν ο οφθαλμός σου απλούς η, όλον το σώμα σου φωτεινόν έσται». Γράφει ένας άλλος ποιητής ο ευαγγελιστής Ματθαίος.
Στο πρόσωπο ενός λουλουδιού, ο Φωτοφόρος ποιητής «γιομίζει αγάπη, ευλάβεια, γιομίζει άνθρωπο». (σελίδα 36).
     Το δίγλωσσο αυτό θερμοκήπιο είναι μια προσευχή. Μια προσπάθεια για να κατορθώσει ο ποιητής να αγγίξει τη θέα του παμφαούς ηλίου της δόξας. Μια, ελπιδοφόρα προσπάθεια, που και αυτός ο θάνατος δεν μπορεί να αναιρέσει.
«Τι σημαίνει πεθαίνω. Όταν φύγω το ξέρω θα ενωθώ με το Θεό. Δηλαδή θα ενισχύσω το φως που υπάρχει μες στα λουλούδια», (σελίδα 32).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
πρώτη δημοσίευση, 
εφημερίδα Εξόρμηση 10 Φεβρουαρίου 1991.

Πειραιάς 20 Ιουνίου 2013.

Σημείωση: Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος είχε συνδεθεί με την πόλη μας τον Πειραιά. Για ένα διάστημα όχι μόνο κατοίκησε με την οικογένειά του στην οδό Καραίσκου, στο κέντρο της πόλης, κοντά στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, όπου υπάρχει και η προτομή του, αλλά διετέλεσε και Δημοτικός Σύμβουλος. Δυστυχώς όπως συμβαίνει ανέκαθεν σε αυτόν τον τόπο, οι τότε Δημοτικοί άρχοντες, δεν τον άφησαν να υλοποιήσει το πρόγραμμά του για την πόλη, έτσι ο ποιητής παραιτήθηκε της προσπάθειας και αργότερα μετοίκησε στην Αθήνα.
Δυστυχώς σημειώνω, για δεύτερη φορά, την ίδια τύχη είχε και ο μεγάλος Πειραιώτης θεατράνθρωπος Δημήτρης Ροντήρης, ο ιδρυτής του Πειραϊκού Θεάτρου.
Όπως και η Ελλάδα γενικότερα, η Πόλις αυτή τρώει σαν άλλος Θεός Κρόνος τα παιδιά της.

Μόνο που τώρα πια, τις έμειναν ελάχιστα, και αυτά, δεν είναι διατεθειμένα να φαγωθούν. Γι’ αυτό ο Πειραιάς βουλιάζει μές στο κάθε είδος βουρκάρι του.