Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΜΗΝΑΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ- ΚΑΡΠΑΘΟΣ

ΜΗΝΑΣ ΑΛ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

«Λαϊκοί ποιητές της Καρπάθου»,-τρία παραδείγματα-, Αθήνα 1997.

Στην μητέρα μου Βάσω Χ. Μπαλούρδου


Υπάρχει σχέση και ποια είναι αυτή, μεταξύ της λόγιας και της λαϊκής λογοτεχνίας; Η έννοια του πολιτισμικού δυϊσμού έτσι όπως μας τον δίδαξε ο Μαρσέλ Μως, μας παραπέμπει στην ύπαρξη ενός και του αυτού κοινωνικού σχηματισμού διακριτών παραδόσεων μιας χώρας; Ή μήπως το χάσμα μεταξύ της λόγιας και της λαϊκής παράδοσης είναι αγεφύρωτο παρότι ανήκουν και οι δύο στον αυτό πολιτισμικό χώρο;
Οι λαϊκοί ραψωδοί που κατονομάζονται στο Αρχαίο Έπος, προετοιμάζουν τον λόγιο καλλιτέχνη που θα συμπεριλάβει μέσα στο έργο του και τη δική τους δημιουργία, τον δικό τους κόσμο, ή μήπως ο πρώτος «λόγιος» δημιουργός ο Όμηρος, θα δημιουργήσει έναν νέο κόσμο για το αναγνωστικό κοινό του. Είναι συμπληρωματικές οι απαντήσεις τους πέρα από την κοινή τους θεματολογία ή όχι.
Ο ποιητικός λόγος του Θεόφραστου, ή του Λόγγου, εκφράζει τα ίδια κοινωνικά στρώματα με τον ποιητικό λόγο του Πινδάρου ή ενός τραγωδού ή κωμωδού; Ή μήπως διακρίνουμε μια ποιητική και κατ’ επέκταση πολιτισμική διχοτομία.
Τα λαϊκά συναξάρια των βίων των διαφόρων αγίων, ή τα λαϊκά μυθιστορήματα, είναι μια αντιπρόταση ζωής στην λόγια Βυζαντινή ή κατοπινή κουλτούρα; Ή μήπως εκφράζουν το ίδιο πολιτισμικό και κοινωνικό μόρφωμα;
Το ερώτημα μάλλον παραμένει ανοικτό. Εκτός και αν η εσωτερική πορεία του Ελληνικού λόγου που ενώνει τον Αδαμάντιο Κοραή-κυριότερο εκπρόσωπο του γηγενούς Διαφωτισμού, και τις απορριπτικές θέσεις του για την λαϊκή λογοτεχνία- με τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της γενιάς του 1930 τον Νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη και τις καταφατικές του απόψεις, μας οδηγεί όχι σε μια πολιτισμική αμφισημία, αλλά, μια πνευματική «ταυτοτική» αντιστοιχία του Ελληνικού πολιτισμού μέσα από τις ιδιαίτερες τοπικές πολιτισμικές διαφοροποιήσεις των διαφόρων πληθυσμιακών στρωμάτων του Ελληνικού χώρου κατά την διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής
Τις πρώτες απόπειρες ανάγνωσης και προσέγγισης του λαϊκού λόγου από του λόγιους, θα λέγαμε από τους φορείς της επίσημης εθνικής εξουσίας και πνευματικής ιδεολογίας, τις εντοπίζουμε την περίοδο του Ρομαντισμού στα Ιόνια νησιά, και κατόπιν την περίοδο της Ελληνικής ηθογραφίας.
Ο Λαϊκός λόγος επιδιώκει να συγκεφαλαιώσει μέσα από μια άλλοτε συγκεκριμένη και άλλοτε όχι μυθοποιητική θεματολογία τον κόσμο και τα προβλήματα του λαϊκού καλλιτέχνη που δεν είναι παρά ο κόσμος και τα προβλήματα του λαού του, ή τουλάχιστον ορισμένων κοινωνικών στρωμάτων του.
Το ιδεολογικό του οπλοστάσιο συμπεριλαμβάνει μια ευρύτατη κλίμακα αξιών και προτάσεων, από τις πιο ρηξικέλευθες μέχρι τις πιο συντηρητικές. Στην «ισοπεδωτική πρόταση» μιας ατομοκεντρικής πολιτιστικής αστικής έκφρασης της επίσημης λόγιας εξουσίας αντιπροτείνει τη συλλογικότητα, της προφορικής μνημονικής παράδοσης. Η πρόταση ζωής που αναβρύζει από τα Δημοτικά μας τραγούδια, βρίσκεται στον αντίποδα μιας κονσερβοποιημένης υπερπροσφοράς δήθεν πνευματικής, του σύγχρονου καταναλωτικού μεγαλοαστικού αλλά και μεγαλοεργατικού παραπολιτισμού.
Και την πηγαία και αυθόρμητη πρόταση πολιτισμού που εκφράζουν τρεις ριμαδόροι λαϊκοί από την Κάρπαθο, εξετάζει ο καθηγητής και συγγραφέας Μηνάς Αλεξιάδης στο παρόν βιβλίο του.
Ο κύριος Μηνάς Αλεξιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πολυσπούδαστος, με αρκετά βιβλία στο ενεργητικό του και πάμπολλες δημοσιεύσεις, που αναφέρονται στον λαϊκό μας πολιτισμό και παράδοση.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, συμπληρώνεται από βιβλιογραφικό οδηγό σχετικό με τον λαϊκό πολιτισμό της Καρπάθου και κλείνει με ένα γενικό ευρετήριο προσώπων και πραγμάτων, επίσης, συνοδεύεται από μία δισέλιδη αναφορά για τον ίδιο τον μελετητή και το έργο του.
Το βιβλίο διακοσμούν ακόμα φωτογραφίες Καρπάθιων ποιητών καθώς και του νησιωτικού χώρου.
Στις 64 σελίδες του βιβλίου ο μελετητής ανατυπώνει προσθετικά δύο παλαιότερα άρθρα του και έναν πρόλογο για τρεις λαϊκούς ποιητές από το χωριό Μενετές Καρπάθου. Τον Βάσο Γεραπετρίτη, τον Νικόλα Οθείτη, και τον Αριστείδη Παπουτσάκη.
Ο συγγραφέας δεν αξιολογεί, δεν αναλύει, δεν συγκρίνει το έργο των ερασιτεχνών στιχουργών, απλά, καταγράφει και δειγματοληπτικά μας παρουσιάζει αποσπάσματα από το έργο τους. Ένα έργο σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα.
Τα ομοιοκατάληκτα αυτά δίστιχα ξεχωρίζουν για την απλότητά τους, το ανεπιτήδευτο ύφος τους, τη ρυθμικότητά τους, και την παιγνιώδη ορισμένες φορές ζωντάνια τους.
Όπως επίσης αυτά τα τρίτου λαϊκού ποιητάρη του κυρ Αριστείδη για τον έντονο διδακτισμό τους, τον προπαγανδιστικό εθνικισμό τους και τον συντηρητισμό τους. Στον τελευταίο μάλιστα λαϊκό ποιητάρη ο τόνος του πατριωτικού του οίστρου, θολώνει την όποια ζωηρότητα και θυμοσοφική του διάθεση. Το ποιητικό αυτό είδος, όπως αναφέρει ο μελετητής κυκλοφορεί σε χειρόγραφα, καταχωρείται σε τοπικές εφημερίδες, ή δημοσιεύεται αυτοτελώς σε βιβλία.
Τα θέματά τους αναφέρονται σε προβλήματα της τοπικής κοινωνίας, στην ιστορική πορεία και εξέλιξη του χώρου, στα διάφορα κοινωνικά ζητήματα που κατά καιρούς τους απασχολούν, σε εορταστικές εκδηλώσεις, και σε, διάφορα γεγονότα τοπικής ή πανελλήνιας εμβέλειας και ενδιαφέροντος.
Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει το άλλο πρόσωπο –πέρα από αυτό των περιηγητών- της Καρπάθου, να πληροφορηθεί ιστορικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας του νησιού, να διαβάσει αυτοβιογραφικές ρύμες, να παρακολουθήσει την πορεία προσωπικών αναμνήσεων, ενθυμήματα απλών, καθημερινών ανθρώπων που παρουσιάζονται μέσα από το αποσπασματικό αυτό έργο των λαϊκών ποιητών.
Η γλώσσα των δίστιχων αυτών είναι απλή, καθημερινή, οικεία στα αυτιά μας, χωρίς πολλούς τοπικούς ιδιωματισμούς και περίτεχνες εκφράσεις.
Η τεχνική της αφήγησης πάντοτε ίδια, ακολουθεί μια τυπική στερεότυπη μορφή, καθώς εκφράζει τους καημούς και τους πόθους, τις αγωνίες και τα βάσανα των απλών νησιωτών.
Τα δεκαπεντασύλλαβα αυτά δύστυχα, είναι στίχοι πολιτισμικής αυτοαναγνώρισης ενός λαού που αρνείται την φτώχεια του να την κάνει μίζερο θέαμα.
Ενός λαού, που στο παρελθόν τουλάχιστον, κατόρθωνε να μας μιλήσει για την αβίαστη υπερηφάνειά του, την αυθεντική αρχοντιά του, τα ηρωικά του κατορθώματα, τον δημιουργικό του μύθο, την πηγαία και αληθινή δημιουργικότητά του, την συλλογική και ατομική του ευαισθησία, και ασφαλώς το ήθος του.
Και αυτό θαυμάζουμε στα κείμενα που παραθέτει ο συγγραφέας και καθηγητής Μηνάς Αλεξιάδης.
Όχι την μυθογραφία ενός λαού που κάποτε γεννούσε ήρωες, συνομιλούσε με Θεούς, και έτρεφε Ποιητές.
Αντικρίζουμε την μαρτυρία ανθρώπων, που ακόμα αντιστέκονται στον πολιτισμικό εκφυλισμό και την συστηματική πολιτισμική ισοπέδωση.
Έχοντας διδαχθεί από την ιστορία και την παράδοση αυτού του τόπου, ότι, όπου πραγματικά υπάρχει ετερότητα προσώπων, ποικιλομορφία ταυτοτήτων, εκεί ανθεί και η δημιουργία τόσο η λαϊκή όσο και η λόγια.
Απαλλαγμένη από τα ψευτίδια της όποιας εθνικής εξουσίας ακόμα και αυτής της πατρίδας που γέννησε την ποικιλόμορφη αυτή πρόταση παράδοσης.


Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα,
«Η Φωνή του Πειραιώς»,  Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 1997.

Σημείωση: Οφείλω να επισημάνω εδώ, ότι αυτή η τοπική εφημερίδα του Πειραιά, η οποία ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας του Παύλου Πέτσα, ήταν η σημαντικότερη κατά την γνώμη μου, και μάλλον και όχι μόνον, εφημερίδα του Πειραιά.
Ο Παύλος Πέτσας, ένας καλοκάγαθος οικογενειάρχης, αλλά όχι καλός διαχειριστής των οικονομικών και άλλων θεμάτων της εφημερίδας, ήταν -σαν εκδότης εννοώ εφόσον ζει και βασιλεύει ο άνθρωπος, ανοιχτός σε κάθε είδους δημοσίευμα που αφορούσε τόσο την πολιτιστική και πνευματική κοινωνία του Πειραιά, όσο και των άλλων όμορων Δήμων.
Η Φωνή υπήρξε μια εφημερίδα με μακρά προϊστορία, από τις σελίδες της πέρασαν σημαντικά πρόσωπα του πνευματικού χώρου της Ελλάδας, και στις σελίδες της δημοσιεύτηκαν σπουδαία άρθρα, και συναντά κανείς χρήσιμες πληροφορίες ιδιαίτερα για τον Πειραιά.
Είναι κρίμα που έκλεισε, όπως επίσης και το γεγονός ότι πριν από το Μνημόνιο, και την γενική πτώχευση της Ελλάδας της επίσημης και με την διεθνή βούλα, οι τότε Δημοτικές αρχές του Πειραιά δεν έκαναν τίποτα για να την σώσουν.
Θα πει όμως κάποιος, εδώ έκλεισαν όλα τα Θέατρα του Πειραιά, έκλεισαν οι Χειμερινοί και Καλοκαιρινοί Κινηματογράφοι, και εσύ μιλάς για μια εφημερίδα;
Να γιατί ξαναγράφω ότι ο Πειραιάς και οι κάτοικοί του, και αρκετά πρόσωπα των πολιτιστικών φορέων του, οδήγησαν στην απαξίωση αυτής της δύσμοιρης πόλης και τον επακόλουθο μαρασμό της.
Ο Πειραιάς είχε αρχίσει να πτωχαίνει πριν την καθολική πτώχευση της Ελλάδος. Και υπήρχαν άτομα, όπως και εγώ, που το επεσήμαναν και χτυπούσαν τις καμπάνες, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν, παρά μόνο πως θα προβληθούν και θα φανούν τα ίδια γερασμένα και χιλιοφθαρμένα πρόσωπα.
Κάποτε ο ιστορικός του μέλλοντος, ελπίζω, έχοντας ξεπεράσει τις δεσμεύσεις του παρόντος χρόνου, θα αναφερθεί και στις προσωπικές πρακτικές και ιδιοτέλειες ατόμων που οδήγησαν σε μαρασμό και απαξίωση το πρώτο κάποτε Λιμάνι της χώρας.


Πειραιάς 30 Ιουλίου 2013.

Καύσων, Καύσων, Καύσων.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΛΑΧΟΣ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΒΛΑΧΟΣ

«Πειραιάς….  Εκείνα τα χρόνια…», Πειραιάς 1988.

