Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

    Το “Πειραϊκό Σεντούκι” ήταν μια ιδέα που είχα από πολύ παλιά. Πάντα ήθελα να ανασύρω και να φέρω ξανά στην επιφάνεια κείμενα,αποσπάσματα, πληροφορίες παλαιότερων Πειραιωτών διανοουμένων-συγγραφέων τα οποία ανακάλυπτα σε παλιές εφημερίδες, περιοδικά ή στις πολύχρονες αναγνώσεις  και έρευνές μου. Και τη σκέψη αυτή το έφερε η τύχη να την υλοποιήσω μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας “Κοινωνική”. Έτσι, κάθε Τετάρτη, από τις σελίδες της εφημερίδας θα  αποκαλύπτονται ή αν θέλετε θα ξαναπαρουσιάζονται κείμενα, πληροφορίες, πρόσωπα και γεγονότα που αναφέρονται κατά κύριο λόγο στην πόλη του Πειραιά. Με τον τρόπο αυτό ευελπιστούμε να γνωρίσουν οι σύγχρονοι αναγνώστες-κάτοικοι της πόλης μας την ιστορία και τον πολιτισμό της.
                                                                  Επιμέλεια: Γιώργος Μπαλούρδος  



                        ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟΝ ΠΑΛΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

                                                                                        
     Ό,τι καλό, ό,τι ωραίο, ότι εξυπηρετικό υπάρχει στην πόλη μας, το οφείλουμε στην πρόβλεψη.
    Αν σήμερα, καμαρώνουμε την ρυμοτομία του Πειραιώς, τις πλατείες του, το λιμάνι του, τα μουράγια του και μερικά επιβλητικά κτίριά του, το χρωστάμε στην πρωτοβουλία των ανθρώπων της παλιάς εποχής, που, με τα μέσα που διέθεταν, ενήργησαν επ’ αγαθώ του μέλλοντος της πόλεως.
     Και αντιθέτως, ό,τι έχει σβήσει, ότι δεν υπάρχει, οφείλεται στην αμέλεια ορισμένων αρμοδίων, που δεν πρόβλεψαν την φυσικήν ή την τεχνικήν εξέλιξη του περιβάλλοντος.
     Αυτήν την αμέλεια διαπίστωσα, σε μια προχθεσινή μου περιήγηση στον σημερινό Πειραιά, τον τόσο αλλιώτικο, από τον προ τεσσαρακονταετίας.
      Πως ήταν, όμως, ο τότε Πειραιάς;
Ποιός να μας δώσει τις εικόνες; Δεν συζητώ για γραπτές εντυπώσεις. Δεν κουβεντιάζω για αφηγήματα παλαιοτέρων. Άλλο, το από στόματος παραμύθι, άλλο, το γραπτό, γεμάτο αναμνήσεις, κείμενο, κι’ άλλο το όραμα. Το τελευταίο, είναι και το πιστευτό. Γι’ αυτό κι’ ο εγγονός ρωτάει τη γιαγιά του:
          «Τον είδες με τα μάτια σου,
            γιαγιά, τον Βασιλέα;».
Τι θα μας χάριζαν, οι προ τεσσαρακονταετίας αρμόδιοι, αν είχανε προβλέψει να μας αφήνανε, σαν κληροδότημα, εικόνες από τον παλιό Πειραιά;
     Μερικοί ιδιωτικοί φωτογραφικοί φακοί, κάτι ανέλαβαν να κάνουν, επί μέρους όμως.
     Αλλά, εγώ συζητώ για κάτι ολοκληρωμένο. Και αναφέρομαι, στην προ τεσσαρακονταετίας εποχή, γιατί τότε και οι κινηματογραφικές μηχανές είχαν εισαχθεί