Αν η μητέρα είναι για το παιδί ο σημαντικός εκείνος παράγοντας που θα το βοηθήσει να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις και να ατενίσει το μέλλον με σιγουριά, η γενέθλιος πόλη είναι η μεγάλη τροφός που θα μπολιάσει τα παιδικά χρόνια με πρωτόγνωρες εμπειρίες, πολύχρωμες αισθήσεις, πολυποίκιλες ατομικές σχέσεις, κοινωνικές συζεύξεις, και πολύτροπες αισθητικές απολαύσεις. Μια που στην μεγάλη πέτρινη αγκαλιά της θα ανδρωθεί το παιδί και στις δικές της κρυφές γωνιές θα ερμηνεύσει τα πρώτα του υπαρξιακά και ερωτικά σκιρτήματα. Γι’ αυτό και οτιδήποτε χάνεται από τον γεωγραφικό χάρτη, επανανακαλύπτεται μέσα στην προσωπική και συλλογική μνήμη. Εκεί που ο άνθρωπος κρατά τα πρώτα του όνειρα ακέραια και αθώα και θα τα ξαναθυμηθεί λίγο πριν το τέλος της ζωής του.
Το βιβλίο του Κώστα Βλάχου, «Πειραιάς…. εκείνα τα χρόνια», είναι ένα μικρό οδοιπορικό στις πνευματικές αλάνες, τα ηθικά σοκάκια, τις λιμοκτονούσες γειτονιές, και τα καλντερίμια του Πειραιά, των κατοίκων του και των γύρω συνοικισμών στην ανθρωπολέτειρα εκείνη εποχή.
Ένας Πειραιάς που δεν γνωρίσαμε εμείς οι νεότεροι Πειραιώτες. Άλλη ατμόσφαιρα, άλλες εμπειρίες, άλλες οσμές και ηχοχρώματα, άλλα ανθρώπινα βιώματα. Ο κοινωνικός του παλμός χτυπούσε σε άλλα μήκη κύματος.
Και όπως οι τότε κάτοικοί του αγωνίζονταν να επανεύρουν την ταυτότητά τους μέσα από τα συντρίμμια που άφησε ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος και ο βομβαρδισμός του Πειραιά, έτσι και ο χώρος άρρηκτα δεμένος με το έμψυχο υλικό του προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί από τα χαμένα οράματα των κατοίκων του και να παραδοθεί στις νεόπλουτες σκιές των νέων εποίκων του.
Ο συγγραφέας αναθυμάται τα χρόνια της εφηβείας του που συνέπεσαν με την περίοδο του πολέμου, της κατοχής, του εμφυλίου. Όταν η ανέχεια, ο φόβος, οι αρρώστιες, η πείνα, η στερήσεις, η ανασφάλεια, οι διώξεις των νικητών, οι διάφορες πολιτικές δυσχέρειες και κοινωνικές διώξεις των ηττημένων, τροφοδοτούσαν τις άγουρες μνήμες τόσο του ίδιου όσο και των άλλων παιδιών της ηλικίας του εκείνη την περίοδο.
Ο λόγος του είναι λιτός, απλός, το ύφος του αγγίζει τις παρυφές της απλοϊκότητας.
Ένα ύφος σκιζιάρικο ορισμένες φορές έτσι όπως το απαιτεί η θύμηση της νιότης του και το καταγράφει η γραφίδα της ανάμνησής του. Μια γραφή που συνηγορεί των περιγραφόμενων αναμνήσεων.
Αφηγείται με ειλικρίνεια και αμεσότητα τα διάφορα περιστατικά της ζωής του χωρίς να καταφεύγει σε ρομαντικές εξιδανικεύσεις ή άλλες ηρωοοποιήσεις. Τα προσωπικά του όνειρα συναντώνται με τα λαβωμένα όνειρα και τα διαψευσμένα οράματα των άλλων εφήβων και βρίσκουν την εκπλήρωσή τους μέσω των κοινωνικών και άλλων διεργασιών της λαϊκής συνείδησης και την προσωπική ωριμότητα του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Ο Κωστής, ο Θοδωρής, το Μαράκι, ο Γιάννης, και ένα σωρό άλλα ξυπόλητα μορτάκια και Πειραϊκά αλάνια, συναποτελούν τον κόσμο του βιβλίου και όχι μόνο.
Υπάρξεις αγνές, έντιμες λόγω ηλικίας, αθώες μέσα στην ανεμελιά τους, καλοκάγαθες, περήφανες που είναι Έλληνες και Πειραιώτες, ηρωικές ψυχές που ο πόλεμος τις τύλιξε αλύπητα με ρακένδυτη και αιματοβαμμένη εσθήτα.
Χαμογελά ο αναγνώστης με τον άδοξο έρωτα του Μπισμπίκη και τα φίλαρχα πετάγματα του Διόπου.
Μελαγχολεί με την μοίρα του Βαρελά, του Παυλάκη ή του άγνωστου γέροντα με το παρατσούκλι ο «κατάσκοπος».
Σαλτάρει και μηχανορραφεί μαζί με τους θαρραλέους σαλταδόρους και χαίρεται με την ντομπροσύνη και την λαϊκή λεβεντιά του Μηνά του Αράπη.
Μέσα από τα μικρά κεφάλαια του βιβλίου αναδύεται μια εποχή που η εξωτερική σήψη και το διογκωμένο από τις κοινωνικές αντιθέσεις περιβάλλον, περιόριζε τους ορίζοντες των Νέων και εξωθούσε τα μικρά αυτά χαμίνια στην φυσική τους εξόντωση.
Μπορεί ο Πόλεμος και οι μετέπειτα μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές συνθήκες που ακολούθησαν να εξόντωσαν αθώα κορμιά και να τσάκισαν χιλιάδες όνειρα, όμως τον εσώτερο πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν κατάφεραν να τον αλλάξουν….
Γιατί η όντως ζωή, είναι ένας συνεχής αγώνας γιομάτος μικρούς θανάτους και όχι ένας χαμένος παράδεισος.
Και αντιλαμβανόμαστε ότι η ζωή με μια τερατώδη μανία, αρκετές φορές ασυναίσθητα ίσως, κατασπαράσσει τα ίδια της τα σπλάχνα και ο άνθρωπος με ακαταλόγιστους τρόπους και συμπεριφορές και φαιδρές πρακτικές να αυτοκαταστρέφεται μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο μέσα στον οποίο κινείται και ζει.
Όμως πάντοτε και πάλι έρχεται το πλήρωμα του χρόνου που καταλαγιάζει ο φονικός κουρνιαχτός, υποχωρεί έστω και προσωρινά η φθορά, εξαλείφεται το νείκος από τα μητρώα της ανθρώπινης μοίρας και επικρατεί το μέτρο της αισιοδοξίας και η νηνεμία της ειρήνης.
Και ο άνθρωπος ναυαγός πάνω στην σχεδία των ονείρων του αποπλέει για ανεξερεύνητα μνήμης λιμάνια με πυξίδα την ιστορική του συνείδηση.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα, «Εξόρμηση» 8-Οκτωβρίου 1989

Πειραιάς 30 Ιουλίου 2013

Σημείωση: Ο Πειραιάς, η γενέθλιος πόλη μας που τόσο αγαπήσαμε και προσπαθήσαμε να τον κρατήσουμε ζωντανό και πνευματικά ακμαίο, δεν υπάρχει πια. Του έμεινε μόνο η παλαιά αίγλη, και η φθαρμένη μνήμη ενός κόσμου μεγάλης ηλικίας που φεύγει, οι οποίοι πολλοί από αυτούς έκαναν οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους και την ακαταλόγιστη συμπεριφορά τους για να οδηγήσουν την Πόλη αυτή στον μαρασμό, την μιζέρια, την πνευματική φτώχεια, και την γενικευμένη αδιαφορία. Η παθογένεια αυτή έχει ονοματεπώνυμο για αρκετά πρόσωπα του Πειραιά, δυστυχώς όμως μέχρι σήμερα, παρότι πάρα πολλές έχω δημοσιεύσει κείμενα για αυτήν την κατάσταση, δεν προσπάθησε να αλλάξει κάτι, δεν ήθελαν να αλλάξει γιατί τους βόλευε και τους βολεύει αυτή η λιμνάζουσα κατάσταση. Τώρα πια, το παιχνίδι έχει φοβάμαι χαθεί ανεπιστρεπτί. Τα ουσιαστικά πνευματικά παιδιά του, του γύρισαν την πλάτη για πάντα.
Δυστυχώς η ιστορική του μνήμη χάθηκε από υπαιτιότητα συγκεκριμένων πρακτικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Οι ίδιοι και τα ίδια, ήμουνα νιος και γέρασα.
Αλλά και από την άλλη, και οι Δημοτικές αρχές έδειξαν την ανάλογη αδιαφορία και ωχαδερφισμό για τα πρόσωπα που εργάστηκαν φανερά και όχι παρασκηνιακά, ουσιαστικά και όχι με ιδιοτέλεια, Πειραιολατρικά και όχι συντροφικά παρτάκικα.
Finis Piraeus.

        



Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ-ΕΛΛΗΝΟΤΡΟΠΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

« Ελληνότροπος πολιτική», εκδόσεις Ίκαρος-Αθήνα 1996

Ποτέ άλλοτε ιστορικά οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν αντιμετώπισαν τόσα πολυποίκιλα προβλήματα. Ίσως γιατί, «ποτέ» δεν είχαν διανοηθεί, ότι θα έρθει κάποτε η ιστορική στιγμή της ενηλικίωσής τους.
Η αρχαία κλασική σοφία και ο τρόπος του σκέπτεσθαι, η γαλανή γαλήνη του τοπίου, η ορθόδοξη παραμυθία του λόγου και του θνήσκειν, η σιγουριά της εθνικής υπερηφάνειας, το σίγουρο της γηγενούς ομοιότροπης παράδοσης, το επισφαλές αλλά από τύχη ακέραιο γεωγραφικό τοπίο δράσης τους, τους, προσφέρανε μια μυθολογούσα αναφορά για τα παιδικά τους όνειρα και τις εθνικές τους μεγαλαυχίες.
Ο Ελλαδικός χώρος ήταν ένας τρόπος να ανιχνεύουν τον εσωτερικό τους κόσμο, μια αφορμή να αναγνωρίσουν τα πάθη και τα λάθη του έσω κόσμου τους.
Ο χώρος ήταν αντανάκλαση του δικού τους κόσμου, η ψυχή τους τροφοδοτούνταν από αυτόν. Μια απροσδιόριστη αλλά τόσο κατανοητή σε αυτούς ιστορική πορεία, που τους βοηθούσε να κυλήσουν μέσα στον χρόνο παραμένοντας παιδιά, αφελή, κουτοπόνηρα, και κακομαθημένα.
Η δραματική τους ιστορική διαδρομή, είναι πλήρης ηρωικών χειρονομιών, αταβιστικές πολλές φορές χειρονομίες που εκφράζουν είτε τη χαρισματική τους φυσιογνωμία είτε την οιονεί επαιτεία τους απέναντι στους αλλόφυλους βαρβάρους. Γι’ αυτό αρχιτεκτόνησαν μια αρχοντιά μέσα στην απλότητα της έκφρασής της- μια περήφανη ελληνότροπο ταυτότητα που αγνόησε τις ιδιαιτερότητες της ιστορικής εξελικτικής διαδικασίας του Δυτικού κόσμου.
Οι Έλληνες ως αεί παίδες κατά τους αρχαίους ιερείς της Αιγύπτου, αντί να επιβιβαστούν ως ισότιμοι ενήλικες μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους στο τρένο της Ιστορίας και να απολαύσουν το ταξίδι της πολιτιστικής ανέλιξης του συνόλου του Ευρωπαϊκού χώρου, προτίμησαν να παίξουν πάνω στις ράγες του τρένου της ιστορίας με τα διάφορα απαραίτητα μόνο γι’ αυτούς μυθικά είδωλά τους, αποχαιρετώντας με αρκετή δόση νοσταλγίας τους ετέρους της γηραιάς Ηπείρου. Αυτούς, που με τόση έπαρση και αλαζονεία κομπάζουν ότι τους προσέφεραν τα φώτα, όταν ακόμα δεν είχε εφευρεθεί ο ηλεκτρισμός.
Παραγνωρίζοντας για μια ακόμα φορά, ότι μετά από εκατοντάδες χρόνια, τα ίδια θα λένε και τα παιδιά των Ευρωπαίων για εμάς.
Όμως οι καιροί άλλαξαν και τα αιώνια της Ελλάδος παιδιά συνειδητοποίησαν ότι έμειναν μόνα και έρημα μέσα σε έναν κόσμο «λωτοφάγων». Και ακόμα, ότι ο ομιλών κινηματογράφος έχει πλέον εφευρεθεί και δεν γίνεται πλέον με σλάιτς να προβάλεις την ιστορία σου, όσο αιματοβαμμένη και αν είναι. Κατάλαβαν ξαφνικά, ότι είχαν μείνει στο περιθώριο της εξέλιξης και οι ίδιοι και η πτωχή αλλά τιμία πατρίδα τους που τόσο υπεραγαπούσαν. Και άρχισαν να αναρωτιούνται για το ποιος πταίει, ή τις πταίει και πτωχεύσαμεν όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτιστικά.
Και από αυτήν την στιγμή αρχίζει το τραγικό για τον νεοέλληνα πρόβλημα.
Τι πρέπει να γίνει ή πως μπορεί να διασώσει την ταυτότητά του; Τώρα που ηθελημένα ή όχι, πρέπει να πάψει να θεωρεί τον εαυτό του Βαλκάνιο και, να ακολουθήσει την ιστορική μοίρα των άλλων Ευρωπαίων. Να ενηλικιωθεί μη εισερχόμενος όμως σε έναν νέο Μεσαίωνα, διατηρώντας την ετερότητά του.
Και αυτήν την αντιφατική όσο και διχαστική για την προσωπικότητά του πορεία του σύγχρονου κατοίκου αυτής της χώρας αποπειράται να ιχνομυθίσει ο στοχαστής Χρήστος Γιανναράς.
Ο Χρήστος Γιανναράς είναι ένας γνωστότατος διανοούμενος, που ο λόγος του, δεν περνά απαρατήρητος. Πλούσιος σε δοκιμασίες και τραγικά ερωτήματα, ακολουθεί μια πολύ προσωπική πορεία στοχεύοντας στην ανασηματοδότηση της Ελληνικής παράδοσης, επισημαίνοντας τα καίρια και τα ουσιώδη στοιχεία της Ελληνικής ιδιοπροσωπίας.
Ο Χρήστος Γιανναράς όπως και άλλοι στοχαστές όμορων με αυτόν απόψεων φρονούν ότι το μέχρι τώρα ζητούμενο του πολιτισμού μας το αφετηριακό και τελικό του σημείο είναι, η ανανοηματοδότηση της ζωής του Έλληνα, και η μεταστοιχείωση της ύπαρξής του.
Ο Έλληνας σαν άλλος Άμλετ, κρατώντας στα χέρια του το κρανίο της δικής του ιστορικής ταυτότητας θα το ρωτούσε: «Ποιος είσαι, το γνωρίζω εγώ και το μαντεύεις εσύ».
Όμως το θέμα είναι αν ο Έλληνας νιώθει τόσο υπερβολικά Ευρωπαίος και αφάνταστα αυτάρκης μέσα στην παράδοσή του ώστε να μην αντέχει κανενός είδους εντάξεις.
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε θεματικές ενότητες όχι κατανάγκη αυτόνομες η μία από την άλλην.
Ο επιφυλλιδογραφικός λόγος των κειμένων δεν αναιρεί την μεστότητα και σοβαρότητα των γραφομένων του μελετητή. Ένας λόγος που δεν στεγανοποιεί τα νοήματά του και τις αποχρώσεις του ύφους του, που επιτρέπει την διάχυση της αγωνίας του μελετητή έξω από τον αυτιστικό εαυτόν του. Κάτι που δεν συμβαίνει με τον αντικομφορμιστικό μεν και ρηξικέλευθο λόγο του Γιώργου Βέλτσου. Ένας Γιανναρικός λόγος που, προεκτείνει το μήνυμά του ως την ψυχή του αναγνώστη ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τα γραφόμενα του συγγραφέα.
Εδώ οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο Χρήστος Γιανναράς, ο στοχαστής, ο δάσκαλος, ο συγγραφέας είναι καλύτερος όταν δεν κηρύττει τις πεπαλαιωμένες θέσεις του σχετικά με την «ηθική» του κάθε προσώπου, ή εκφράζει την υπεροπτική του απαρέσκεια για άλλες φιλοσοφικές σχολές, όντας ό ίδιος σιτιζόμενος από τον δημόσιο κορβανά.
Ένας λόγος λοιπόν που πονά την Ελληνότροπη παράδοση αυτού του τόπου, γι΄ αυτό επανέρχεται συνεχώς στα ίδια. Ίσως για να κοσκινίσει ξανά και ξανά τα ζώπυρα της αλήθειας της και να τα διαφυλάξει από την σκόνη της αγελαίας κερδοσκοπίας  των σύγχρονων τσιφτετελοελλήνων.
Ο λόγος του στοχαστή αγωνιά θα λέγαμε περισσότερο από τον ίδιο τον στοχαστή.  Αυτονομείται για να κατορθώσει να περιγράψει το πρόβλημα, να θέσει ερωτήματα, να αφουγκραστεί ανησυχίες, να δεχθεί απαντήσεις, να εκτεθεί στην άρνηση.