Στον τόπο μας και οι τεχνικοί υπήρχαν, που θα μπορούσαν ν’ αναλάβουν την κινηματογράφηση, σε ταινίες μήκους, της περιοχής Πειραιώς, για να μπορούσαμε σήμερα και ν’ αναπολούσαμε και να κάνουμε συγκρίσεις.
     Πόσο ενδιαφέρον θα είχε μια τέτοια ταινία!!
     Θα ξεκινούσε το κινηματογραφικό συνεργείο από τον παλιό Σταθμό του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου και θ’ άνοιγε το διάφραγμα του φακού της μηχανής, μόλις έφθανε στα εκδοτήρια. Κι’ ύστερα, στρίβοντας από τον δρόμο της παραλίας, θα αποτύπωνε, στην ταινία, πολλά και ενδιαφέροντα. Το κόκκινο τραμ της παραλίας, τα καϊκια στα λεμονάδικα, το «Κοντινεντάλ» ορθό, τ’ απομεινάρια από την πυρκαϊά της πλατείας Καραϊσκάκη, τις βάρκες παρατεταγμένες στο μουράγιο της Ακτής Τζελέπη και τα βαπόρια της Ακτοπλοϊας, άλλα αρόδο κι άλλα μισοπλευρισμένα, τ’ αμαξάκια στην αράδα και τους μικροπωλητάδες στο παραλιακό πεζοδρόμιο, με τους γεμάτους κουλούρια και ζαχαρωτά ταβλάδες τους.
     Κι’ από τη δεύτερη στροφή και πέρα, ο κινηματογραφικός φακός θα έπαιρνε δεμένο στο μουράγιο το «Σύρος», με πλευρισμένο δίπλα του το «Κοργιαλένιος», αντίκρυ στο Δημαρχείο του Ωρολογιού, με το καφενείο του Κομνηνού από κάτω, και πιο πίσω, την, με πρόσοψη προς την μπούκα του λιμανιού, εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Ίσως εκεί στα προπύλαιά της, να μοστράριζε και ο πολυπαθής εκείνος δάσκαλος, ο Βδελόπουλος, με το μπαστούνι του, που απειλούσε δαίμονες και… ναύτες.
     Πιο κάτω, θα κινηματογραφούσε κι άλλα ενδιαφέροντα. Τα εμπορικά καταστήματα ανδρικών νεωτερισμών στο ένα πεζοδρόμιο και στο προς την θάλασσα,
την Τρούμπα με το πελώριο καζάνι του νερού, τους σταράδες που γέμιζαν με ξύλινα φτυάρια τα σακιά στις μαούνες κι’ ίσως, κάπου εκεί τριγύρω και τον ποιητή, τον Νικολό, με τις συντακρούτες του και τον ανθοστολισμένο «παναμά» του. Το συνεργείο θα σταματούσε στην πλατεία του Τελωνείου, για να τραβήξει τον καφενέ του Καρατζά και Κιέππα, τις καμάρες κάτω από τον Άγιο Νικόλα με τα πάμπολλα εκτελωνιστικά γραφεία και τους εργάτες του Τελωνείου με τις χαμαλίκες στην πλάτη και με τους γάντζους στα χέρια, να φορτώνουνε σακιά ή κιβώτια στα μακριά αμάξια.
     Από κει, προχωρώντας, θ’ αντάμωνε τα «Καρβουνιάρικα», με τους μαυρισμένους από την καρβουνόσκονη εργάτες, με τους ζυγιστάδες, τους κανταρτζήδες, που λέγαμε, την πλατειούλα με τον Δημοτικό στατήρα και απέναντι τις αποθήκες καυσοξύλων, με τις θορυβώδεις κορδέλες τους. Στην συνέχεια, θα έπαιρνε βόλτα την Ακτή Ξαβερίου, με τις πιθαμές λάσπες της, με τα πού και πού μαγειριά της. Και σαν έφθανε το συνεργείο στο «Παλατάκι» θ’ ανηφόριζε προς το «Χατζηκυριάκειο» και τη Σχολή Δοκίμων, για να κατηφορίσει σε λίγο και να μπει στην γεμάτη βράχια και ύποπτους τύπους Πειραϊκή Ακτή. Ερημιά εκεί. Απομεινάρια περιβόλου Μακρών Τειχών, πέτρες απότομες μέχρι τη θάλασσα και με μόνα σημάδια ζωής το λιμανάκι του Μπαϊκούτση με τις ψαρόβαρκες, τον «Σταυρό» με τις σημαιούλες του τον τρούλο του Αγίου Βασιλείου.
     Ύστερα από την περιφερειακή διαδρομή, το συνεργείο θ’ αντίκριζε το τραμ το 19 στο τέρμα του, την έπαυλη του Σκουλούδη και το σπίτι του δάσκαλου της «Πειραϊκής Μαντολινάτας», του Παναγιώτη Φακιολά. Πιο κάτω τη μπυραρία του Βρεττού με απ’ έξω το μικρό παλκοσένικο της ταραντέλλας του.
      Και φθάνοντας στην Φρεαττύδα, θα κινηματογραφούσε τις μπανιέρες του Κράκαρη, τα βραχάκια του κολπίσκου, τις ταβερνούλες της πλατείας και πιο πέρα το καφενείο του Φανού, την παραγκούλα του καραγκιοζοπαίχτη Μώρου, το παραθαλάσσιο κέντρο του Νικολάκη του Λελούδα κι’ ίσως στο μουράγιο, απέναντι στο πεζούλι, τον εραστή της Φρεαττύδας, τον ποιητή Λάμπρο Πορφύρα, να σκαλίζει το χώμα με το μπαστουνάκι του.
     Στο πέταλο του Πασαλιμανιού είχε ο φακός πολλά ν’ αποτυπώσει. Θα άρχιζε από την ταβέρνα του Κωστάλα, πιο κάτω τα καφενεία του Νόνη και του Φασιλή και πριν το συνεργείο αράξει στην πλατεία, θ’ αντάμωνε τη μάντρα του καραγκιοζοπαίχτη Χαρίδημου, τ’ αρχοντόσπιτα του Πιπινέλη, του Χριστοφίδη, του Στρίγκου με τα τραπέζια του ζαχαροπλαστείου «Μυροβόλος» από κάτω, τα καφενεία του Λεμπέση και του Γιώργη του Αλφιέρη.
     Στην πλατεία, θα έπρεπε να στήσει για λίγο το κονάκι, η μηχανή λήψεως. Μπόλικο πράγμα τριγύρω. Το θέατρο του Διονυσιάδη, το θεατράκι «Απόλλων», οι κινηματογράφοι «Σπλέντιτ» και «Καπιτόλ» του Γλυτσού, η ταβέρνα του Ζαχαρία, τα καφενεία του Κορωναίου, του Χρυσοστομίδη, του Μάντη, του Δέδε, του Βογιατζή. Στη μέση της πλατείας η «Τάρκαση», δηλαδή το μαρμάρινο πολύγωνο βάθρο της μουσικής και το τραμ το 20.
     Αν ήταν ώρα της μεγάλης κινήσεως, θα είχε η ταινία να μας παρουσιάσει αλησμόνητους τύπους που τότε, οπωσδήποτε, κυκλοφορούσαν στον χώρο της πλατείας. Τον πασατεμπά τον «ιδιαίτερο», τον άλλον τον Κεφαλλονίτη, με τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τον «Μπούζη» με το δοχείο στην πλάτη, τον Πιέρρο με το μονύελό του, τον Διαμαντή τον σαβουρατζή, τον Νικολάκη τον Συριανό με το κόκκινο μαντήλι στην τσέπη, τον βαρκάρη τον μουγκό.
     Και προχωρώντας προς την πλατεία της Αλεξάνδρας, θ’ αντάμωνε, το συνεργείο, το καφενεδάκι «Σηράγγιον», τη σειρά των σπιτιών του Τσίλλερ, τα λουτρά του Αδαμόπουλου στην παραλία, για να φθάσει στην μεγάλη μπυραρία του Σπύρου του Φωκά. Και να, η Καστέλλα, με τις μπανιέρες και τη «Σπηλιά» του Παρασκευά, να, το
σπίτι του Κουμουντούρου, αντίκρυ στο νησάκι.