Μπορεί ο συγγραφέας με τις όχι και τόσο εύστοχες πάντα τηλεεμφανίσεις του να δείχνει ότι αγωνίζεται να θεμελιώσει μια πρόταση ζωής, όμως, ορισμένα κείμενά του τον υπερσκελίζουν και τροφοδοτούν την σκέψη και τις αισθήσεις μας με καίρια ερωτήματα.
Το κεντρικό ερώτημα του συγγραφέα στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι, το πώς θα κατορθώσουμε εμείς οι σύγχρονοι κάτοικοι αυτής της χώρας με τις όποιες αστοχίες μας, να μην βυθιστούμε αμετάκλητα μέσα στην παρακμή και το τέλμα.
Πως μπορούμε να επανανακαλύψουμε την είσοδο που θα μας οδηγήσει έξω από το σπήλαιο της σύγχρονης Κίρκης, που μαγεμένοι από άγνοια ή επιπολαιότητα ακολουθήσαμε τα χνάρια άλλων λαών πιο έμπειρων στα καπιταλιστικά παιχνίδια της διαφθοράς, αγνοώντας την πνευματική παράδοση του τόπου των προγόνων μας.
Στο η ταυτότητα ή η ραχοκοκαλιά της πολιτικής, εξετάζει το πρόβλημα της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας, στηλιτεύοντας τόσο τους προοδευτικούς όσο και τους συντηρητικούς διανοούμενους. Διακρίνει επίσης τον Εθνικισμό από τον πατριωτισμό.
Η Ελληνική καθολικότητα σελίδα 30, είναι από τα ωραιότερα της θεματικής ενότητας, αντίθετα με άλλα επί προσωπικού που ξενίζουν.
Στο διπλωματία διαχείρισης πολιτισμού, με καυστικό ύφος ανατέμνει και διεκτραγωδεί την αβελτηρία των ηγητόρων της εξωτερικής μας πολιτικής και υπεύθυνους του εξευτελισμού των Ελλήνων.
Το αμερίμνως εμπόλεμοι σελίδα 57, προκαλεί ανησυχία και ερωτήματα.  Αν η σπαρτιατική πρόταση πολιτισμού που προτείνει είναι η ενδεδειγμένη για τα αδιέξοδα της κρατικής μας καχεξίας.
Το δεινόν άθλημα της πολιτικής, είναι μια θεματική ενότητα που δικαίως καταφέρεται κατά της βάρβαρης κομματικοποίησης των πάντων, όχι μόνο από τα δύο μεγάλα κόμματα, αλλά και τα μικρότερα της αντιπολίτευσης.
Ίσως δεν θα ήταν άστοχο αν σημειώναμε ότι μετά τον εμφύλιο, η συντηρητική παράταξη κυβέρνησε με δικτατορικό τρόπο την χώρα, αλλά από την άλλη μεριά η λεγομένη προοδευτική, επέβαλε μια ιδεολογική-πολιτιστική δικτατορία.
Τελικά, εκείνο που μας δίδαξε η Ιστορία είναι, ότι εκεί που συμφωνούν ο καπιταλισμός με τον μαρξισμό είναι στο ότι πιστεύουν ότι πρέπει να είναι κάτω η λίμπιντο των ανθρώπων και πάνω η παραγωγικότητά τους. Ουχί το αντίθετον.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, σελίδα 92, είναι από τα πιο εύστοχα της ενότητας.
Η πολιτική προτεραιότητα της παιδείας, είναι μια ενότητα αρκετά σύνθετη και πολύμορφη, ώστε να μην είναι εύκολη η αφοριστική αποδοχή ή απόρριψή της
Το σίγουρο πάντως είναι, ότι είμαστε ένας λαός μάλλον απαίδευτος, βαυκαλιζόμενος γιαυτό, νιώθουμε υπερήφανοι γιατί δεν κατέχουμε τα στοιχειώδη συστατικά της παράδοσής μας και το τραγικότερο, δεν μας ενδιαφέρει ούτε η παιδεία στην ευρύτερη έννοιά της, ούτε η κοινωνική αγωγή μας, αφού και τα δύο δεν είναι κερδοφόρα.
Οι Έλληνες είμαστε ένας εγωπαθής και ατομιστής λαός που, εφηύραμε στην πράξη την καπιταλιστική πρακτική, πριν την ιδεολογική εδραίωσή του.
Τέλος στο πόλις-πολιτική-πολιτισμός, εξετάζει τα πολύ σύγχρονα επίκαιρα λιμοθνή φαινόμενα της καθημερινής μας παθογένειας.
Το να είσαι «αριστερός» σήμερα, σελίδα 159, ξεχωρίζει για την μεστότητα της πρότασής του.
Από τότε που ο Ζήσιμος Λορεντζάτος μίλησε για το χαμένο κέντρο, ο Κωνσταντίνος Καβάφης πρόβαλε τον Ελληνισμό της διασποράς, ο Νίκος Καζαντζάκης διατύπωσε την σκέψη-εικόνα της Ελλάδας σαν ένα καζάνι μούστος που συνεχώς βράζει…., έχουν περάσει αρκετά χρόνια.
Η αποθηριωμένη ιδιοτέλεια είναι το νέο σύμβολο των Νεοελλήνων, ο αυξανόμενος καιροσκοπισμός και αχαλίνωτος εκχυδαϊσμός είναι ο νέος τρόπος συμπεριφοράς τους.
Ο εγωκεντρικός κερδοσκοπισμός, είναι το κύριο ενδιαφέρον για τα «προπετή βλαχαδερά» που με προσκοπική αφέλεια κόπτονται για το πρόβλημα των Σκοπίων.
Οι σημερινοί κάτοικοι αυτού του τόπου, δηλαδή όλοι εμείς, χάσαμε την πολιτιστική μας ιδιοφυία, εκφυλίσαμε την φιλοσοφική μας σκέψη, ευτελίσαμε το ήθος μας, εκπέσαμε ανθρωπολογικά. Αυτοδιαφημίζουμε τον εκφυλισμό μας τον εκφυλισμό μας χωρίς αίσθηση του γελοίου, και με φιλάρεσκη απρέπεια αγνοούμε τους ήρωες, τους άγιους, τους ποιητές, τους μοναχικούς πρωτοπόρους, όλους αυτούς που αποτελούν τους στυλοβάτες της παράδοσής μας.
Υπάρχει διέξοδος ή είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε την θανάτου μοίρα μας και αυτήν των άλλων μικρών πληθυσμιακά λαών;
Πόσο προφητικός είναι ο λόγος του Χέρμπερτ Μαρκούζε, η του Λεμπόν, οι οποίοι έκαναν λόγο για τον σύγχρονο Μαζάνθρωπο και την ψυχολογία του;
Αυτόν που τόσο εύκολα συναντάμε στις ημέρες μας.
Ο ανεξάρτητος πολίτης της αρχαίας Ελλάδας, το ελεύθερο πνεύμα της Ορθόδοξης παράδοσης, ο κοινοτικός της Μεσαιωνικής, ο λεβεντάνθρωπος της Επανάστασης του 1821, ο αρχοντικός της Νησιωτικής περιφέρειας ανήκουν πλέον στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας των Ελλήνων;
Μπορούμε να ανανοηματοδοτήσουμε όχι την πορεία αυτού του τόπου, όχι το σύνολο των κατοίκων του, όχι όλους τους φελαχοέλληνες, αλλά μια μικρή μαγιά ανθρώπων που αποπειρώνται να νιώσουν των εκείνων θάνατο, που δεν θέλουν να πεθάνουν πριν τον βιολογικό τους αφανισμό, αυτών που θα διασώσουν μέσα από τις αστοχίες τους την πολιτισμική ταυτότητα των παλιών κατοίκων αυτού του δύσμοιρου τόπου που αποκαλούσαν Έλληνες, όχι για να σώσουν κανένα κράτος, αλλά μόνο για να κρατήσουν την μνήμη άσβεστη.
Να φυλάξουν την αγαθή μνήμη της αισθητικής και του ήθους των παλαιών κατοίκων αναμμένη.
Η Ελληνότροπος πολιτική του συγγραφέα και καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, ίσως είναι μία αφετηρία ενός επανερχόμενου σε ώρες αγωνίας προβληματισμού για μερικούς Σαλούς της Ομορφιάς, και όχι ένα ακόμα ανάγνωσμα της φιλάρεσκης πολυμάθειάς μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
εφημερίδα «Η Φωνή του Πειραιώς», 4/ Φεβρουαρίου 1997, σελίδα 5,7.
 .

Ξημερώματα Κυριακής, καθώς ο καύσων σκεπάζει την πόλη του Πειραιά, και το ρολόι σταματά σε ξένα όνειρα.
Τελικά, ένα πεδίο μαχών, παθών και λαθών είναι η ζωή μας.
Πειραιάς 28/ Ιουλίου 2013.


Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ  ΡΑΜΦΟΣ

«Η γλώσσα και η παράδοση», 
εκδόσεις Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο»-Αθήνα 1980.

Το βιβλίο αυτό του Στέλιου Ράμφου, αποτελείται από τρία μελετήματα που αφορούν το πρόβλημα της γλώσσας και της παράδοσης, τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά με τα οποία ο συγγραφέας συνεργάζεται.
Ο Στέλιος Ράμφος, είναι ένας πρόσωπο αρκετά γνωστό στον Ελλαδικό πνευματικό και θρησκευτικό χώρο, γι’ αυτό και οι απόψεις και οι θέσεις του που συχνά εκφράζει πάνω σε προβλήματα γλώσσας, εκπαίδευσης, παιδείας γενικότερα, εκκλησιαστικής παράδοσης και ελληνικής αυτοσυνειδησίας προκαλούν συχνά ανάμικτα συναισθήματα.
Οι παροικούντες στην Ελληνική Ιερουσαλήμ τον εντάσσουν στο κίνημα των Νεορθόδοξων μαζί με τον Χρήστο Γιανναρά, τον Κώστα Ζουράρη, και άλλους διανοούμενους, οι οποίοι αν δεν κάνω λάθος προσπάθησαν να βρουν δρόμους παράλληλους μεταξύ της ανανεωτικής αριστεράς και της εκκλησιαστικής παράδοσης. Φιλοδόξησαν να επανεύρουν τις αυθεντικές ρίζες της Ορθόδοξης παράδοσης και πίστης, και να απαγκιστρώσουν την Εκκλησία από τις διάφορες παραεκκλησιαστικές οργανώσεις που την δυνάστευαν για χρόνια.
Το κίνημα των Νεορθόδοξων, κάλυψε αρκετά κενά στην σύγχρονη εξερεύνηση της Ελληνικής αυτοσυνειδησίας και αναζήτηση της Νεοελληνικής ταυτότητας.
Δυστυχώς όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια σε αυτή την δύσμοιρη πατρίδα, οι συντηρητικές και αντιδραστικές δυνάμεις και από τις δύο πλευρές εμπόδισαν και την νέα αυτήν προσπάθεια, προτιμώντας να παραμείνει η Ελληνική κοινωνία βαλτωμένη στην αγραμματοσύνη, την αδιαφορία για κάτι το καινούργιο και ουσιαστικά ριζοσπαστικό, και την τουρκοβλαχομπαρόκ θέση, των φυλάρχων-ηγετών πνευματικών καθοδηγητών σε όλα τα πολιτικά, θρησκευτικά, εκκλησιαστικά, ιδεολογικά διοικητικά επίπεδα.
Οι θεματικοί και εννοιολογικοί άξονες του μελετητή στο παρόν βιβλίο είναι δύο:
Από την μία η γλώσσα και η κοινωνική της λειτουργικότητα, ενταγμένη μέσα στον χώρο της Ελληνικής παράδοσης και ζωής, και από την άλλη, η διαφορά ιδιοσυγκρασίας του Ανατολίτη Έλληνα από τον Δυτικό άνθρωπο.
Η Ελληνολατρεία και χριστιανολατρεία όμως του συγγραφέα είναι τόση, που, ορισμένες φορές, χωρίς να το επιδιώκει, δημιουργεί στον αναγνώστη των κειμένων του αντίθετα συναισθήματα από ότι ο ίδιος θα επιθυμούσε.
Στο πρώτο κείμενο με τίτλο «η προδοσία της μεταφράσεως», ο Στέλιος Ράμφος αναφέρει ότι:
«η Γαλλική γλώσσα διαθέτει πλαστική εκφραστικότητα και αποδίδει τα νοούμενα με ακρίβεια, εν αντιθέσει προς την Ελληνική, που είναι ακόμα ασχημάτιστη, αναλυτική, δύσκαμπτη και αδιάθετη στις λεπτές αποχρώσεις του πνεύματος».
Ακόμα, ανάγει την δυσκολία της όποιας μεταφραστικής προσπάθειας σε προδοσία, και, τονίζει, όχι τόσο τα τεχνικά σημεία του θέματος (σύνταξη, γραμματική,) όσο την διαφορά τρόπου σκέψεως και ζωής του Έλληνα, και μάλιστα του Ορθόδοξου Έλληνα με τον άνθρωπο της Δύσης.
Νομίζω ότι μέσα από την συγκεκριμένη οπτική γωνία που αντιμετωπίζει και ερμηνεύει το πρόβλημα-θέμα ο έμπειρος συγγραφέας, τέτοιου είδους συγκρίσεις μάλλον είναι παρακινδυνευμένες για να μην πω επικίνδυνες. Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω, το εξής, ότι αν ο μεταφραστής είναι προδότης (αυτού) του οράματος που ο δημιουργός δημιουργεί και πλάθει με τις λέξεις και τους συμβολισμούς των, μήπως αναπότρεπτα και ο ίδιος ο δημιουργός είναι προδότης του οράματός του στην προσπάθεια της καταγραφής του;
Στο δεύτερο μελέτημά του με τίτλο «Η πρόκληση της μοίρας» ο Ράμφος πατώντας γερά πάντα πάνω στις ράγες του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, ( ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος είναι εκείνος που εισήγαγε πρώτος τον όρο), αντιδιαστέλλει τις πολιτικές και τεχνικές επιλογές της Δύσης από εκείνες της Ανατολής. Το βάρος και εδώ, πέφτει πάνω στην Εκπαίδευση, και τονίζει τα πλεονεκτήματα της πνευματικής παιδείας έναντι της τεχνικής μόρφωσης. Είναι το πρόβλημα αυτό ένα σημαντικό και διαχρονικό κεφάλαιο μέσα στην γενικότερη ιστορική πορεία του Ευρωπαίου ανθρώπου ως σκεπτόμενου ατόμου και ως ενεργού πολίτη. Οι παγκόσμιες φοβάμαι εξελίξεις δείχνουν προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα με ότι αυτό θα συνεπάγεται για το μέλλον του ανθρώπου καθώς βρισκόμαστε σχεδόν μια δεκαετία για να διαβούμε την νέα χιλιετία της ανθρώπινης ιστορίας.
Το τέλος του κλασικού πολιτισμού με ότι αυτό συνεπάγεται πάνω στην ίδια την ζωή και την μοίρα του ανθρώπου είναι αναπόφευκτο. Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσουμε δύο χιλιάδες χρόνια μετά, αν οι Πλατωνικές ιδέες, ή οι Αριστοτελικές αρχές μπορούν ακόμα να καθοδηγούν την ανθρώπινη συνείδηση και σκέψη επί τα βελτίω. Οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, ιστορικές συνθήκες έχουν αλλάξει τόσο πολύ και τόσο δραματικά ανεπιστρεπτί, που είναι σχεδόν μάταιο να αναζητούμε την αναβίωσή τους με όποιο τίμημα.
Ο κόσμος και οι κοινωνίες αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς και ο Δυτικός εν γένει άνθρωπος οδεύει σε πρωτόγνωρα και άγνωστα μονοπάτια. Οι Επιστήμες και η Τεχνολογία, εξελίσσονται ραγδαία σε τέτοιο βαθμό που συνηγορούν στο τέλος της Τραγωδίας όπως θα έγραφε και ένας σύγχρονος στοχαστής.
Το βιβλίο τελειώνει με το μελέτημα «Το νόημα της ζωής», το οποίο και καταλαμβάνει σε περιεχόμενο σελίδων και το μεγαλύτερο χώρο του συνθετικού αυτού βιβλίου.
Με αφορμή το βιβλίο «Η λόγια παράδοσις και ο Δημοτικισμός» του Κ. Δ. Καραβίδα, ο συγγραφέας αναπτύσσει τις απόψεις του πάνω στο περιβόητο πια, γλωσσικό ζήτημα, κάνοντας μικρή αναφορά σε πρόσωπα και καταστάσεις του πνευματικού χώρου τόσο της νεότερης όσο και της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου.
Με τόνο υπερβολικό καυτηριάζει τους νεότερους, τους Δημοτικιστές, τον Διονύσιο Σολωμό…, και στρέφει την προσοχή του προς τον «ένδοξό μας Βυζαντινισμό». Το πρόβλημα είναι, αν πρέπει ή δεν πρέπει η Ελληνική συνείδηση να στηρίζεται σε πρότυπα και αν ναι, ποια πρότυπα ενδείκνυνται.
Φοβάμαι ότι είναι αρκετά παρακινδυνευμένο να συγκρίνουμε και να συσχετίζουμε τα θέματα της γλωσσικής παράδοσης με τις όποιες θρησκευτικές απόψεις ή αντιλήψεις έχουμε και μάλιστα, με τρόπο κάπως απόλυτο ας μου επιτραπεί η λέξη.
Το μεταφραστικό θέμα, το γλωσσικό πρόβλημα, καθώς και το ζήτημα της παράδοσης και Ελληνικής ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να συγχέεται με δοξασίες ασφαλώς διαχρονικές, που επιεικώς θα ονομάζαμε ανεπίκαιρες.
Τέτοιου είδους και εμβέλειας θέματα δεν πλησιάζονται με «κραυγαλέες» σιβυλλικές αποστροφές, αλλά με νηφαλιότητα, την απαιτούμενη προσοχή που επιβάλει το θέμα, και προπαντός χωρίς απόλυτες και δογματικές διαπιστώσεις.
Στον Ελληνικό χώρο και επικράτεια εδώ και αιώνες  μας έχουν διδάξει και έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε και να ερμηνεύουμε τα πράγματα κάτω από μια θρησκευτική οπτική. Κάτι που μας εμπόδιζε να δούμε πιο ξεκάθαρα τα πράγματα και να τα ξανά ερμηνεύσουμε και να τα επαναπροσδιορίσουμε στις σύγχρονες ιστορικές συνθήκες.
Στους Έλληνες είναι πιο βολικό να μυθολογούν παρά να ιστορούν. Κόπτονται για τα μαθήματα πολιτικής ιστορίας και μη που τους δίνει ο Θουκυδίδης, αλλά, θεωρούν ότι η Ελληνική πολιτική ιστορία έχει θεόσταλτα χαρίσματα που δικαιωματικά ανήκουν στην Ελληνική φυλή.
Εν τέλει μήπως χρειαζόμαστε εμείς οι ίδιοι επανεκπαίδευση αντί να μιλάμε για τα φώτα που δώσαμε στους άλλους;

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Δαυλός», τεύχος 75/ Μάρτης 1988.

Πειραιάς 27 Ιουλίου 2013.

Σημείωση: Καθώς έχει πέσει η νύχτα με τις αρίφνητες μνήμες και εικόνες της, και καθώς ξυπνούν οι αναμνήσεις της σάρκας, σκέφτομαι τι έγραφα και τι προπάντων διάβαζα την περίοδο εκείνη πριν το Βρώμικο 1989. Αξίζει κάποιος να ανατρέξει σε αυτήν την δύσκολη και πολιτικά απαράδεκτη περίοδο, που, καθώς οι άλλοι λαοί ανακάλυπταν το Ίντερνετ και τα άλλα σημαντικά επιτεύγματα της τεχνολογίας και η γηραιά ήπειρος ετοιμαζότανε να γκρεμίσει το τείχος του Βερολίνου και να σημάνει το τέλος του ψυχρού πολέμου, εμείς τυρβάζαμε περί ανέμων και υδάτων. Η κομματοκρατία και η συνακόλουθη φαυλοκρατία ενός ολόκληρου λαού, που διασκέδαζε στα σκυλάδικα με τις χιλιάδες γαρδενολουόμενες υπάρξεις και ανεχόταν το φαινόμενο του αυριανισμού, προετοίμαζαν την σημερινή χρεοκοπία της χώρας μας. Η Δίκη στο Ειδικό δικαστήριο του τότε Πρωθυπουργού, ήταν η τελευταία πολιτική πατροκτονία λίγο πριν το μοιραίο τέλος μας.
Οι Έλληνες, δηλαδή εμείς, και όχι οι άλλοι, είμαστε εκείνοι που προετοιμάσαμε το τέλος της πατρίδας μας, τουλάχιστον αυτής της πατρίδας που μας κληρονόμησαν αφιλοκερδώς και χωρίς ανταλλάγματα οι παλαιότεροι κάτοικοι της.
Φοβάμαι ότι ακόμα και σήμερα μετά Μνημονίων εποχή, οι Έλληνες, εμείς δηλαδή, δεν καταφέραμε να δούμε την απτή πολιτική και οικονομική πραγματικότητα στην οποία βυθίσαμε τους εαυτούς μας, γιαυτό εξακολουθούμε να τσιρίζουμε εναντίον των άλλων λαών της Ευρώπης, μη δίνοντας το δικαίωμα και σε αυτούς τους λαούς να ενδιαφέρονται για την δική τους και μόνο ευημερία και ανάπτυξη.
Και αυτό σημαίνει ότι βουλιάξαμε και χρεοκοπήσαμε  πνευματικά και πολιτιστικά πρωτίστως.
Και το φρικτότερο ιστορικά είναι, ότι είχαμε μάλλον όλες τις προδιαγραφές για το αντίθετο, ή μήπως όχι;
Είναι νυξ, και η φύσις ησυχάζει, στο ραδιόφωνο η χαρισματική φωνή της Χαρούλας άδει: «απόψε θέλω να πιω, όλους και όλα να τα διαγράψω, μέσα στους καπνούς να εξαφανιστώ… ανάβω με τσιγάρα, σβήνω με ποτά, τώρα που πήρα την λαχτάρα στάχτη να γίνουν όλα πια ».
Αυτά και άλλα που έπονται 25 χρόνια μετά.



Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ

Λίγες σκέψεις για την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη

Η επιγραμματική ποίηση του Αναγνωστάκη είναι ο σχολιασμός των παλίντυχων προσώπων της γενιάς του. Ο Αναγνωστάκης ανήκει στους μεγάλους ποιητές της αριστερής διανόησης που η ζωή τους είναι ασφυκτικά συνυφασμένη με την πολιτική τους ιδεολογία. Ο «αυχμηρός» πολλές φορές πεζολογικός λόγος του, με την δωρική του μεγαλοπρέπεια συμβαδίζει με τα ιστορικά γεγονότα της γενιάς του. Η ιστορική ατμόσφαιρα της εποχής του διαπλάθει και οριοθετεί την ποιητική του φόρμα. Ο «άνθρωπος που γλίτωσε απ’ το λοιμό» σελίδα 119 είναι συναιρέτης, ο υποβολέας όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Δάλλας του πολιτικού προβλήματος της εποχής του.
«Ο τελευταίος αναντίρρητα μιας παρακμής» σελίδα 62. Ο απομυθοποιητικός και αποσπασματικός λόγος του, «ενοποιείται» κάτω από τον μανδύα της ιστορίας. Η πυκνή και μονόηχη γραφή του ανακαλύπτει τον Στόχο της μάλλον την Εποχή κατά την οποία η ποιητική γραφή γίνεται συναιρέτης των ατομικών και ιστορικών συμβάντων. Όταν η λειτουργικότητα του ποιητικού λόγου «καθορισθεί από τον συσχετισμό ανάμεσα στην απόσταση λόγω ιστορικής καταβολής του και την προσέγγιση λόγω των επίκαιρων μορφολογικών στοιχείων που παρεμβάλλει ο ποιητής».
Η αναγωγή των ατομικών γεγονότων σε ποιητικό επίπεδο προϋποθέτει κατά κάποιον τρόπο την αποστασιοποίηση του μετέχοντος στην ιστορία υποκειμένου, όχι τόσο από την ιστορική, όσο από την συγκεκριμένη πολιτική ερμηνεία της εποχής του. Ο Αναγνωστάκης υποβάλλει τα ιστορικά συμβάντα σε μια τέτοιας έντασης ποιητική επεξεργασία που στόχο έχει να αποκαλύψει τον υποδειγματικό και μοναδικό τους χαρακτήρα. Ενώ ταυτόχρονα τα αποσυνδέει από την ατομική και μερική αφηγηματική περιπτωσιολογία και τα καθιστά σημείο ιδεολογικής αναφοράς ολόκληρης της γενιάς του και της εποχής του.
Σε αντίθεση από τον μεγάλο σύντροφό του ποιητή Γιάννη Ρίτσο, ο Αναγνωστάκης δεν αγιοποιεί τα ιστορικά γεγονότα (τους αγώνες και τα πρόσωπα της αριστεράς),ούτε «διογκώνει» τις πολιτικές τους προεκτάσεις. Αλλά, με σπαρτιατικό λακωνικό λόγο, περιγράφει τις οριακές καταστάσεις των ανθρώπων που συνειδητά επέλεξαν την μαρξιστική ιδεολογία-και όχι συναισθηματικά, ή μιμούμενοι το γύρω περιβάλλον τους, ανεξάρτητα αν θα έβγαιναν από την αναμέτρησή τους με το αστικό καθεστώς νικητές ή ηττημένοι. Ατόμων που γνώριζαν, ότι, σκέπτομαι Μαρξιστικά, σημαίνει αλλάζω, για να παραφράσω την εύστοχη ρήση του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Η «ιστορικοποίηση»της ποίησης έτσι όπως την διδαχθήκαμε από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, προσφέρει στο ποιητικό γεγονός την ιδεολογική του διάσταση και το εντάσσει σε μια ιστορικά προδιαγεγραμμένη προοπτική. Η λειτουργικότητά του ορίζεται κυρίως από τον κοινωνικό του ρόλο.
Οδηγεί επίσης την ποιητική γραφή σε έναν συσχετισμό με μια συγκεκριμένη ιστορική και κοινωνική οπτική του αναγνώστη.
Υπάρχει δηλαδή μια αλληλοπεριχώρηση των κοινωνικών βιωμάτων του αναγνώστη με εκείνων του δημιουργού.
Χωρίς να αναιρείται ο έντονος ιδεολογικός πολιτικός χρωματισμός του ποιητικού γεγονότος ή του ιστορικού, μέσα από την ιχνογράφησή του. Και όταν αναφερόμαστε στην Ιδεολογία, δεν εννοούμε μόνο ένα κλειστό σύστημα συγκεκριμένων ιδεών ενός πολιτικού φορέα, όπως πρέσβευαν οι «κομματικοποιημένοι»ταγοί, με τους επικίνδυνα απλουστευτικούς δογματικούς συλλογισμούς τους. Που, εξαγίαζαν μέχρι πρόσφατα απάνθρωπες κοινωνικές δομές και πολιτικά συστήματα με μαρξιστικοφανή σοφίσματα. Μαρξιστές που πίστευαν σε συγκεκριμένα καθεστώτα μόνο και μόνο για να μην μιλούν γι’ αυτά.
Αλλά, για να επανέλθω, ένα δομημένο σύνολο εικόνων, αναπαραστάσεων, γεγονότων, μύθων και άλλων θεμάτων που καθορίζουν ορισμένους τύπους συμπεριφοράς, πρακτικών, συνηθειών και, λειτουργούν σαν ένα αληθινό ασυνείδητο.
Έτσι όπως μας ανέπτυξε τις θέσεις του για την Ιδεολογία ο Λουϊ Αλτουσέρ.
Κάτω από αυτό το εύοσμο αεράκι της Ιδεολογίας, ο άνθρωπος της Ιστορίας είναι μια ανοιχτή Οντότητα, μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, και το σύνολο άθροισμα όλων ανεξαιρέτων των σχέσεών του.
Επιδιώκοντας μια «σύγκρουση» ανάμεσα στην ποίηση και την πολιτική-όπως τόσο απερίσκεπτα και αστόχαστα έπραξαν οι δημιουργοί εκείνοι που ακολούθησαν χωρίς επίσκεψη και χωρίς αιδώ το ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού-ή μία επιβολή της πολιτικής (και ιδιαίτερα της δογματικής λενινιστικής άποψης) πάνω στην ποίηση, η επιλογή της ποίησης θα ισοδυναμούσε με απάρνηση της Ιστορίας.
Της μόνης μάλλον κινητήριας δύναμης που διαθέτει ο άνθρωπος. Αποδεχόμενος επίσης αξιωματικά, ότι η ποίηση είναι ο Λόγος της Ιστορίας.
Ο Αναγνωστάκης αποφεύγει συνειδητά και εύστοχα τη λανθασμένη αυτή κίνηση, αυτήν την ψευτοδιαμάχη. Σαν ευαίσθητος στοχαστής, κατανοεί, ότι ο ποιητικός λόγος, ο μνημονικός ακριβέστερα είναι αναγνωρίσιμος στο βαθμό που μπορεί να διακριθεί μέσα στην «Ιδεολογική» διαλεκτική κίνησή του. Για τον ποιητή, μάλλον, εκείνο που έχει καθοριστική σημασία δεν είναι τόσο το ίδιο το ποιητικό σώμα, ούτε οι διάφοροι μηχανισμοί της γλώσσας, αλλά, η ιδεολογία της ποιητικής λειτουργίας.
Γράφει: «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε. Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας» σελίδα 105.
Μιας ιδεολογίας όμως που δεν λειτουργεί δεσμευτικά πάνω στη γλώσσα, αλλά που της προσδίδει ένα ήθος.
Μιας ιδεολογίας που απορρέει πρωτίστως από την στάση ζωής, τους προσωπικούς αγώνες και το ατομικό και κοινωνικό ήθος του δημιουργού, μάλλον παρά από την ερμηνεία της ποιητικής ανάγνωσης. Ή τουλάχιστον σε έναν συνδυασμό.
Εκείνο που προτείνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν είναι μια άλλη μέθοδο ανάγνωσης της ποιητικής γραφής, αλλά ένα ιδεολογικό «εργαλείο» που αναδύεται από τον ποιητικό λόγο ερμηνείας της πολιτικής ιστορίας που τόσο ασφυκτικά ζήσαμε.
Εκείνο που διαπιστώνει κανείς μελετώντας την ποίησή του, που δεν είναι και τόσο μεγάλη σε όγκο, ο Αναγνωστάκης ολιγογράφος από την φύση του, είναι χωρίς άλλους συνειρμούς (κατάγονται και οι δύο από την Θεσσαλονίκη),η «περίπτωση του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή» στην ποίηση. Είναι μια εξελικτική αλλαγή στον τρόπο παρατήρησής του, ενώ παραμένουν σταθερές οι μορφικές επιπτώσεις στην σύνολη αισθητική του εργασία.
Από τον ένδοξο Αλεξανδρινό, Κωνσταντίνο Καβάφη ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης δανείστηκε το πεζολογικό του στοιχείο, το αποφλοιωμένο από λυρισμό ύφος, τον εντελώς προσωπικό ρυθμό, την μη μουσικότητα αρκετών ποιημάτων. Τον τρόπο με τον οποίον ο Καβάφης αντιμετώπισε την Ιστορία, δανείστηκε την στωική ματιά του, την μηδενιστική του ορισμένες φορές διάθεση, τους άλλοτε σαρκαστικούς και άλλοτε πικρούς μονολόγους του. Και μάλλον και την έντονη θεατρικότητα της Καβαφικής ποιητικής ματιάς.
Εκείνο που άφησε παγερά αδιάφορο τον Αναγνωστάκη, είναι ο καθαρευουσιάνικος γλωσσικός μανδύας της Καβαφικής ποίησης, και, η τόσο προσωπική, και «απαγορευμένη» για την εποχή του Καβάφη αισθητική του.
Αν και, όπως εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει στο ποιητικό έργο του Θεσσαλονικιού ποιητή, απουσιάζει παντελώς το γυναικείο σώμα, αλλά θα έλεγα ακόμα και η αίσθησή του. Ή όπου αμυδρά διαφαίνεται, είναι για να εντείνει την απουσία του.
Στο έργο του δεν υπάρχει τόνος ερωτικός, δεν συναντάμε καν την γυναικεία εικόνα, ούτε και ως μνημονική προσωπική παράσταση. Το ενδιαφέρον του αγγίζει μόνο το πολιτικό πεδίο.
Την ποίηση του Αναγνωστάκη οφείλουμε να επισημάνουμε ότι την διακρίνει μια έντονα φορτισμένη «ηθικιστική» διάθεση.
Μια έντονη επιθυμία για επιστροφή στην πρώτη παιδική αθωότητα, χωρίς το σώμα ή το πνεύμα να προλάβει να γευτεί τα ηδονικά μυρωδικά της ζωής ή της φύσης γενικότερα.
Ο έντονος διανοητισμός του και η έμφυτη διστακτικότητά του αποτρέπουν τα γλωσσικά ολισθήματα προς μία πιο διαυγή νότα της ίδιας της ζωής. Εκείνο που προεξάρχει, είναι η ιδεολογία.
Οι αριστερόξαντοι αυτοί ποιητές θυσίασαν το παρόν τους εν ονόματι ενός αβέβαιου και δικαιότερου μέλλοντος. Έστω και αν ο ίδιος είχε προφητικότατα προβλέψει το τέλος της ιδεολογίας και του λόγου.
«Πάψαν τα λόγια πια να αποτελούν χρησμούς. Οι δυνατοί οι στίχοι προφητείες» σελίδα 132.
Ο πολιτικοποιημένος ποιητής πολύ ενωρίς υποψιάστηκε ότι οι επίγονοι, σελίδα 132, θα έχουν μια «επιστροφή σ’ ένα κενό χωρίς διέξοδο» σελίδα 82.
Η ποίηση του ευαίσθητου και κοινωνικοποιημένου ποιητή, μάλλον μοιάζει σαν την αίσθηση που σου αφήνουν τα τελευταία Καλοκαιρινά Σινεμά μιας άλλης εποχής και ατμόσφαιρας.
Από την άλλη η σύνολη ιδεολογική της ατμόσφαιρα, και το πολιτικό μήνυμά της δεν περιορίζεται από τα όρια του λόγου που την περιγράφει, αλλά εμπλουτίζεται, μπολιάζεται και τροφοδοτείται από τα προσωπικά σε μια συνεχή ροή πολιτικά βιώματα του ποιητή.
Η ποίηση της ιδεολογίας του Μανόλη Αναγνωστάκη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε όχι μόνο δραστηριοποιείται ο συναισθηματικός κόσμος του αναγνώστη αλλά, οξύνεται και η κριτική του διαδικασία ανάλυσης και ερμηνείας των ιστορικών γεγονότων,-μέσα από μια ποίηση «ντοκουμέντο»- μέσα από μία «ενεργητική ιδεολογία» των ανθρώπων εκείνων που συνειδητά την επέλεξαν, την υπηρέτησαν και προσφέρθηκαν οι ίδιοι σαν θυσιαστικό πρόσλημμα στον Κόσμο και την Ιστορία του.

--------------------------------------

Υ. Γ. Μανόλη Αναγνωστάκη, «Τα ποιήματα» (1941-1971) εκδόσεις Πλειάς 1975.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό,
«Γραφή» τεύχος 23-24/ Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 1993, σελίδες 16-18.

Πειραιάς 21 Ιουλίου 2013.


Σημείωση: Άραγε τι θα έλεγε σήμερα αν ζούσε ο ψηλός και έντονα στρατευμένος στην αριστερά ποιητής για την σημερινή πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας, αλλά και σαν γιατρός ακτινολόγος για το σημερινό κατάντημα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, και την ευθύνη των συναδέλφων του.