     Πιο κάτω, τ' αρχοντικά της Καστέλλας και στη συνέχεια, μετά το ξύλινο περίπτερο του τραμ, αριστερά οι μπυραρίες του Εργίνη, του Κανακάκη, του Πανά, του Μαστραντώνη, του Μπάση και δεξιά το πανόραμα του Τουρκολίμανου, με τα λιγοστά μαγαζάκια του και τις πολλές ψαροταβέρνες.
     Και πριν το συνεργείο φθάσει στην Καστέλλα κι' άλλα αρχοντόσπιστα εντυπωσιακά. Στη στάση του 17, ο καφενές του Ζαϊμη, το μαγειρείο του Κεσσέ και κάπου εκεί, ο ογκώδης επιθεωρητής των τραμ, ο Κώστας ο Κουνιούλος.
Ευκαιρία! Μια και το συνεργείο θα βρισκότανε κοντά στο Φάληρο, ν' αφιερώσει μερικά μέτρα ταινίας για το ωραίο προάστιο.Το Νέο Φάληρο με το κομψό θεατράκι του, με το παράπηγμα του Ναυτικού Ομίλου,με τον παλιό του σιδηροδρομικό σταθμό
με την εξέδρα του, με το ξενοδοχείο του Ρούσσου, με τα υπόστεγα της Μουσικής, με το Ρωσικό μπαρ,με το πολυθρύλητο “Ακταίον”, με την “Ταραντέλλα” στην παραλία και με το εστιατόριο “Αύρα”
     Κι όταν το κινηματογραφικό συνεργείο θα νετάριζε την Φαληριώτικη διαδρομή του, δια της οδού Τροχιοδρόμων, θα έφθανε στην γέφυρα Καλαμάκη κι' από κει ανηφορίζοντας θα περνούσε από τα Παλιατζήδικα, αυτόν τον χώρο της δευτέρας παρουσίας κάθε παλαιάς δόξας και θα κατέληγε στον σταθμό τον Ηλεκτρικό για να κλείσει το φακό της μηχανής του. Βέβαια, με ακόμη ένα “τράβηγμα” στον εσωτερικό
Πειραιά, θα είχαμε μιά πλήρη εικόνα της πόλεως πριν από σαράντα χρόνια.
     Άλλα έλλειψε η πρόβλεψη...
     Και το μόνο που μένει για τους αναγνώστες και νοσταλγούς του παλιού Πειραιά, είναι με τα περιγραφόμενα να καταφεύγουν και στη βοήθεια της μνήμης.

                                                                Θεόδωρος Βλάσσης
                                             περιοδικό “Φιλολογική Στέγη” τχ. 18/2, 1971
     
σημείωση:Ο Θεόδωρος Βλάσσης γεννήθηκε το 1905 και απεβίωσε στις 11 Ιουνίου 1971 στον Πειραιά. Υπήρξε ένας ευπατρίδης Πειραιολάτρης και ασχολήθηκε με μεράκι και αγάπη για ότι είχε σχέση με την ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης μας. Υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους στυλοβάτες του Ιστορικού Αρχείου της πόλης μετά την ίδρυσή του-μαζί με την Κυβέλη Κωστέα. Ποιήματα, χρονογραφήματα,και διάφορα κείμενά του που αφορούν την πόλη βρίσκονται διάσπαρτα στον τοπικό και αθηναϊκό τύπο. Έχει εκδόσει βιβλία και έχει γράψει και θεατρικά έργα.

πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα "Κοινωνική", Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011, σελίδες 13.

       Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 17 Γενάρη του 2014


                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου